Home > Αρθρα > Επιστολές Αναγνωστών Μαρτυρική Κωμόπολη Χωριστής Μνήμες από τα μαύρα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής Γράφει ο Χανουµίδης Απόστολος

Επιστολές Αναγνωστών Μαρτυρική Κωμόπολη Χωριστής Μνήμες από τα μαύρα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής Γράφει ο Χανουµίδης Απόστολος

Επιστολές Αναγνωστών

Μαρτυρική Κωμόπολη Χωριστής

Μνήμες από τα μαύρα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής

Γράφει ο Χανουµίδης Απόστολος

Ένα χωριό που δεν τιµάει τους νεκρούς του η ιστορία το ξεγράφει. Με τις ενέργειες του συλλόγου µας (Σύλλογος Τέκνων – Συγγενών – Φίλων Φονευθέντων κατοίκων Χωριστής Δράμας από βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής 1941-44 ), η Χωριστή αναγνωρίστηκε επίσηµα από την πολιτεία ως µαρτυρική κωµόπολη Χωριστής του Δήµου Δράµας.

Λόγω της προπαγάνδας σε λιγότερο από µια ώρα ήξερε όλο το χωριό ότι θα πάνε στην Βουλγαρία για δουλειά. Γύρω από αυτό το θέµα διάβασα πολλά βιβλία και οι ιστορικοί κάνουν ένα λάθος. Μαζί µε τα γυναικόπαιδα έφυγαν από την Γκιόλα 25-30 άτοµα. Δεν έφυγαν µε την θέλησή τους γιατί είχε κουρµπάτσοι. Τους έβγαλαν οι Έλληνες συµπαθώντες προς τα βουλγαρικό καθεστώς. Οι τελευταίοι που φύγαµε από εδώ ήµασταν εµείς (η µαµά µου, εγώ και οι τρεις αδερφές µου), γιατί η µάνα µου παρακαλούσε τους µεσάζοντες να βγάλουν τον πατέρα µου έξω, αλλά οι µεσάζοντες ήτανε βασιλικότεροι του βασιλέως. Δεν κατόρθωσαν να βγάλουν τον µπαµπά µου και µας διώξαν µε αγριότητα, γιατί βιαζόταν να κάνουν αυτό που τελικά έκαναν. Από το σηµείο που εκτελέστηκαν µέχρι το σπίτι µου, το µέτρησα ο ίδιος, είναι περίπου χίλια µέτρα. Και όταν µπήκαµε στην αυλή µας ακούσαµε θόρυβο και ριπές πολυβόλων. Και είπε η µάνα µου ‘έχει γούστο να τους χαλάν’. Τους υποχρέωσαν να είναι στα γόνατα, να έχουν ψηλά τα χέρια τους και να φωνάζουνε ‘ούρα µπαλγκάρια’ που θα πει ζήτω η Βουλγαρία.

Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε η µάνα µου γιατί δεν µπορούσα να φανταστώ ότι άνθρωπος θα σκοτώσει άνθρωπο και ρώτησα την µάνα µου αλλά απάντηση δεν πήρα και επειδή δεν ήθελα να την βλέπω σε αυτό το χάλι έφυγα από το σπίτι και ανέβηκα στο ύψωµα του Αγίου Γεωργίου που είναι ο µαχαλάς µου. Εκείνη την εποχή το σημείο εκείνο ήταν ξέφωτο, δεν είχε πεύκα δηλαδή. Τα σημερινά πεύκα τα σπείρανε το ’47-’48 όταν εγώ πήγα σχολείο. Έριξα τα μάτια μου εκεί που αφήσαµε τον µπαµπά µου και είδα να βγαίνουν ντουµάνια µε διάφορα χρώµατα µαύρο, άσπρο, ροζ και αργότερα έµαθα ότι ήταν από διάφορες χειροβοµβίδες διαφορετικών κρατών Βουλγαρία, Ελλάδα, Τουρκία, Γερµανία.

