Home > Αρθρα > 1η Απριλίου 1955 Η ΕΟΚΑ στην Κύπρο Ο πατέρας που βάδισε στην αγχόνη στα είκοσι δυο του χρόνια… Γράφει ο Ζαχαρίας Κύζας

1η Απριλίου 1955 Η ΕΟΚΑ στην Κύπρο Ο πατέρας που βάδισε στην αγχόνη στα είκοσι δυο του χρόνια… Γράφει ο Ζαχαρίας Κύζας

1η  Απριλίου 1955

Η ΕΟΚΑ στην Κύπρο.

Ο πατέρας που βάδισε στην αγχόνη στα είκοσι δυο του χρόνια…

Γράφει ο Ζαχαρίας Κύζας

Την Παρασκευή , 7 Ιουνίου 2019  στο Δημοτικό Ωδείο Δράμας οργανώνεται μια εκδήλωση  -αφιέρωμα στην Κύπρο με τίτλο      Κύπρος : Γη Ηρώων ,   όπου και θα γίνει η απονομή των βραβείων στους  μαθητές    που συμμετείχαν  στο Πανελλήνιο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα  ¨ΚΥΠΡΟΣ, ΕΛΛΑΔΑ, ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ: εκπαιδευτικές γέφυρες ¨ .

Οι μαθητές του  Δημοτικού Σχολείου Ξηροποτάμου  απέσπασαν  το  1ο Βραβείο Διηγήματος με το διήγημα  : Τα δάκρυα της Μυρτώς   και οι μαθητές του 11ου Δημοτικού Σχολείου Δράμας  το  2ο Βραβείο μελοποίησης ποιήματος με το τραγούδι  ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΑ  ΜΝΗΜΑΤΑ.

Πολλοί διερωτώνται ακόμα και σήμερα. Τι  είναι τα Φυλακισμένα Μνήματα;

Τα Φυλακισμένα μνήματα θεωρούνται το άβατο της Κυπριακής ιστορίας. Είναι ένας χώρος  μνήμης του τετράχρονου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955-1959 μέσα  στις Κεντρικές Φυλακές στη Λευκωσία.

Οι  ΄Αγγλοι κατασκεύασαν στη διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας ένα μικρό κοιμητήριο που έμεινε στην Ιστορία με την ονομασία «Φυλακισμένα Μνήματα». Είναι ένας στενός χώρος δίπλα από τα κελιά των μελλοθάνατων και την αγχόνη, περιτριγυρισμένος από ψηλούς τοίχους με κομμάτια από γυαλί  στο πάνω μέρος τους.

Αποφασίστηκε η δημιουργία του  από τον άγγλο  κυβερνήτη Τζων Χάρντιγκ, για να θάβονται  εκεί μέσα οι απαγχονιζόμενοι αγωνιστές  καθώς και ηγετικές μορφές της ΕΟΚΑ που σκοτώνονταν σε μάχες, για να μη μετατρέπονται οι κηδείες τους σε μαζικά συλλαλητήρια και μαχητικές διαδηλώσεις.

Εκεί βρίσκονται σήμερα δέκα τρεις τάφοι αγωνιστών της ΕΟΚΑ και είναι οι τάφοι των  εννέα απαγχονισθέντων ηρώων  ηλικίας 19-24 ετών, και με τη σειρά που οδηγήθηκαν στην αγχόνη  είναι

-Μιχαήλ Καραολής- Ανδρέας Δημητρίου      Απαγχονίστηκαν μαζί στις 10 Μαΐου 1956

-Ανδρέας Ζάκος-Ιάκωβος Πατάτσος-Χαρίλαος Μιχαήλ Απαγχονίστηκαν μαζί στις 9 Αυγούστου 1956:

-Μιχαήλ Κουτσόφτας-Στέλιος Μαυρομάτης-Ανδρέας Παναγίδης  Απαγχονίστηκαν μαζί στις 21 Σεπτεμβρίου 1956:

-Ευαγόρας Παλληκαρίδης Απαγχονίστηκε στις 14 Μαρτίου 1957

Οι  άλλοι τέσσερις αγωνιστές έπεσαν στο πεδίο της μάχης είναι κατά σειρά  οι ακόλουθοι:

Μάρκος Δράκος- Γρηγόρης Αυξεντίου-Στυλιανός Λένας-Κυριάκος Μάτσης.

