Home > Αρθρα > Αναμνήσεις ΜΕΣΕΛΕ ΑΝΤΩΝΗΣ Του Ζήση Γουδεσίδη

Αναμνήσεις ΜΕΣΕΛΕ ΑΝΤΩΝΗΣ Του Ζήση Γουδεσίδη

Αναμνήσεις

ΜΕΣΕΛΕ ΑΝΤΩΝΗΣ

Του Ζήση Γουδεσίδη

 

Στις 30/1/1923 τίθεται η μεγάλη σφραγίδα  των Ηνωμένων Εθνών με την υπογραφή  και των …συμμάχων μας.

Ήταν η χαριστική βολή για την ανταλλαγή χιλιάδων Ελλήνων (1.300.000 )  και Τούρκων κατοίκων.

Ο ξεριζωμός όμως των Μικρασιατών είχε ξεκινήσει  πολύ νωρίτερα, όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα μαύρα σύννεφα της καταστροφής.

Χιλιάδες  Έλληνες κάθε ηλικίας σαν τρομαγμένα κυνηγημένα πουλιά σκόρπισαν στους πέντε δρόμους αφήνοντας πίσω όλη την περιουσία τους καθώς και τους τάφους των προγόνων τους, παίρνοντας μαζί τους μόνο ό,τι πολυτιμότερο μπορούσαν να μεταφέρουν.

Στις πόλεις και τα χωριά κάθε τόσο συγκροτούνταν καραβάνια από άνδρες και γυναικόπαιδα που ξεκινούσαν για το μακρινό ταξίδι της ξενιτιάς, χωρίς να γνωρίζουν τον τελικό προορισμό, που η τύχη θα τους οδηγούσε.

Βάδιζαν νυχθημερόν χωρίς σταματημό, συχνά πεινασμένοι και καταπονημένοι σε δύσβατα μονοπάτια και κακοτράχαλες ή και χιονισμένες πλαγιές.

melese antonis

Μόνο βογκητά και αναστεναγμοί τους συνόδευαν καθώς και τα κλάματα των νεογέννητων παιδιών που οι μανάδες μετέφεραν στις αγκαλιές τους ή κρεμασμένα στην πλάτη τους.

Πολλοί από τους ηλικιωμένους και τους ασθενείς δεν άντεχαν στις κακουχίες του ταξιδιού και ξέμεναν στο δρόμο.

Ένας απλός σταυρός από δύο ενωμένες βεργούλες ήταν το τελευταίο αντίο της συντροφιάς και αυτό βιαστικά για να προλάβουν να φτάσουν στη θάλασσα μια ώρα νωρίτερα πριν τους προλάβουν οι Τσέτες  ( Τούρκοι αντάρτες )  και τους σκοτώσουν.

Σε ένα από αυτά τα καραβάνια βάδιζε και ένας γεροδεμένος άνδρας μόνος χωρίς οικογένεια και αποσκευές σαν την καλαμιά στον βάλτο.

Σκυφτός και μουλωχτός φορτωμένος μόνο με τις αναμνήσεις του χωριού του.

Ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασε το καραβάνι του στη θάλασσα και χωρίς καλά καλά να το καταλάβει το κύμα της προσφυγιάς τον άρπαξε και τον έφερε στην πόλη μας στο Χάνι του Σαράφογλου, που τότε ήταν στην οδό Φιλίππου ( νυν Βεργίνας ) στο σημείο που σχημάτιζε γωνία με την οδό Βελισσαρίου που συγχωνεύτηκε με τη σημερινή Παπανδρέου.

Εκεί βρήκε στέγη και δουλειά. Για αντάλλαγμα, από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ με μια μεγάλη σκούπα κι ένα φτυάρι καθάριζε τη μεγάλη αυλή του πανδοχείου και τους στάβλους των ζώων, που ήταν στο ισόγειο, από τις ακαθαρσίες. Το βράδυ εξουθενωμένος από τη δουλειά ξάπλωνε στα άχυρα ενός άδειου αχυρώνα και προσπαθούσε να κοιμηθεί.

