Home > Αρθρα > Πεθαίνοντας στη Βόρειο Ήπειρο Γράφει ο Δημήτρης Μαυρόπουλος

Πεθαίνοντας στη Βόρειο Ήπειρο Γράφει ο Δημήτρης Μαυρόπουλος

Πεθαίνοντας στη Βόρειο Ήπειρο

Γράφει ο Δημήτρης Μαυρόπουλος

Όταν δειλιάζει ο επιβεβλημένος λόγος, η γενναία πράξη τον λυτρώνει και όταν οι άνθρωποι φοβισμένοι σιωπούν, τα κείμενα μιλούν εύγλωττα και αποστομωτικά αντ’ αυτών.

Τον Δεκέμβριο του 1940, λοιπόν, ο Ελληνικός Στρατός άφηνε τα Δολιανά και μέσω Κακαβιάς, του συνοριακού σταθμού με την Αλβανία, κατευθυνόταν προς το Αργυρόκαστρο, την πρωτεύουσα της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου.

Ενωρίτερα, οι Ιταλοί επιδρομείς ηττήθηκαν στην Κακαβιά και οπισθοχώρησαν.

Κάποιοι στρατιώτες ακολουθούσαν τους προπορευόμενους μαχόμενους συναδέλφους τους, ώστε κάποια στιγμή να τούς αντικαταστήσουν.

Κάνουν τη σκέψη, λοιπόν, ότι από τη στιγμή εκείνη εμπρός στην φυγή του εχθρού και την καταδίωξή του από αυτούς, αυτοί θα συνιστούν το «σύνορο».

Άφηναν πίσω τους την Ελλάδα, αυτό που πατούσαν, καθώς περνούσαν από την Κακαβιά, το ονόμαζαν «σύνορο», εμπρός τους αυτό που απλώνονταν το αποκαλούσαν Αλβανία, μολονότι καλώς γνώριζαν, ότι εισέρχονταν στα αλύτρωτα βορειοηπειρωτικά εδάφη, ότι επρόκειτο να αντικριστούν με ελληνικούς πληθυσμούς.

Άλλωστε δεν ήταν πρώτη φορά που Ελληνικός Στρατός ανακαταλάμβανε σκλαβωμένα ελληνικά εδάφη.

Κατ’ επέκταση, κάθε βήμα εμπρός σήμαινε, ότι το πίσω μεταβαλλόταν σε Ελλάδα.

Η σκέψη αυτή των στρατιωτών μού φέρνει στο νου το θουκυδίδειο «Άνδρες γαρ πόλις», δηλαδή, ότι το κράτος το συνιστούν οι εν όπλοις πολίτες του, εν προκειμένω οι πολεμιστές του, το ουσιαστικό πολίτης προήλθε από τον αναγραμματισμό του ουσιαστικού οπλίτης, που φέρουν, εγκαθιστούν τους νόμους, τον πολιτισμό.

Παραπέρα, θα ισχυριζόμουν ότι τα σιβυλλικά «ξύλινα τείχη» των Ελλήνων εκείνη την εποχή δεν ήταν παρά τα Μάνλιχερ, τα φυσίγγια και οι ξιφολόγχες των επιστρατευμένων της.

Περαιτέρω, με τη θέα ενός ξωκκλησιού εντός του καταλαμβανόμενου εδάφους επιβεβαιωνόταν ο ηροδότειος ορισμός του έθνους, που συμπεριλαμβάνει, εκτός του «όμαιμου», «ομόγλωσσου», «ομότροπου» και  το «ομόπιστο».

Και φυσικά οι στρατιώτες τούτο το θεωρούν ευλογία, αφού, ένας απ’ αυτούς θα αναφωνήσει ευχόμενος, ότι «η Παναγία μας θα μάς τα φέρει όλα δεξιά» και οι άλλοι θα αντείπουν «ο Θεός να δώσει».

