Διόνυσος, Γεννήτωρ
του Δραματικού Λόγου
Του Κ. Γ. Κ. Χατζόπουλου, Τ. Λυκειάρχη
Σε προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Η διαχρονικότητα της αμπέλου» υποσχέθηκα να κάνω μια ακόμη αναφορά στο θέμα, αφού η άμπελος, πέρα από την υλική προσφορά της προς τον άνθρωπο, υπήρξε και πηγή έμπνευσης για το πνεύμα, αφού το πλούτισε με την παραγωγή δημιουργημάτων στον χώρο της τέχνης, ιδιαίτερα από τη στιγμή, που αυτή τέθηκε κάτω από την προστασία του θεού Διόνυσου, που μολονότι δεν αξιώθηκε να ανεβεί στον Όλυμπο και να διευρύνει το Δωδεκάθεο, όμως αγαπήθηκε τόσο πολύ από τις λαϊκές μάζες, ώστε η λατρεία του να λάβει τεράστιες διαστάσεις.
Και οι τεράστιες αυτές διαστάσεις αποτυπώθηκαν στον χώρο του μύθου, του λόγου, της τέχνης, της θρησκευτικής πίστης και της καταγωγής του.
Ας πάρουμε λοιπόν μια μια αυτές τις αποτυπώσεις. Κι ας ξεκινήσουμε από την καταγωγή του. Μετά την επινόηση από τα λαϊκά στρώματα και την άμεση σύνδεσή του με την άμπελο, ξεκίνησε η αναβάθμισή του από τη γέννησή του ακόμη. Ο άνθρωπος του λαού για να δώσει βαρύτητα στον νέο θεό για τη σημαντική διατροφική του προσφορά έπλασε το μύθο του θεού με τη θεάνθρωπη καταγωγή. Παιδί του πατέρα των θεών και των ανθρώπων νεφεληγερέτη Δία, που έσμιξε με την ωραιοπλούμιστη Σεμέλη και κατ’ άλλους με την εξίσου πανωραία Αλκμήνη, εγκαταστάθηκε στις λαϊκές ψυχές χωρίς ν’ αφήσει αδιάφορους και τους γραμματιζούμενους και έτσι διηύρυνε τον κύκλο των ενασχολήσεών τους.
Ως θεότητα πλέον ο Διόνυσος είχε την τύχη να αποτυπωθεί, κυρίως, σε μάρμαρο η εικόνα του, βλοσυρή ή ήπια και στολισμένη την πλούσια κόμη του με το αγαπημένο του έγκαρπο φυτό.
Αλλά και στην κοπή των νομισμάτων δεν έμεινε απούσα η μορφή του. Επελέγη μάλιστα και το πανάκριβο μέταλλο, ο χρυσός, όπως αποδεικνύεται από τα σε μικρό αριθμό κοπέντα νομίσματα στην περιοχή μας.
Περιδιαβάζοντας τον χώρο της τέχνης, θα σταθούμε στη διακόσμηση κρατήρων ή αγγείων πηλίνων ή μεταλλικών, τα οποία, ανήκοντα στην ερυθρόμορφη αγγειογραφία, φιλοξένησαν με την όλη μεγαλοπρέπεια το θεό συνοδευόμενο από τους πιστούς ακολούθους του, τους Σατύρους και τις Μαινάδες. Δείγματα τέτοιων αγγείων μας χάρισε η Ηδωνίδα γη ή αία (Αισχύλος).
Στον τρόπο της χρήσης του ιερού του ποτού έπλασε τον παρομοιωτικό μύθο του πότη ανθρώπου, ο οποίος, όταν κάνει μετρημένη χρήση του μοιάζει με τον κόκορα, που ανεβαίνοντας σε υπερυψωμένο τόπο προβαίνει σε θριαμβευτικό λάλημα. Όταν όμως η χρήση του κρασιού υπερβαίνει το μέτρο, τότε μεταβάλλεται στο υπομονετικό τετράποδο, που εκβάλλει λάλημα αποκρουστικό. Και τέλος, όταν η χρήση του κρασιού ξεπερνά το μέτρο, τότε ακολουθεί συμπεριφορά απρεπή, μιμούμενος το μοχθηρό τετράποδο, που κυλιέται στη λάσπη.