Την ημέρα όταν δεν είχε δουλειά έβγαινε από τη μεγάλη αυλόπορτα και δίχως να απομακρύνεται χάζευε τους περαστικούς. Με τους γείτονες ήταν λιγομίλητος και με τα πειράγματά τους δεν θύμωνε, αντίθετα κάπου –  κάπου τους έλεγε και ένα τραγουδάκι.

Οι γείτονες τον ονόμασαν Μεσελέ Αντώνη.

Πελάτες του Πανδοχείου ήταν χωρικοί από τα γύρω χωριά που έρχονταν στην πόλη για ψώνια. Καθημερινός πελάτης ήταν και ένας δημότης μας ο κ. Π. Ευθυβούλης, έμπορος σιδηρικών που είχε το μαγαζί του σχεδόν απέναντι από το Πανδοχείο εκεί που σήμερα στεγάζεται η Τράπεζα Πειραιώς.

Πρωί – πρωί, πριν ανοίξει η αγορά έπαιρνε το καλοζωϊσμένο και στολισμένο με χάντρες και φουντίτσες γαϊδουράκι του, καθόταν επάνω στο χαλάκι που είχε στην πλάτη του και ξεκινούσε από τη Νέα Κρώμνη, όπου ήταν το σπίτι του, και κατηφόριζε πρώτα τη Γούναρη και στη συνέχεια την Βενιζέλου.

Ο δρόμος αυτός επί δημάρχου Παζιώνη είχε οδοστρωθεί με κυβόλιθους από γρανίτη που αργότερα ξηλώθηκαν. Δείγμα του δρόμου σώζεται σήμερα στην δυτική πλευρά της πλατείας που σήμερα τυραννά τους οδηγούς και τα αυτοκίνητά τους. Οι ξηλωμένοι κυβόλιθοι έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση όλων σχεδόν των δρόμων της πόλης μας.

Στις κατηφοριές του δρόμου το γαϊδουράκι επιτάχυνε τον βηματισμό του και τα πεταλάκια που χτυπούσαν στους κυβόλιθους έβγαζαν έναν ρυθμικό και μελωδικό ήχο.

Μερικές φορές μικρά χαρούμενα παιδιά ακολουθούσαν με γέλια το γαϊδουράκι ενώ ο αναβάτης του χαιρετούσε τους γνωστούς που συναντούσε στο δρόμο του. Πολλοί τον ζήλευαν, ιδίως αυτοί που κατοικούσαν στις άκρες της πόλης. Ένας δημοσιογράφος δεν άντεξε και του αφιέρωσε ένα χρονογράφημα στην τοπική εφημερίδα με τίτλο : «Ο επί όνου οχούμενος». Στη συνέχεια διασχίζοντας την πλατεία δεν παρέλειπε να ρίξει στα δεξιά του μια ματιά στο άγαλμα της Ελευθερίας που ήταν στο νοτιοανατολικό τμήμα της πλατείας : η Μάνα Ελλάδα με το ένα χέρι δίνει στο παιδί της, που το κρατάει στην αγκαλιά της, ένα μεγάλο σπαθί ενώ με το δεξί της  χέρι του δείχνει το δρόμο για τη Σόφια.

melese antonis 2

Αργότερα το άγαλμα αυτό θα μεταφερθεί στον προαύλιο χώρο του νεόδμητου Γυμνασίου Αρρένων, πιθανόν για διπλωματικούς λόγους. Τώρα το δεξί της χέρι δείχνει στο ελληνόπουλο το σχολείο. Αν προεκτείνουμε όμως  τη νοητή γραμμή του χεριού της Μάνας Ελλάδας αυτό δείχνει πάλι τον αρχικό στόχο, τη Σόφια. Στη θέση του αγάλματος ο Δήμος Δράμας θα κατασκευάσει υπόγεια ουρητήρια για το κοινό , που αργότερα θα τα σκεπάσει.

Μετά την πλατεία λοιπόν, έφθανε στο Χάνι όπου τον περίμενε ο Μεσελέ Αντώνης ο οποίος παραλάμβανε το γαϊδουράκι για να το περιποιηθεί ώστε το μεσημέρι μετά το κλείσιμο της αγοράς να είναι έτοιμο για την επιστροφή. Το δρομολόγιο αυτό πραγματοποιούνταν κάθε πρωί όλες τις εργάσιμες μέρες και τα απογεύματα όταν ήταν ανοιχτή η αγορά.