Οι στρατιώτες εξαντλημένοι καταφθάνουν αργά το βράδυ στο χωριό Μπουλαράτ, κοντά στη Χειμάρα.

Ο Ελληνικός Στρατός δεν είναι όπως ο Γερμανικός. Εκείνοι, οι Γερμανοί, θα εισέρχονταν στα σπίτια, θα εξωθούσαν τους ιδιοκτήτες από αυτά και το πρωί φεύγοντας θα έπαιρναν μαζί τους καθετί χρήσιμο.

Οπότε, σχεδιάζουν, μία παρέα πέντε – έξι στρατιωτών,  να στήσουν τη σκηνή τους σε κάποια απλωσιά.

Όμως, δύο αγόρια, δεκαέξι και δεκατεσσάρων χρονών αντίστοιχα, καλούν τους ταλαιπωρημένους στρατιώτες στο σπίτι τους, για να διανυκτερεύσουν.

Το αναπάντεχο συνάντησης με Έλληνες, το απροσδόκητο του ακούσματος της ελληνικής γλώσσας, αντικαθιστά το πρόσκαιρο, το αλβανικό, με το αιώνιο, το ελληνικό, το επίσημο, την υπηκοότητα, με το πραγματικό, την ιθαγένεια.

Η μαυροφορεμένη μάνα των παιδιών θα διηγηθεί, ότι ο άντρα της είχε συλληφθεί για «πολιτικούς λόγους», διότι αισθανόταν Έλληνας και μιλούσε ελληνικά, και σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή αρρώστησε στη φυλακή και πέθανε. Ανεπίσημα, μπορεί να τον εκτέλεσαν στα κρυφά.

Άλλωστε, οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου υπερηφανεύονταν, ότι οι οικογένειες τους μετρούσαν δεκαετίες στις αλβανικές φυλακές τόσο στην Αλβανία του Βασιλιά Ζιώγου όσο και αργότερα στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα.

Ένα από τα παιδιά ονομαζόταν Δημοσθένης.

Ανάδοχός του ήταν κάποιος δάσκαλος, που είχε σπουδάσει στην Ελλάδα και θαύμαζε τους αρχαίους Έλληνες.

Το στοιχείο αυτό μάς μεταφέρει αφενός στον Γεώργιο Βιζυηνό και στο διήγημά του «Γιατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα[1]», αλλά και στη Διδώ Σωτηρίου, με τα «Ματωμένα χώματα[2]», και στον  Κοσμά Πολίτη, με το «Στου Χατζηφράγκου», οι οποίοι περιγράφουν την αρχαιολατρία των δασκάλων, αναγκαία, εκπορευόμενη και επιβαλλόμενη από την «ιστορική συνέχεια», κάποτε ευτράπελη, υπερβολική, στις δικές τους αλύτρωτες πατρίδες.

Τα παιδιά θα ζητήσουν χάρη να τούς μάθουν κάποιους στίχους από τον «Εθνικό Ύμνο» και ένας από αυτούς, ως εκπαιδευτικός, θα αναλάβει τη διδασκαλία.

Η ατμόσφαιρα που διαμορφώθηκε μέσα σε εκείνο το δωμάτιο θυμίζει στον στρατευμένο εκπαιδευτικό «κρυφό σχολείο», που ως μνήμη, προσθέτω εγώ, εν γένει, παραπέμπει στην ομώνυμη επιβλητική ελαιογραφία του Νικόλαου Γύζη και στο ομώνυμο θαυμάσιο ποίημα του Ιωάννη Πολέμη.

Την επομένη οι στρατιώτες ανακοινώνουν την αναχώρησή τους. Στην ερώτηση του Δημοσθένη, προς τα που κινούν,  θα πουν για «εμπρός», επίρρημα που έγινε  επιφώνημα στα στόματα των στρατιωτών, μαζί με το «αέρα».

Σημειωτέον, η λέξη «εμπρός» κυριάρχησε και στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους.

