Home > Εκδηλώσεις > Το έθιμο «Σάγια» αναβιώνει στο Νευροκόπι την Κυριακή 5 Ιανουαρίου

Το έθιμο «Σάγια» αναβιώνει στο Νευροκόπι την Κυριακή 5 Ιανουαρίου

Όποιος προσφέρει τη μεγαλύτερη ενίσχυση υπέρ του ναού ανάβει τη μεγάλη φωτιά!

Το έθιμο «Σάγια» αναβιώνει στο Νευροκόπι

την Κυριακή 5 Ιανουαρίου

 

 

 

ΕΝΑ παραδοσιακό έθιμο αναβιώνει στο Κάτω Νευροκόπι την Κυριακή 5 Ιανουαρίου, το λεγόμενο «σάγια». Την εκδήλωση για το έθιμο «σάγια», διοργανώνει η Δημοτικό Κοινότητα Κάτω Νευροκοπίου και Σύλλογος Μικρασιατικών & Καππαδοκικών Δεσμών, για την την Κυριακή,  5 Ιανουαρίου 2020 και ώρα 18.00 μ.μ., στην κεντρική πλατεία Κάτω Νευροκοπίου, με άφθονο παραδοσιακό φαγητό «Φώτας Φαΐ», χορό και απεριόριστο κόκκινο κρασί.

Σύμφωνα με το έθιμο, από τους κατοίκους του χωριού, συγκεντρώνονται ξύλα και τοποθετούνται σε σχήμα κώνου μπροστά στη εκκλησία. Σταυρωτά, σε τέσσερα σημεία, τοποθετούνται προσανάμματα. Μετά τον εσπερινό, διενεργείται από την εκκλησιαστική επιτροπή πλειοδοτικός διαγωνισμός υπέρ του ναού και όποιος προσφέρει τη μεγαλύτερη ενίσχυση, αποκτά το προνόμιο να ανάψει τη φωτιά στα τέσσερα σημεία του σωρού και ο ιερέας ευλογεί το σωρό και τον εκλεκτό που θα ανάψει τη φωτιά.

Στη συνέχεια, δημιουργείται μια τεράστια πυρά που φωτίζει όλη την πλατεία ενώ ήδη έχει νυχτώσει, και γύρω από τη φωτιά στήνεται κυκλικός παραδοσιακός τελετουργικός χορός από τους κατοίκους του χωριού.

Το ίδιο έθιμο επίσης, αναβιώνει και σε άλλα σημεία της περιοχής, όπως για παράδειγμα στη Νέα Καρβάλη. Το έθιμο «σάγια» γίνεται παραμονή των Θεοφανείων, και είναι ένα έθιμο που προέρχεται από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας, κρατώντας ακόμα και σήμερα ζωντανά τα ήθη και έθιμα, τιμώντας των μνήμη των προγόνων τους. Των ανθρώπων εκείνων που πρώτοι εγκαταστάθηκαν σε αυτόν τον τόπο όταν έφυγαν κυνηγημένοι από τη Μικρά Ασία.

Τα «Σάγια» αναβιώνουν κάθε χρόνο με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων της κοινότητας ανεξαρτήτου ηλικίας. Πρόκειται για μια τελετουργία κι ένα δρώμενο γεμάτο συμβολισμούς και πολλές αναμνήσεις. «Τα Σάγια», εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Νέας Καρβάλης Νίκος Γκίκας, «όπως και πολλά άλλα δρώμενα που αναβιώνουν κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου στην Ελλάδα, αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη, η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευχετηρία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τονίζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια».

Την παραμονή των Θεοφανίων, στο Γκέλβερι της Καππαδοκίας οι κάτοικοι νωρίς το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία κι έπαιρναν τον μικρό αγιασμό, σε αντίθεση με τον μεγάλο αγιασμό που θα έπαιρναν την επόμενη μέρα των Θεοφανίων. Έπιναν αγιασμό και έφερναν και στα σπίτια τους για να ραντίσουν τα ζώα, τους κήπους τα χωράφια και τα αμπέλια.

Τα παιδιά σχημάτιζαν ομάδες για να πουν τα κάλαντα. Κάποιες ομάδες παιδιών, συνήθιζαν την ημέρα εκείνη να μεταμορφώνονται σε «Σάγια». Διάλεγαν μια μεγάλη κιλότα, μέσα στην οποία να μπορέσουν να βυθιστούν μέχρι το λαιμό. Το κεφάλι μόνο έμενε απ’ έξω. Μ’ ένα ζευγάρι κέρατα στο μέτωπο, μια μεγάλη σειρά από βόλους και κουδουνάκια προσδεμένο σ’ αυτό το ιδιόρρυθμο ένδυμα, πήγαιναν στα ελληνικά σπίτια και φώναζαν με δύναμη: «Ήρθε η σάγια, την άκουσες;». Με επισημότητα και με την συμμετοχή όλων γινόταν το βράδυ της ίδιας μέρας το άναμμα της φωτιάς στην αυλή της εκκλησίας.

Από νωρίς οι νέοι κουβαλούσαν κληματόβεργες και άλλα ξύλα και τα σώρευαν στην αυλή της εκκλησίας. Μαζεύονταν πολλοί χωριανοί γύρω από τον σωρό και ο παπάς ρωτούσε: «Ποιος θέλει ν’ ανάψει τη φωτιά και τι προσφέρει στην εκκλησία;». Πρόσφερε ο καθένας ό,τι μπορούσε, εκείνος που θα έδινε το μεγαλύτερο ποσό, έπαιρνε το δικαίωμα να ανάψει την φωτιά.

Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά και οι άνθρωποι τριγύριζαν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας. Όλοι παρακολουθούσαν την κατεύθυνση του καπνού. Αν πήγαινε Ανατολικά, ήταν καλό σημάδι, η σοδειά θα ήταν πλούσια. Αν στρέφονταν προς τη Δύση, τον Βορρά ή τον Νότο, μόνον τα σπίτια του χωριού που ήταν σ’ εκείνα τα σημεία θα είχαν καλή συγκομιδή. Όταν χαμήλωνε η φωτιά, τα παιδιά πηδούσαν από πάνω τρεις φορές. Μερικοί έπαιρναν από τη φωτιά μισοκαμμένα ξύλα και τα πήγαιναν στο τζάκι του σπιτιού για γούρι. Άλλοι έπαιρναν κάρβουνα και τα φύλαγαν για να τα χρησιμοποιήσουν στο θυμιατήρι τους. Στο τέλος μάζευαν τη στάχτη και την σώρευαν πίσω από το ιερό της εκκλησίας.