Επειδή λοιπόν το 2ο Βραβείο μελοποίησης ποιήματος που απέσπασαν οι μαθητές του 11ου  Δημοτικού Σχολείου Δράμας αναφέρεται στα φυλακισμένα μνήματα και τραγουδήθηκε από παιδιά θεωρώ σκόπιμο να κάνουμε μια αναφορά  στη μνήμη του ενός και   μοναδικού  απαγχονισθέντα αγωνιστή-πατέρα που βαδίζοντας στην αγχόνη στα είκοσι δυο του χρόνια άφηνε πίσω του τη σύζυγο-μάνα με τρία ανήλικα παιδιά, παιδιά τα οποία δεν κατάφερε να δει να μεγαλώνουν, αφού όταν απαγχονίστηκε ήταν πολύ μικρά.  Αυτός ο ήρωας είναι ο Ανδρέας Παναγίδης.

Ο Ανδρέας Παναγίδης γεννήθηκε στο Παλιομέτοχο  της επαρχίας Λευκωσίας  στις 30 Ιανουαρίου του 1934.

Ο Ανδρέας Παναγίδης εργαζόταν στη N.A.A.F.I. (αγγλική υπηρεσία) στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Είχε προηγηθεί ένα περιστατικό στον χώρο εργασίας του Παναγίδη στο αεροδρόμιο Λευκωσίας , όταν ένας Βρετανός στρατιώτης σε έλεγχο , λίγο μετά τον απαγχονισμό των Καραολή και Δημητρίου, βρήκε στην τσάντα του την ελληνική σημαία και ζήτησε από τον Παναγίδη να του σκουπίσει με αυτήν τα παπούτσια του.

Η ελληνική σημαία αποτελούσε το σύμβολο της εθνικής αξιοπρέπειας και του αγώνα. Η υποτιμητική αυτή κίνηση προς τη σημαία, δεν άρεσε καθόλου στον Ανδρέα Παναγίδη

και η προσβολή της είχε ως αποτέλεσμα να αντιδράσει και να κτυπήσει άγρια τον Βρετανό. Άλλες εποχές  τότε, άλλα ήθη….

Ήταν αχώριστος φίλος και συγχωριανός με το Μιχαήλ Κουτσόφτα.  Κατάγονταν από το ίδιο χωριό, το Παλιομέτοχο  Λευκωσίας  και απαγχονίστηκαν μαζί. Ήταν φίλοι αληθινοί.

Πριν ακόμη ενταχθούν στην ΕΟΚΑ ύψωναν κάθε βράδυ την ελληνική σημαία, σε διάφορα σημεία του χωριού, αλλά το επόμενο πρωί την κατέβαζαν οι Άγγλοι. Είναι   γνωστό ότι κάθε τι που είχε σχέση με την Ελλάδα στην Κύπρο την περίοδο αυτή απαγορευόταν. Σε πείσμα όλων αυτών  ένα  βράδυ αποφάσισαν ν’ ανέβουν στον ευκάλυπτο στην πλατεία του χωριού και  εκεί ανεβαίνοντας ύψωσαν τη σημαία στο πιο ψηλό του  σημείο. Κατεβαίνοντας έκοψαν όλα τα κλαδιά του ευκαλύπτου ώστε κανένας να μην μπορεί να κατεβάσει τη σημαία. Το επόμενο πρωί μάταια οι Άγγλοι στρατιώτες προσπαθούσαν να κατεβάσουν τη σημαία. Έτσι αναγκάστηκαν να κόψουν το δέντρο.

Αργότερα μυήθηκαν και εντάχθηκαν στις τάξεις της ΕΟΚΑ.

Πέμπτη, 10 Μαϊου 1956.  Ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ  στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο είναι σε πλήρη εξέλιξη και ο  Μιχαλάκης Καραολής με τον  Ανδρέα  Δημητρίου βαδίζουν  στην αγχόνη.