Τα χρόνια πέρασαν και οι πρόσφυγες ρίζωσαν στις νέες πατρίδες. Με την εργατικότητα και το πείσμα τους πρόκοψαν στις δουλειές τους και δημιούργησαν νέες πόλεις και χωριά. Έκαναν οικογένειες με πολλά παιδιά, εμάς, τα προσφυγόπουλα.

Όλη την ημέρα παίζαμε στις αλάνες της γειτονιάς μας του κόσμου τα παιχνίδια, όμως δεν τολμούσαμε να απομακρυνθούμε. Οι μανάδες μας μάς φοβέριζαν ότι θα μας πιάσουν οι Εβραίοι και θα μας βάλουν στα βελόνια. Στη Δράμα κατοικούσαν πολλοί Εβραίοι, πρόσφυγες κι αυτοί. Ακόμη και Εκκλησία είχαν. Στην αριστερή πλευρά της οδού Αγίας Βαρβάρας πριν από το πέτρινο σπίτι.

mesele antonis (goydesidis)

Κάποτε αψηφώντας τις φοβέρες των μανάδων μας η παρέα μας αποφάσισε την κάθοδο προς την πλατεία. Γεμάτοι περιέργεια τριγυρνούσαμε στους δρόμους και ρωτώντας μάθαμε ότι στη Δράμα τότε υπήρχαν τρεις κινηματογράφοι : στην οδό Ανδριανουπόλεως το «Πάνθεον», ιδιοκτησία του Διδασκάλου, στο κέντρο το «Αττικόν», των αδερφών Ιωάννου και στη Βενιζέλου ο «Μέγας», ιδιοκτησία ενός Ισραηλινού. Σε μια άλλη έξοδό μας μάθαμε ότι υπήρχαν στην πόλη μας τρία καμπαρέ : ένα στον αδιέξοδο δρόμο που σήμερα είναι η οδός Γ. Ζερβού, ο «Μαύρος Γάτος», ένα στην Ίωνος Δραγούμη και το τρίτο πίσω από τις γραμμές του τρένου, στο ξενοδοχείο Μ. Βρετανία.

Λέγανε ότι το καλύτερο ήταν ο «Μαύρος Γάτος» και ότι αυτό το επισκέπτονταν οι μποέμ της πόλης μας κάθε βράδυ για να πιούν την σαμπάνια τους στα γοβάκια των κοριτσιών !!!!!

Ψιθυριστά κάποια μέρα μάθαμε ότι υπήρχε ένας δρόμος κάθετος στη Λεωφόρο Στρατού, η οδός Αφροδίτης. Στον δρόμο αυτό βασίλευε η Μαντάμ Ελλάς, όπως την είχαν ονομάσει οι στρατιώτες, οι καλύτεροι πελάτες στα σπίτια αυτού του δρόμου. Τους χωροφύλακες που περιπολούσαν στο χώρο αυτό τους λέγανε «εικοσιπενταράδες» γιατί τα κορίτσια τους χάριζαν τη «βίζιτα» που κόστιζε 25 δραχμές ( μια μορφή δωροδοκίας δηλαδή ).

Άραγε αυτά τα παραπάνω να ήταν τα βελόνια που φοβόντουσαν οι μάνες μας;

Σε όλες αυτές τις εξορμήσεις στο κέντρο της πόλης δεν παραλείπαμε να προσπαθούμε να συναντήσουμε τον Μεσελέ Αντώνη που είχε γίνει φίλος μας. Τελευταία φαινόταν πολύ γερασμένος. Μετά βίας έσερνε τα γεμινιά παπούτσια του. Οι ώμοι είχαν κυρτώσει και τα χέρια του κρεμόταν σαν σπασμένα κουπιά. Το πρόσωπό του είχε οργωθεί με βαθιές αυλακιές και το βλέμα του ήταν απλανές. Τον πειράζαμε μα αυτός δεν θύμωνε αλλά κάπου κάπου μας έλεγε και κανένα τραγουδάκι και μετά έφευγε για να κρυφτεί στο άντρο του. Μια μέρα φαινόταν χαρούμενος, ίσως να είχε δει ένα καλό όνειρο και χωρίς να του το ζητήσουμε άρχισε να τραγουδά και μάλιστα εξάντλησε το ρεπερτόριο του.

