Home > Αρθρα > Θύμησες σαν παραμύθι… Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη Επίτιμου Δντή Π.Ε. Καβάλας

Θύμησες σαν παραμύθι… Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη Επίτιμου Δντή Π.Ε. Καβάλας

Θύμησες σαν παραμύθι…

Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη

Επίτιμου Δντή Π.Ε. Καβάλας

NIKOS GEORGIADHS

 

-Πες μας, γιαγιά την ιστορία!

-Πες μας για τον Άρμεν! Λέγαμε παρακαλώντας τη γριά-Βασίλω να μας επαναλάβει γι’ άλλη μια φορά, κάτι που ξέραμε «απ’ έξω», την ιστορία που σαν μύθος μας ακουγόταν!

Κι όταν η γιαγιά άρχιζε με τη μακεδονίτικη προφορά της το αράδιασμα των λέξεων, για μας θαρρείς μέλι έρρεε απ’ το στόμα της, μα γι’ αυτήν ο λόγος ήταν γεμάτος πίκρα. Πίκρα και πόνος!

Ήταν οι θύμησες των αδελφών της, του Μιλτιάδη και του Κώτσου! Ήταν οι μορφές τους, αγέραστες που ξανοίγονταν μπροστά της, που μείναν εκεί στα μαύρα ξένα, στο Κίτσοβο και πίσω δε γυρίσαν. Της λησμονιάς είχαν το νερό πιει; Χάσαν τα σημάδια που ’χαν βάλει για το γυρισμό; Πίσω πάντως δε γυρίσαν.

Κάποιος απ’ τους πολλούς που φύγαν, μα λιγοστοί γυρίσαν απ’ την κόλαση, το κάτεργο του θανάτου, της είπε πως μαζί με άλλους χωριανούς στον ασβεστόλακκο τους ρίξαν. Αλειτούργητοι θαφτήκαν και  μένουν μέχρι σήμερα εκεί. Χωρίς ένα τρισάγιο πάνω τους και στο όποιο χώμα τους σκεπάζει ποτέ να γίνει. Ένα κερί εκεί να αναφτεί κι ένα θυμιατήρι το τάφο να θυμιάσει! -Πες μας, γιαγιά, και πάλι το τραγούδι, του Άρμεν του νεαρού, που οι Τούρκοι τον κρεμάσανε στης Δράμας την πλατεία! παρακαλούσαμε μικρά παιδιά κι εκείνη, η Μακεδόνισσα, για να μας ηρεμίσει άρχιζε στην αρχή με τη γλυκιά φωνή να σιγοτραγουδάει, μα γρήγορα δυνατή γινόταν η φωνή και βούρκωνε η ματιά της όταν εβροντοφώναζε εκείνο «… το αίμα του χαλάλι χαλάλι για την Ελευθεριά!» και σφούγγιζε τα δάκρια που τρέχαν στα μάγουλά της, που ήταν, απ’ τα χρόνια ή απ’ τα βάσανα, βαθιά ρυτιδωμένα. Δεν τ’ άφηνε καταγής να πέσουν, μόν’ ρουφούσε το μαντήλι που τα σκούπισε, σαν σε ιεροτελεστία, όπως ο παπάς που ρουφάει τ’ άγιο σώμα και αίμα Του αν τύχει και πέσει κάτω.

armen

Σπάραζε η παιδική ψυχή μας στα οράματα, στις μνήμες και στο θάμπος της γερόντισσας καθώς, μες στο παραλήρημα των αναμνήσεών της, μιλούσε για το Μακεδονομάχο Μιλτιάδη, τον αδελφό που ένα κοιλάρφανο άφησε πίσω του, της φτώχειας αποπαίδι. Ήταν ο μεγάλος αδελφός, του οπλαρχηγού ο πιστικός, αυτός που τις νύχτες πήγαινε κι ερχότανε κρυφά, έβγαινε απ’ το χωριό κρυφά, μεσ’ από λαγούμια και κατακόμβες μυστικά, εκεί στου Πόρναλη τη γειτονιά, όπλα και τρόφιμα να πάει με τ’  άλλα του χωριού τα παιδιά στου καπετάνιου τα λημέρια.