Την Τετάρτη ,16 Μαΐου 1956, ο Ανδρέας Παναγίδης, ο Μιχαήλ Κουτσόφτας και ο Παρασκευάς Χοιροπούλης  πηγαίνουν  στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, στο παρατηρητήριο “Όμηρος”.

Στόχος τους ήταν να πάρουν τα όπλα που βρίσκονταν εκεί και να απαγάγουν τον Άγγλο στρατιώτη που τα φρουρούσε. Τον  στρατιώτη σκόπευαν να τον ανταλλάξουν με το Χαρίλαο Μιχαήλ ή τον Αντρέα Ζάκο που ήδη είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Για κακή τους τύχη  τη μέρα αυτή  οι Άγγλοι αποφάσισαν να βάλουν συρματοπλέγματα σε μικρή απόσταση από το παρατηρητήριο και έτσι βρίσκονταν εκεί πολλοί άγγλοι στρατιώτες,  στο δε παρατηρητήριο που συνήθως είχε ένα στρατιώτη αυτή τη φορά βρίσκονταν δυο.

Έγινε μεγάλη μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε ο ένας στρατιώτης και τραυματίστηκε ο δεύτερος.  Οι τρεις τους, προσπάθησαν να διαφύγουν, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφεραν. Πρώτος συνελήφθη ο Παναγίδης και μετά από 10 λεπτά ο Κουτσόφτας. Ο Κουτσόφτας μπορούσε να τρέξει και να σωθεί, προτίμησε όμως να βοηθήσει το φίλο του, που δεν μπορούσε να τρέξει. Κοινή η πορεία τους, η φυλάκιση, η δίκη, η αγχόνη.

Δυόμισι ώρες μετά, συνελήφθη και ο Χοιροπούλης με τη βοήθεια ελικοπτέρου.  Οδήγησαν και τους τρεις αγωνιστές στο αεροδρόμιο, όπου και τους βασάνισαν φοβερά και από κει μεμονωμένα σε διάφορα κρατητήρια. μέχρι να δικαστούν.

Ο  Παναγίδης  οδηγήθηκε στα κρατητήρια της Ομορφίτας, ένα προάστιο της Λευκωσίας. Η δίκη ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση. Η απόφαση έλεγε ότι ο Παναγίδης με τον Κουτσόφτα θα απαγχονίζονταν, ενώ ο Χοιροπούλης επειδή ήταν ” μιτσής”  δηλαδή ανήλικος  θα εξοριζόταν.

Κατά τη διάρκεια της κράτησης τους, και ο τρεις πέρασαν φοβερά βασανιστήρια από τους Άγγλους. Ο Παναγίδης, εκτός από τη σωματική πέρασε και από ψυχολογική βία, γιατί οι Άγγλοι πίστευαν ότι θα πρόδιδε πιο εύκολα την πατρίδα του, αν έβαζαν μπροστά τα παιδιά του.

Οι   Άγγλοι γνώριζαν  για τη φτώχεια που βίωναν οι οικογένειες των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και όταν τους συλλαμβάνανε  έκαναν τα αδύνατα -δυνατά να πετύχουν το σκοπό τους.  Μια μέρα αφού τον βασάνισαν, τον ρώτησαν πόση περιουσία θ’ αφήσει στα παιδιά του. Ο Παναγίδης τους απάντησε «ούτε γρόσι, μόνο το όνομα μου».

Στην  περίπτωση του Ανδρέα Παναγίδη  οι Άγγλοι του  πρόσφεραν μια τσάντα με αρκετά χρήματα προκειμένου να προδώσει λέγοντας του να σκεφτεί την οικογένεια του και τα παιδιά του. Όμως τους  είπε ότι προτιμά τα παιδιά του να ζήσουν μια δύσκολη ζωή και να είναι περήφανα παρά να τον θεωρούν προδότη. Του υποσχέθηκαν ότι θα τον άφηναν ελεύθερο και θα γινόταν πλούσιος. Εκείνος εξαγριωμένος απέρριψε την πρόταση τους και όπως είπε στην αδελφή του που πήγε να τον επισκεφθεί:  “Αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν πως ο αγώνας μας δε γίνεται για το χρήμα αλλά για ένα άλλο σκοπό που εκείνοι δεν μπορούν να καταλάβουν ”

Ο Παναγίδης ήταν απόφοιτος μόνο  Δημοτικού αλλά η  η απάντηση που δίνει, δεν απέχει πολύ από εκείνην που έδωσε αργότερα  ο Κυριάκος  Μάτσης, ο γεωπόνος της ΕΟΚΑ, τότε που  ο Χάρτινγκ του πρότεινε- πρόσφερε χρήματα για να προδώσει τον αγώνα:

–  ” Ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα αλλά περί αρετής.