Πέρασαν λίγα χρόνια πολύ δύσκολα, περισσότερες ώρες ήµουνα νηστικός παρά χορτάτος. Και όταν έµαθα πως θα τους ξεθάψουν ήµουνα παρών, να σας πω µε λίγα λόγια τι είδα; Μαυροφορεµένες γυναίκες µε τα τσεµπέρια κατεβασµένα σκάλιζαν τα χώµατα και από διάφορα σηµάδια φρόντιζαν να γνωρίσουν του δικούς του ανθρώπους. Από βγαλµένα ή σάπια δόντια και από κανένα τοκά από λουρί. Εδώ είχαν σχηµατίσει µια πυραµίδα από κεφάλια µε µασέλες και δυο τρύπες στα µάτια. Η µέρα ήτανε συννεφιασµένη, εγώ ήµουνα φτωχικά ντυµένος, δεν κρύωνα αλλά έτρεµα από φόβο. Ποιο παιδί σήµερα είδε αυτά που είδα εγώ τότε. Δεν την άκουσα την µάνα µου, µετάνιωσα που ήρθα. Ακόµη και αυτήν την ώρα έχω διχασµένη γνώµη. Να φύγω δεν ήθελα αλλά ούτε και να κάτσω ήθελα, µπερδεύοµαι ανάµεσα στις µαυροφορεµένες γυναίκες και παρακολουθώ την µάνα µου που ήρθε από τον ίσιο δρόµο. Όλος αυτός ο χώρος ήτανε διάσπαρτος µε κόκαλα, χέρια, πόδια. Ξαφνικά ακούω την φωνή της µάνας µου να ωρύεται, µάνα µου ήταν δεν βάσταξα και παραµερίζοντας τα κόκαλα τρέχω και την αγκαλιάζω και της λέω: ‘ γιατί κλαίς, τι συµβαίνει;’ Και µου λέει: ‘ αυτό το βλέπεις; Ήτανε ένα µεταξωτό µαντήλι και το µετάξι δεν έλιωσε στο χώµα, το είχε βάλει στην τσέπη του µπαµπά µου που θα πήγαινε για δουλειά στην Βουλγαρία. Πήγα στα χωρία του Έβρου που ακόµα και σήµερα θρέφουνε κουκούλια και υφαίνουνε µεταξωτά. Τι λέει ο φιλόσοφος ελληνικός λαός µας, ότι η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, λάθος είναι γιατί η δική µου ελπίδα έχει πεθάνει αυτήν την ώρα που είναι η αρχή της ζωής µου. Έχω χάσει όλα τα παιδικά µου όνειρα. Επιθυµία µου είναι να βγω σε αυτήν την ανθρωποθάλασσα που λέγεται κοινωνία να δηµιουργήσω οικογένεια να κάνω κάτι για το χωριό που γεννήθηκα γενικά για την Δράµα και για την Ελλάδα. Με την βοήθεια του Θεού και την δική µου εντιµότητα κατάφερα να γίνω αυτός που είµαι σήµερα.

Όταν έφυγαν οι Βούλγαροι και άνοιξαν τα σχολεία µας, δάσκαλοι έγιναν αυτοί που έβγαλαν το γυµνάσιο κι εγώ έβγαλα µόνο την πέµπτη και την έκτη δηµοτικού. Στην γειτονιά µας υπήρχε ένα γαϊδούρι θηλυκό που ήταν λεχώνα, το άρµεγε η µάνα µου και το έδινε µε κουταλάκι στην µικρή µου αδερφή. Όταν αυτό στέρεψε η αδερφή µου πέθανε γιατί ήταν µηνών, δεν είχε τίποτα να της δώσουµε να φάει. Πέθανε από ασιτία. Εγώ γύριζα όλη την µέρα στον κάµπο, έκλεβα ότι τρωγόταν, άγρια και ήµερα σταφύλια, παντέµια λίγα και πολλά καρύδια και το βράδυ που πήγαινα σπίτι για ύπνο ήµουνα και χορτάτος και γεµάτος.