Ένας τόσο αγαπητός στα λαϊκά στρώματα θεός ήταν επιβεβλημένο να του γίνει ανέγερση ευπρεπούς ευκτηρίου οίκου, στον σηκό του οποίου έπρεπε να προβάλλει σεβάσμιος ο ανδριάντας του θεού, όπου θα του προσφερόταν η αρμόζουσα ευλάβεια συγκείμενη από τις δέουσες ευχές και τις ενδεδειγμένες λατρευτικές κινήσεις. Η περιοχή μας δεν είναι άγευστη από τέτοιες εικόνες. Μαρτυρίες για ύπαρξη οίκων λατρείας του Διμήτορα θεού παρέχουν οι τυχαία διασωθείσες επιγραφές από την περιοχή μας όπως αυτή του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα ή των αρχών του 3ου π.Χ. αιώνα, κατά τη χρονολόγηση της Χ. Κουκούλη – Χρυσανθάκη, τ. Προϊσταμένης Εφορείας ΙΗ’ κλασικών και προϊστορικών αρχαιοτήτων. Διασώθηκε σε βάθρο λίθινο σε δεύτερη χρήση, που βρέθηκε στο ιστορικό κέντρο της πόλης μας, και συγκεκριμένα στην όχθη του ξηροχειμάρρου, που τη διασχίζει (επικεκαλυμμένος σήμερα). Βρίσκεται στο αρχαιολογικό μας μουσείο.
Στο βάθρο ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του θεού Διονύσου, το οποίο ήταν ανάθημα του ιερέα του θεού, όπως προκύπτει από τη μεγαλογράμματη επιγραφή (.. ΔΡΟΚΛΕΟΥΣ ΙΕΡΗΤΕΥΣΑΣ ΔΙΟΝΥΣΩΙ). (Λείπουν τα πρώτα γράμματα του ονόματος του αφιερωτού), χαραγμένη σε μια του πλευρά.
Το ότι πρέπει να αναζητηθεί ιερό του Διονύσου στο ιστορικό κέντρο της Δράμας διαφαίνεται από την ανέγερση του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας στον ίδιο χώρο. Ήταν σύνηθες φαινόμενο να ανεγείρει ο χριστιανισμός ναούς πλησίον παγανιστικών ιερών προς καταπολέμηση της ειδωλολατρίας.
Ανέγερση χριστιανικού ναού (παλαιοχριστιανικού) συντελέσθηκε κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, που αποκαλύφθηκε τυχαία από αναγκαστική ανασκαφή. Η ύπαρξη λοιπόν χριστιανικού ναού στην ίδια περιοχή με το αναζητούμενο ιερό του Διονύσου εύλογα ενισχύει την ανέγερση του τελευταίου.
Δυστυχώς η αναζήτηση για εντοπισμό διονυσιακού ιερού στο ιστορικό κέντρο, παρά την επιγραφική μαρτυρία ύπαρξής του είναι πολύ δυσχερής σήμερα λόγω της πυκνής δόμησης του χώρου και της ανέφικτης κατεδάφισης των υπαρχουσών οικοδομών. Νοερώς θα αρκούμεθα σ’ έναν τέτοιο ευσεβή πόθο. Και το μεν βάθρο διεσώθη, τι απέγινε όμως το φιλοξενούμενο άγαλμα; Χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό ή μετανάστευσε στην Εσπερία παρά τη θέλησή του; Πού είσαι Μακρυγιάννη!
Θα κλείσω με τη γένεση του θείου τραγικού λόγου, που οφείλεται στη λατρεία του Διονύσου, όταν αυτή σχηματοποιήθηκε αρκετά και άρχισε να παριστάνεται ερασιτεχνικά γύρω από τον βωμό του. Αυτή η εικόνα υπήρξε το ολόγερο σπέρμα, που εμφυτευμένο στο οξυδερκές πνεύμα του Θέσπη, κάρπισε δυναμικά και καλλιεργούμενο από νέα φωτεινά μυαλά μάς έδωσε μια από τις κορυφαίες προσφορές της ελληνικής διανόησης, που, μολονότι πέρασαν εκατοντάδες χρόνια από τότε, όχι μόνο δεν ξεθώριασε από τον παντοκαταλύτη χρόνο, αλλά εξακολουθεί να εμπνέει και να αναζωογονεί τον υψηλό λόγο, που δεν είναι άλλος από τη θεατρική δημιουργία.
Κλείνοντας, χωρίς τη διάθεση έκφρασης υπερβολικής, θα ήθελα να τολμήσω τη διατύπωση άποψης ότι οφείλουμε ευγνωμοσύνη στο θεό, που έπλασε και άνδρωσε ο λαϊκός νους, που με τη σειρά του μας έδωσε το κορυφαίο είδος του λόγου, το δράμα.