Ίδια απάντηση σε διαφορετική περίοδο από αγωνιστές της ΕΟΚΑ με το ίδιο αποτέλεσμα, το δρόμο προς την αθανασία. . Ο ένας , ο Παναγίδης βάδισε στην αγχόνη και  ο  άλλος ο Μάτσης έγινε ολοκαύτωμα στο κρησφύγετο του στο Δίκωμο το Νοέμβριο του 1958.

Οι Άγγλοι είχαν υποσχεθεί στον Παναγίδη ότι θα του επέτρεπαν να δει τα παιδιά του, να τ’ αγκαλιάσει και να τα φιλήσει την τελευταία μέρα. Όταν η οικογένεια πήγε να τον επισκεφθεί για τελευταία φορά η αγγλίδα δεσμοφύλακας απαγόρευσε την είσοδο των παιδιών στις φυλακές. Τότε η σύζυγος του Παναγίδη, Γιαννούλα, δεν άντεξε και αρπάζοντας το μικρότερο παιδί της από τα χέρια της Αγγλίδας το  έριξε στο χώμα και της επιτέθηκε. Την κτύπησε άγρια και κατάφερε να πάρει τα παιδιά της στον πατέρα τους. Δεν επέτρεψαν στον Παναγίδη να τ’ αγκαλιάσει, αλλά τουλάχιστον τον είδαν για τελευταία φορά.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τις τελευταίες στιγμές των ηρώων. Χόρευαν και τραγουδούσαν με όλη τους την ψυχή.

Ο πατέρας του Ανδρέα  Παναγίδη αυθόρμητα έβγαλε ένα μαντίλι για να χορέψει με το γιο του. Επειδή όμως δεν μπορούσε να πάρει το μαντίλι αφού  ο γιος του ήταν πίσω από τα κάγκελα  ακούμπησαν τα χέρια πάνω στο σύρμα της πόρτας και ξεκίνησαν να χορεύουν.

Ο γιος του Παναγίδη, ο μικρός Αριστείδης, τεσσάρων χρονών τότε,  κτυπούσε τα χέρια φωνάζοντας «όπα». Ο Ανδρέας Παναγίδης τότε φώναξε στο γιό του και του είπε: «χόρεψε γιε μου, χόρεψε για το μεγάλο ταξίδι που θα κάνει απόψε ο πατέρας σου».

Ο πατέρας του Α. Παναγίδη με δυνατή φωνή απήγγειλε το ποίημα:

«τι τιμή στο παλικάρι όταν πρώτο στη φωτιά

σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά»

και η μάνα του απάγγειλε το τσιαττιστό

«ήθελα να’ μουν νια, για να πάω πολεμήσω

και έτσι αιώνιον ζωή να την κληρονομήσω».

Έτσι αποχαιρέτησε  η  οικογένεια του τον Ανδρέα Παναγίδη

Τα χαράματα της Παρασκευής, 21 Σεπτεμβρίου 1956, οδηγήθηκε στην αγχόνη από το βρετανικό αποικιακό καθεστώς ο 22χρονος αγωνιστής της ΕΟΚΑ Ανδρέας Παναγίδης, μαζί με το φίλο του Μιχαήλ Κουτσόφτα και το Στέλιο Μαυρομμάτη ψάλλοντας τον Εθνικό ύμνο  και αφήνοντας στην γυναίκα και στα παιδιά του τους μια επιστολή – παρακαταθήκη με συγκινητικές  συμβουλές γιατί ήξερε γιατί πέθαινε . Κα ας ήταν απόφοιτος Δημοτικού σχολείου. Και ας ήταν τόσο νέος.

