Home > Αρθρα > Νομοσχέδιο για τα Πανεπιστήμια, το όριο της Αυτοδιοίκησης – Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός

Νομοσχέδιο για τα Πανεπιστήμια, το όριο της Αυτοδιοίκησης – Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός

Νομοσχέδιο για τα Πανεπιστήμια,

το όριο της Αυτοδιοίκησης

 

Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός

Κατά την δύσκολη αυτή, υγειονομικά κοινωνικά και οικονομικά, περίοδο που διανύουμε, ήρθε στο προσκήνιο η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπ. Παιδείας για την “Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας”. Το νομοσχέδιο αυτό επιφέρει πολύ σημαντικές αλλαγές στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, γι’ αυτό δικαιολογημένα απέσπασε την προσοχή από άλλα ζητήματα της επικαιρότητας. Η κύρια προβληματική εντοπίζεται στη διάταξη που συστήνει την Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, ως προς τον αντίκτυπο στην συνταγματικά κατοχυρωμένη στο άρ. 16§5 πλήρη αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων. Δημιουργήθηκαν συνακόλουθα αμφιβολίες κατά πόσο η μόνιμη παρουσία αστυνομικής δύναμης στο Πανεπιστήμιο συνάδει με την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο στην πλήρη έκτασή του.

Ωστόσο, δεν πρέπει να παραμερίζεται η σχέση της διάταξης αυτής με τις υπόλοιπες συγγενείς διατάξεις της νομοθετικής πρωτοβουλίας. Πιο συγκεκριμένα, στο ίδιο νομοσχέδιο προβλέπεται η εγκατάσταση μέσων ηλεκτρονικής επιτήρησης στον ευρύτερο χώρο του Πανεπιστημίου, με ρητή εξαίρεση τους χώρους διδασκαλίας και εργασίας μελών ΔΕΠ, όχι όμως και τους χώρους που διαβάζουν οι φοιτητές. Παράλληλα ο Πρύτανης ορίζεται αρμόδιος των θεμάτων ασφάλειας στον ευρύτερο χώρο του Πανεπιστημίου, με ιδιαίτερο καθήκον την εποπτεία στην Μονάδα Προστασίας και Ασφάλειας. Η συγκεκριμένη μονάδα έχει καθήκον την οργάνωση και εφαρμογή των μέτρων προστασίας των Πανεπιστημίων, όπως την φύλαξη των χώρων των ΑΕΙ και την χρήση των ηλεκτρονικών μέσων παρακολούθησης. Επιπλέον συστήνεται και η Επιτροπή Ασφάλειας και Προστασίας, με πρόεδρο τον Πρύτανη και μέλη το διδακτικό και διοικητικό προσωπικό των ΑΕΙ. Η συγκεκριμένη ομάδα καταρτίζει σχέδιο προστασίας των ιδρυμάτων, ενώ πραγματοποιεί μελέτες και σεμινάρια σχετικά με την ασφάλεια εντός και εκτός των πανεπιστημιακών χώρων.

Παρόλο που θεσπίζονται αρκετές αλλαγές με σκοπό την προστασία και την ασφάλεια στο Πανεπιστήμιο, ο νόμος εγκαθιδρύει στον πανεπιστημιακό χώρο και την Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Η εν λόγω ομάδα ασκεί αστυνομικά καθήκοντα, όπως περιπολίες στον χώρο, χρήση των μέσων επιτήρησης και “αντιμετώπιση της παραβατικότητας” εν γένει. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για ένα ειδικό αστυνομικό σώμα, που στόχο, όπως και η Αστυνομία γενικότερα, έχει την πρόληψη και καταστολή των παραβατικών συμπεριφορών στην κοινωνία- εν προκειμένου στο Πανεπιστήμιο- με τη μορφή απαγορεύσεων. Παρόλα αυτά η εποπτεία και ο έλεγχος που καλείται το νέο αυτό σώμα να ασκήσει φαίνεται ότι κατατείνουν και στην πραγμάτωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αφού ιδρυτικό σκοπό του αποτελεί η ασφάλεια και η προστασία στον χώρο του Πανεπιστημίου. Συστήνεται επομένως μια αστυνομική ομάδα με αστυνομικά αλλά και διοικητικά- εποπτικά καθήκοντα.

Ωστόσο, στο άρθρο 16§5 του ελληνικού Συντάγματος αναφέρεται ρητά: “Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους”. Στο κείμενο αυτό κατοχυρώνεται το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων, που διακρίνεται στην διοικητική και δημοσιονομική αυτοτέλεια. Το Πανεπιστήμιο δηλαδή κατά το Σύνταγμα καθορίζει αυτόνομα τα διοικητικά του καθήκοντα, προς τον σκοπό πάντοτε της πραγμάτωσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας, δηλαδή της ελευθερίας έρευνας και διδασκαλίας. Στα καθήκοντα αυτά ασφαλώς πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και ο έλεγχος, η εποπτεία, ώστε όλα να κυλούν ομαλώς προς τον παραπάνω σκοπό, ενώ δεν συμπεριλαμβάνεται η πρόληψη και καταστολή εγκλημάτων, καθήκον, όπως προαναφέραμε, της αστυνομίας.