Κι όταν η λυπημένη μάνα θα βάλει στα σακίδια τους σύκα και αυτοί θα τα αρνηθούν επίμονα, εκείνη θα επιμένει λέγοντας ότι κοντεύουν Χριστούγεννα.

Όμως για τη μάνα και τα δύο ορφανά Χριστούγεννα ήταν η απελευθέρωσή τους, αφού ο βρόχος της ξενικής, ιταλικής και πρωτίστως αλβανικής σκλαβιάς λύθηκε.

Οι μέρες περνούν κι ο Ελληνικάς Στρατός διεξάγει τη μία νίκη πίσω από την άλλη: Μάλι Σπατ, Τεπελένι, Λιμπόχοβο, Αργυρόκαστρο.

Εκεί οι παλιοί γνώριμοι θα μάθουν, ότι οι δύο μικροί Βορειοηπειρώτες ως εθελοντές θα υπηρετούν στο πρόχειρο «Νοσοκομείο Κρυοπαγημάτων» που στήθηκε στο χειραφετημένο χωριό τους.

Τη συνέχεια του περιεχομένου του κείμενου μπορεί να της αναζητήσει ο φιλομαθής αναγνώστης, όχι σε κάποιο ιστορικό βιβλίο, όπως του Άγγελου Τερζάκη «Ελληνική εποποιία(1940 – 1941)» ή του Χρήστου Ζαλοκώστα «Πίνδος. Η εποποιία στην Αλβανία», αλλά στο Αναγνωστικό της Τετάρτης Δημοτικού του έτους 1952, κάνοντας τα δικά τους σχόλια, όπως εγώ πρόσθεσα σε αυτό τις δικές μου παρατηρήσεις.

Εν κατακλείδι, κάθε φορά που ακούω κάποια είδηση από τη Βόρειο Ήπειρο, σαν τη δολοφονία του παλικαριού, του Κωνσταντίνου Κατσίφα, η καρδιά μου σφίγγεται, τα μάτια μου βουρκώνουν, ενώ στα χείλη μου έρχονται, αυθόρμητα οι στίχοι από ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά που μαζί του μεγάλωσα:

«Τα Γιάννενα ονειρεύονται, η Κρήτη ξαποσταίνει, /

 βουβή η Θεσσαλονίκη, /

 η Αθήνα ξεφαντώνει… Ποιος βογκάει σα να πεθαίνει; /

 -Χειμάρα, ολόρθη! Οι λύκοι[3]».

Γνωρίζω, μολονότι νοιώθω ανήμπορος να το εκφράσω, αδύναμος να κινητοποιηθώ, τι διψούν και τι πεινούν οι Βορειοηπειρώτες:

Απελευθέρωση και ένωση της ιερής και αιματοβαμμένης γης τους με την Ελλάδα.

 

[1] Γεώργιος Βιζυηνός, Γιατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα, Στο Α. Βελαλίδης, Α.Βουγιούκας, Κ.Καλαπανίδας, Ν.Κανάκης, Α.Μπλούνας, Χ.Παπαδημητρίου, Η Γλώσσα μου για την Ε’ δημοτικού, Δεύτερο μέρος, ΙΔ’, Αθήνα, (ΟΕΔΒ), 1997, σσ.31 – 33.

[2] Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα, Μστ’, Αθήνα, Κέδρος, 1983, σσ. 22 – 24.
[3] Κωστής Παλαμάς, «Βωμοί», 14 του Φλεβάρη 1914, στο «26. Χιμάρα», στο Γ. καλαματιανού, Μ. Σταθοπούλου – Χριστοφέλλη, Ν. Κοντόπουλου, Ευ. Φωτιάδου, Ηλ. Μηνιάτη, Νεοελληνικά Αναγνώσματα, Ε’ Γυμνασίου, Αθήναι, ΟΕΔΒ, 1970, σ. 290.