Η επιστολή που άφησε έγραφε:

«Αξιολάτρευτά μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, χαίρετε,

Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη 10 η ώρα, βράδυ. Ακριβώς πριν 3 λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.56 θα εκτελεστούμε. Ίσως όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα μου εγώ δεν θα υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς.

Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Κάποτε η μάνα σας και ο θείος σας θα σας αναπτύξουν γιατί εκτελέστηκα.

Σας εύχομαι αγαπημένα μου παιδιά να γινήτε καλοί χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι ότι σας αγάπησα τόσο θερμά με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε όπως το ονειρευόμουν.

Σας αφήνω ένα μεγάλο και τιμημένο όνομα. Παιδιά μου, ζήσετε ευτυχισμένα μαζί με την μητέρα σας και με όλους τους θείους σας και τους σεβαστούς σας παππούδες. Ελπίζω στον Πανάγαθο Θεό να σας αγαπούν με στοργή και θέρμη.

Κι εσύ πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά τόσο πολύ και για μένα, κι εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Και να σεβαστής και το δικό μου όνομα. Βλέπεις ότι η μοίρα θέλησε να μας πικράνη στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω ένα χαμόγελο γλυκό στολίζει τα χείλη μου και είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. Η ψυχή μου είναι γεμάτη από μια αληθινή χαρά γιατί είμαι περήφανος για σένα. Μη δώσης  καμμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. Σου ζητώ συγνώμη και συγχώρεση για ότι σου έφταιξα Γιαννούλα.

Και πριν κλείσω το γράμμα μου, σου ζητώ ως τελευταίαν επιθυμία, να αγαπάς όπως και πριν τους γονείς μου και τα αδέλφια μου και τους δικούς σου. Ακόμη, αν μπορείτε, να περνάτε πιο καλά. Είμαι βέβαιος, πως οι γονείς μας είναι καλοί.

Δώσε τους τελευταίους εγκάρδιούς μου χαιρετισμούς στους γονείς μας, στα αδέλφια μας, σ’ όλους τους συγγενείς και χωριανούς μας.

Έχετε γειά και για πάντα

αγαπημένες μου υπάρξεις».

Μπήκε στον αγώνα παρόλο που ήταν πατέρας και δε δίστασε να  αγωνιστεί και να πεθάνει για τη μεγάλη ιδέα. Ο  ήρωας – πατέρας  που άφησε  πίσω του μια σύζυγο και τρία παιδιά .  “Πεθαίνω μόνο για ένα σκοπό. Δεν θα δω την Κύπρον ελεύθερη, αλλά προσέφερα το αίμα μου για να την δουν οι νέες γενεές της Κύπρου ελεύθερη”.

Θυσιάστηκε στο βωμό για την ελευθερία της Κύπρου ,για χάρη των ιδανικών του, για χάρη της  πατρίδας,  για την Ελλάδα ………

Ο Ανδρέας Παναγίδης μαζί με Μιχαήλ Κουτσόφτα και το Στέλιο Μαυρομμάτη τα χαράματα της Παρασκευής, 21 Σεπτεμβρίου 1956, βάδισαν το δρόμο της αγχόνης.

Εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης,ο  έφηβος και τελευταίος απαγχονισθείς , χωρίς να γνωρίζει τη δική του μοίρα, έγραφε ένα ποίημα αφιερωμένο στους τρεις συναγωνιστές του,  το οποίο ονόμασε ” Το τελευταίο τρίο του απαγχονισμού “.

Ποτέ δε θα πεθάνουνε, όσοι πεθάναν σήμερα.

Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα

και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα

στο ελληνικό νησί.

Την επόμενη ημέρα έγραφε στη φίλη του Λύα Χατζηαδάμου για το περιστατικό: «είναι ένας εξάδελφός μου, ελπίζω να τον συναντήσω σύντομα».

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ήταν ο τελευταίος που απαγχονίστηκε έξι μήνες μετά.

 

 

Δράμα, 5  Ιουνίου  2019

Ζαχαρίας Κύζας

Παραλίμνι- Αμμοχώστου

ΚΥΠΡΟΣ