Μιλούσε για τον Κώτσο, τον εικοσάχρονο αδελφό, πού ’φυγε στην Ελλάδα στα 1910, για να γυρίσει ελευθερωτής απάνω στον Ψαρί του, με το βαθύ στα καπούλια του σημάδι (Ε.Σ.), στρατιώτης του Αρκαδικού στις 1 του Ιούλη στα 1913, φορώντας την τιμημένη στολή του Έλληνα στρατιώτη!

Μέρα του θέρους αξέχαστη! Μέρα παντοτινή! Μέρα ευλογημένη! Μέρα χαράς! Μέρα ελπίδας! Μέρα Ελληνική!

Κι έλεγε έλεγε η γιαγιά! Για τη μικρή την αδερφή τη Θεοπίστη, που από τύφο πέθανε «στη δεύτερη Βουλγαρία». Η χώρα εμαράζωσε, χάθηκε η νεότης. Οι αγροί μείναν ακαλλιέργητοι, τ’ αμπάρια δε γεμίσαν.  Φτώχεια και πείνα και κλαυθμός και οδυρμός μεγάλος. Οι γέροντες μόνο εμείνανε μες στην υπερηφάνεια.  Κι έλεγε η Βασίλω στο γέροντα πατέρα της Μακεδόνα, που δε δέχτηκε ποτέ καμία σύνταξη να πάρει για τους χαμένους του λεβεντογιούς, κλωνάρια της ζωής του, που γίναν θυμίαμα και προσφορά και λάδι στο καντήλι της Λευτεριάς. Της Λευτεριάς της Μακεδονίας!

Όμως ήρθαν και πάλι χρόνοι δίσεκτοι. Και πάλι απ’ το Βορρά ήρθαν οι ντουσμάνοι. Φέραν και πάλι το θανατικό. Ήταν η τρίτη βουργαριά. Διψούν για αίμα, που κύλισε ζεστό στης Δράμας τους δρόμους και στα χωριά. Τα πολυβόλα νέων και γέρων θέρισαν κορμιά. Σφαγμένος και ο άντρας της Βασίλως, ο Κωσταντής ο Κοντυλής, αυτή τη φορά αφήνοντας πίσω τρία ορφανά. Στη θύμηση αυτή το τραγούδι γινόταν αναφιλητό βουβό, πικρό βαθύ τ΄ ανάθεμα στην ανοιγμένη της ποδιά με ξέπλεκα λυμένα τα μαλλιά.

 

Τούτα δω  αναστορώ, θλίβομαι και αγανακτώ για τη Μοίρα τη Μακεδονική τη σκληρή, την τραχιά, τη φθονερή, που ως φαίνεται άφησε την λειτουργία μισή.

-Φτάνει πια, κι ενώνω τη φωνή μου με τη λαοθάλασσα της αγανάκτησης. Ύστερα απ’  όλα αυτά μέρος του «μορφώματος» γίνομαι κι εγώ, μαζί με σένα κι όλους τους άλλους γιατί αν πράγματι δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες Όσσα, τότε ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς μπρος στην απάτη.

Μόνο χρωστώ (χρωστούμε) στη Βασίλω που έφυγε, στον Μιλτιάδη, τον Κώτσο, στην Θεοπίστη τη μικρή, τον Κωσταντή, το γέροντα το Γιώργη Περσιανλή, σ’  όσους πέρασαν, στο Νικόλα που ήρθε, στους αγέννητους, που ως κριτές θα μας δικάσουν γιατί τη λειτουργία που έμεινε μισή πρέπει να τελειώσουμε.

 

Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα είναι τελείως πραγματική!

Γράφτηκε στη Δράμα, στις 5 Ιουνίου 2018, πριν την 6η Ιουνίου 2018.