 

«Ο έρωτας και η αγάπη

είναι πράγμα φυσικό

μας το είπε η δασκάλα

μια φορά εις το σχολειό»

Ταρα τα ντραμ ντραμ ντραμ  (δις)

Και συνέχισε :

«Δεν μπορώ πουλάκι μου

Να ζήσω δίχως να σε συναντήσω

Και κρυφά να σε φιλήσω»

Ταρα τα ντραμ ντραμ ντραμ  (δις)

Για να τελειώσει :

«Ήρθε το πουλί ‘μ κοντά μου

Κι έκατσε στα γόνατά μου

Έσκυψα να το φιλήσω

Και φλουρί να του χαρίσω»

Ταρα τα ντραμ ντραμ ντραμ (δις)

Θερμά τον χειροκροτήσαμε, πριν αυτός προλάβει να εξαφανιστεί.

Και η ζωή κυλούσε χωρίς μεγάλα προβλήματα. Συχνά οι γονείς μας τα απογεύματα κατευθύνονταν προς τον δρόμο που οδηγούσε  στον Σιδηροδρομικό Σταθμό για ένα ούζο ή μια ρετσίνα στις ψησταριές και τα καφενεία που ήταν αραδιασμένα σε αυτόν.

Εμείς οι φερέλπιδες νέοι κάναμε βόλτες επάνω κάτω αμέτρητες φορές στην οδό Βενιζέλου ( στο νυφοπάζαρο… )

Πολλή χαρά προσέφεραν στην πόλη μας ο Θίασος Ξυδή, η Ορχήστρα του Σπάθη, τα Ουγγαρέζικα Μπαλέτα στον Εθνικό Κήπο και οι ξακουστές τραγουδίστριες όταν επισκέπτονταν την πόλη μας.

Όταν ξαφνικά ένας τρελός έβαλε μπρος τα κανόνια του και άρχισε να αιματοκυλά όλη την Ευρώπη : Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει.

Για μια ακόμη φορά άρχισαν οι μετακινήσεις των ανθρώπων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη φρίκη του πολέμου. Από τα μέρη μας πολλοί έγιναν πρόσφυγες για δεύτερη και τρίτη φορά.  Άλλοι απελάθηκαν από τους κατακτητές και άλλοι έφυγαν για να γλυτώσουν από τις θηριωδίες των Βουλγάρων που τις είχαν γνωρίσει ήδη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέρασαν 4 ολόκληρα χρόνια με σκοτωμούς, πείνα, δυστυχίες και όλα τα κακά που ακολουθούν έναν πόλεμο. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια τα χείλη των ανθρώπων δεν χαμογέλασαν.

Δόξα τω Θεώ, Οκτώβριος 1944, χαρούμενα χτυπούν οι καμπάνες : ο πόλεμος τελείωσε. Οι κατακτητές φεύγουν και οι πρόσφυγες επιστρέφουν στα σπίτια τους. Όλοι μαζί προσπαθούν να ανορθώσουν ό,τι ο πόλεμος είχε γκρεμίσει και να ξεκινήσουν για μια καινούρια ζωή.

Εμάς τα παιδιά φαίνεται ότι ο πόλεμος μας μεγάλωσε πρόωρα . Ξεχάσαμε τα παιχνίδια και ριχτήκαμε στη βιοπάλη. Ξεχάσαμε ακόμη και τον φίλο μας τον Μεσελέ Αντώνη. Ας μας το συγχωρέσει ο Θεός και ας τον ξεκουράσει.

Έρχονται όμως στιγμές που με κυριεύει η μοναξιά και με πλακώνει η μελαγχολία. Ραντισμένη με δάκρυα για την χαμένη από τον πόλεμο νεότητά μου και χωρίς εγώ να τους έχω προσκαλέσει, φτάνουν στα αυτιά μου οι απόηχοι των επωδών των τραγουδιών του Μεσελέ Αντώνη : Ταρα-τα –ντραμ-ντραμ-ντραμ, ταρα-τα-ντραμ-ντραμ-ντραμ….