Ο Γιάννης Σέµογλου µου είπε ότι ο µπαµπάς του ήτανε µπακάλης. Εγώ Γιάννη του είπα ήξερα τον µπαµπά σου ότι ήτανε µπακάλη ς, δεν ήξερα ότι είχε και έναν Βούλγαρο συνέταιρο. Αργότερα έµαθα ότι υπήρχε βουλγάρικος νόµος ο οποίος έλεγε ότι όποιος Έλληνας είχε επιχείρηση έπρεπε να µπει και ένας Βούλγαρος συνέταιρος και στου µπαµπά σου την επιχείρηση εφαρµόστηκε ο νόµος. Ότι χρειαζόταν η επιχείρηση  τα πλήρωνε ο Έλληνας, ενώ ο Βούλγαρος συμμετείχε µόνο στα κέρδη.

Αυτό που θα σας πω παρακάτω δεν έγινε στην γειτονιά µου, αλλιώς θα το ήξερα. Μου το είπανε 2 χωριανοί µου, σήµερα αν µε ρωτήσετε τον έναν τον θυµάµαι τον δεύτερο δεν µπορώ να θυµηθώ ποιος ήταν. Ήτανε σε µια κρυψώνα και από τον δρόµο περνούσε βουλγαρική περίπολος. Μέσα στην κρυψώνα µαζί µε την µαµά του ήτανε και ένα µωρό και έκλαιγε και για να µην το ακούσουν οι Βούλγαροι το πήρε στην αγκαλιά και µε την χούφτα της του έκλεισε το στόµα µε αποτέλεσµα το παιδί να σκάσει. Στην κατάσταση των θυµάτων της κοινότητας είναι καταγεγραµµένο και αυτό το µωρό ως αβάπτιστο της οικογένειας Καρασιακλη.

Ένας χωριανός µας περίπου στην δική µου ηλικία, το όνοµα Πασχάλης που το σπίτι του ήταν στον αραπ µαχαλά, µου είπε ότι υπήρχαν 120 βουλγαρογραµµένοι. Η ταπεινή µου µόρφωση δεν µου επιτρέπει να ξέρω το γιατί γράφτηκαν. Υπάρχουν πολλά γιατί. Ένας χωροφύλακας Βούλγαρος µαζί µε έναν διερµηνέα Έλληνα γυρνούσαν στο χωριό και ρωτούσαν ποιοι ήθελαν να γραφούν Βούλγαροι. Όταν πέρασαν από το δικό µας σπίτι τους είπα ότι θα µιλήσω µε την µάνα µου και τις αδερφές µου και την επόµενη φορά θα τους ενηµερώσω. Εµείς που δεν γραφτήκαµε είχαµε πρόβληµα να βρούµε καθαρό γκάζι για τις γκαζόλαµπες, ψάχναµε αλάτι, ζάχαρη σε κύβους, σπαρµατσέτα κ.α.

Ένας κύριος από την Δράµα όταν µε έβλεπε στην τηλεόραση τα παρατούσε όλα και έκλαιγε προκαταβολικά. Ήθελε να µε συναντήσει. Πήρε τα στοιχεία µου από την κοινότητα και µε πήρε τηλέφωνο και του είπα ότι είµαι συνταξιούχος είµαι όλη  µέρα σπίτι και όποτε θέλει να έρθει να µε δει. Όταν ήρθε στο σπίτι µε ρώτησε πόσο χρονών ήµουνα όταν σκότωσαν τον µπαµπά µου και τον ρώτησα γιατί µε τα ρωτάς αυτά, και µου είπε γιατί εγώ δεν γνώρισα τον πατέρα µου. Η µάνα µου ήταν σε ενδιαφέρουσα και όταν συµπληρώθηκαν οι εννιά µήνες γέννησε  εµένα. Και όταν µε βάφτισαν µε έβγαλα Γιώργο του Γεωργίου.

Η γενιά η δική µας από ότι θυµάµαι περάσαµε δύσκολα χρόνια λόγω της κατοχής για αυτό εµείς ξέρουµε τι θα πει κατοχή όπως ξέρουµε τι θα πει πόνος, πείνα, δυστυχία για αυτό δεν θα επιτρέψουµε ποτέ άλλη αιµατοχυσία ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

 

Χανουµίδης Απόστολος του Λιβερίου γεννηθείς το 1931

Πρόεδρος του Συλλόγου Τέκνων – Συγγενών – Φίλων Φονευθέντων κατοίκων Χωριστής Δράμας από βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής 1941-44