Αίθουσες Πανεπ. (FOTO ΑΡΘΡΟΥ ΦΙΛΤΣΟΓΛΟΥ)

Με βάση αυτές τις σκέψεις μας προκαλεί ανησυχία η τόσο ευρεία και αόριστη αρμοδιότητα της Ομάδας Προστασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρμοδιότητες αναφέρονται στο  νομοσχέδιο ως ενδεικτικές, δηλαδή μπορεί να προστεθούν περισσότερες. Επίσης δεν περιορίζονται μόνο στην πρόληψη και καταστολή εγκλημάτων, αλλά αφορούν και την καθημερινότητα στο ΑΕΙ. Φαίνεται δηλαδή η εν λόγω ομάδα να αναλαμβάνει και καθήκοντα που κατά το Σύνταγμα η Αστυνομία δεν έχει την εξουσία να ασκήσει, όπως η εποπτεία στον χώρο των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Η ευθύνη για την εποπτεία αντιθέτως ανήκει συνταγματικά στη διοίκηση του Πανεπιστημίου, στον Πρύτανη, ο οποίος με τον νέο νόμο συνεπικουρείται στο έργο του από την Επιτροπή Προστασίας και Ασφάλειας, και ιδίως την Μονάδα Προστασίας και Ασφάλειας. Παρατηρούμε ήδη 4 διαφορετικά όργανα που έχουν παρόμοια αρμοδιότητα, ενώ και η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων συμβάλει προς την ίδια κατεύθυνση.

Φαίνεται συνεπώς να οδηγούμαστε από ένα προϊσχύσαν καθεστώς αυθαιρεσίας σε ένα καθεστώς εντατικού ελέγχου και καταστολής. Διαπιστώνομε ότι με τη σύσταση της Ομάδας Προστασίας αφαιρούνται από το προσωπικό του Πανεπιστημίου καθήκοντα που σύμφωνα με το Σύνταγμα του ανήκουν. Ίσως μια πιο ενδεδειγμένη συνταγματικά λύση θα ήταν η θεσμοθέτηση του κανονιστικού εκείνου πλαισίου, ώστε μόνο τα μέλη των Πανεπιστημίων, και κυρίως τα μέλη της Πρυτανείας, να έχουν τη δυνατότητα θέσπισης, οργάνωσης, και εποπτείας των μέτρων ασφαλείας εντός της Πανεπιστημιακής Κοινότητος. Διαφορετικός είναι ο λόγος ύπαρξης της αστυνομίας στην κοινωνία. Η αρμοδιότητα της Αστυνομίας θα πρέπει να αρχίζει εκεί όπου αρχίζει το έγκλημα, και μόνο όταν οι συνθήκες παύουν πλέον να θυμίζουν την νομιμότητα στην πανεπιστημιακή κοινωνία.

Οι αντιρρήσεις όμως για την εγκαθίδρυση της αστυνομικής ομάδας μπορούν να βρουν και άλλο νομικό έρεισμα. Πιο συγκεκριμένα, φτάνουμε στο σημείο να εγκαθιδρύουμε μόνιμες αστυνομικές δυνάμεις στον χώρο του Πανεπιστημίου, την ίδια στιγμή που δεν έχουμε δοκιμάσει στην πράξη την λειτουργία των διάφορων Μονάδων και Επιτροπών, ούτε τα ηλεκτρονικά μέσα επιτήρησης. Σαφής είναι η ανάγκη διαφύλαξης των φοιτητών και του διδακτικού προσωπικού, καθώς και των χώρων του Πανεπιστημίου από δυνάμεις καταστροφικές χωρίς καμία σχέση με την φοιτητική και επιστημονική κοινότητα. Εξίσου σαφής όμως είναι και η ανάγκη δοκιμής των ηπιότερων μέσων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Υπενθυμίζουμε ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να αξιοποιούμε πρωτίστως τα ηπιότερα μέτρα προς έναν συγκεκριμένο σκοπό, και, αν αυτά αποτύχουν, να υιοθετήσουμε αυστηρότερα.

Καταλήγοντας, είναι εύλογο ότι κανένας δεν επιθυμεί την ανομία στον χώρο των πανεπιστημίων, τους βανδαλισμούς και τους προπηλακισμούς. Κανένας δεν επιθυμεί οι φοιτητές και οι διδάσκοντες να προσέρχονται στο Πανεπιστήμιο και να φοβούνται για τη σωματική ακεραιότητα και την περιουσία τους. Ωστόσο, αμφισβητείται εάν η νέα νομοθετική πρωτοβουλία μπορεί να δώσει διαρκή και ισορροπημένη λύση σε ένα χρόνιο πρόβλημα των ελληνικών Πανεπιστημίων. Όσο το κανονιστικό πλαίσιο παραμένει περίπλοκο (βλ λειτουργία 4 ομάδων) και οι δυνάμεις καταστολής εντείνουν την παρουσία τους, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για οξείες αντιδράσεις και εντονότερα προβλήματα στο μέλλον. Με αυτόν τον τρόπο, το ζητούμενο, η ακαδημαϊκή ελευθερία, εξακολουθεί να απειλείται.