Από το Μουσείο Μπενάκη στο Σαντιρβάν
Ένα βιβλίο προς τιμήν του Κώστα
Αποστολίδη για σκεύη από κράμα
χαλκού της ύστερης αρχαιότητας
Μιλάνε στον «Π.Τ.» ο Επιστημονικός Δ/ντής του Μουσείου Μπενάκη κ. Μαγγίνης και ο Διευθυντής Ινστιτούτου Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής κ. Μάρκου
Του Θανάση Πολυμένη
ΜΕ ΠΛΗΘΟΣ κόσμου που παραβρέθηκε στην αίθουσα του πολιτιστικού χώρου της εταιρείας Raycap στο Σαντιρβάν το βράδυ της Πέμπτης 15 Μαΐου, το Μουσείο Μπενάκη παρουσίασε μια μοναδική αγγλόφωνη έκδοση με τίτλο: «Benaki Museum Late Antique Copper-Alloy Utensils METALLURGICAL AND CONSERVATION RESEARCH».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η έκδοση είναι αφιερωμένη στον αείμνηστο Κώστα Αποστολίδη, ιδρυτή και πρόεδρο της εταιρείας Raycap, και ο κ. Μαγγίνης εξήγησε παρακάτω τους λόγους.
Η παρουσίαση έγινε από τον Επιστημονικό Διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη κ. Γιώργο Μαγγίνη, ενώ εισηγήσεις είχαν ο Δρ. Χρήστος Μάρκου, Διευθυντής Ινστιτούτου Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής, Αντιπρόεδρος ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος” και η κα. Αναστασία Δρανδάκη, Αναπλ. Καθ. Βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ, Επιστημονική σύμβουλος Μουσείου Μπενάκη.
Στην παρουσίαση της έκδοσης παραβρέθηκε ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Δωρόθεος, η σύζυγος του Κώστα Αποστολίδη, κα. Πέννυ Αποστολίδη, η αντιδήμαρχος Κοινωνικών Υπηρεσιών κα. Τσακιρίδου, η πρόεδρος της Ένωσης Κυριών Δράμας κ. Τσιαμούρα, και άλλοι.
Μαγγίνης: Η κληρονομιά του Κώστα Αποστολίδη
Σε δηλώσεις του στον «Π.Τ.», ο κ. Μαγγίνης αναφέρθηκε αρχικά στον Κώστα Αποστολίδη λέγοντας: «Όταν χάσαμε τον Κώστα Αποστολίδη, σκεφτήκαμε ότι θα πρέπει να κάνει κάτι το Μουσείο που να αρμόζει και να ταιριάζει και στον άνθρωπο. Το να συνεχίσουμε την κληρονομιά του βέβαια και το έργο που αυτός οραματίστηκε για το Σαντιρβάν, είναι ένα πράγμα, αλλά να κάνει και κάτι πιο ιδιαίτερο, πιο ειδικό, για εκείνον».
Όπως εξήγησε ο κ. Μαγγίνης, «ο Κώστας Αποστολίδης δούλευε με μέταλλα. Αυτό ήταν η εταιρεία που έφτιαξε, η Raycap, μια εταιρεία που εργάζεται με μέταλλα. Μάλιστα ο ίδιος είχε ασχοληθεί πολύ νωρίς στη ζωή του και με κράματα χαλκού. Δηλαδή ήταν ένα από τα πράγματα που είχε και επιστημονική εξειδίκευση. Οπότε συνέβη, η Αναστασία Δρανδάκη, που είχε επιμεληθεί και την έκθεση που τελείωσε πριν από λίγες εβδομάδες με τις εικόνες, να έχει μελετήσει επί πολλά χρόνια και ως ιστορικός τέχνης, αλλά και μαζί με το τμήμα συντήρησης του Μουσείου, μεταλλικά αντικείμενα από τον 4ο μέχρι τον 8ο αιώνα, της περιόδου που αποκαλούμε ύστερη αρχαιότητα. Ως αντικείμενα δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικά ως έργα τέχνης, αλλά έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον λόγω της τεχνολογίας κατασκευής τους και λόγω επίσης των ιχνών χρήσης και της μεταγενέστερης τους ζωής».
Τόνισε ακόμα ο κ. Μαγγίνης, ότι «τα μεταλλικά αντικείμενα έχουν πολλαπλές ζωές. Μπορείς να τα φτιάξεις, μπορείς να τα μπαλώσεις, μπορείς να τους αλλάξεις χρήση. Δεν είναι κεραμικό που αν σπάσει, έσπασε. Το μεταλλικό είναι κορακοζώητο πράγμα. Οπότε υπήρχε ένας όγκος γνώσης επάνω σε αυτά. Σκεφτήκαμε ότι αυτός ο όγκος γνώσης θα μπορούσε να συγκεντρωθεί σε μια σειρά μελετών, σε ένα βιβλίο, σε μια οργανωμένη επιστημονική έρευνα, η οποία θα εστίαζε ακριβώς σε αυτά τα μεταλλικά αντικείμενα της ύστερης αρχαιότητας και σε όλα τα πράγματα που έχουμε μάθει από την επιστημονική τους ανάλυση. Όλα αυτά τα αντικείμενα είναι από κράματα χαλκού. Οπότε ταίριαζε πάρα πολύ».
Ερωτώμενος για ποιο λόγο η έκδοση είναι στην αγγλική γλώσσα, επισημαίνει: «Ο λόγος είναι πάρα πολύ απλός. Ένα τέτοιο βιβλίο έχει διεθνή σημασία. Δεν έχει γίνει καμία τέτοια έρευνα ποτέ σε τόσο μεγάλο εύρος και τόσο φιλόδοξη. Οπότε κοντολογίς, η επιστημονική κοινότητα ενδιαφέρεται να το διαβάσει και από την Αμερική έως την Κίνα. Είναι πάρα πολύ λίγες οι μελέτες που συνδυάζουν όχι μόνο την αμιγώς επιστημονική μελέτη επάνω στο υλικό, αλλά και τη γνώση του ιστορικού της τέχνης και του αρχαιολόγου επάνω στη χρήση του υλικού και τη μετέπειτα βιογραφία του. Και αυτό έγινε σε πολλά στάδια, δεν ήταν κάποιος που παρήγγειλε κάποιες αναλύσεις, τις πήρε και έβγαλε κάποια συμπεράσματα. Εδώ υπήρχε ένας διαρκής διάλογος ανάμεσα στον θετικό επιστήμονα, τον συντηρητή, αυτόν που έκανε τις αναλύσεις, και στον αρχαιολόγο, τον επιστήμονα των ανθρωπιστικών σπουδών. Αυτή ακριβώς η συνέργεια ανάμεσα στους δύο κάνει το βιβλίο μοναδικό, κάνει αυτή την έκδοση ιδιαίτερα πολύτιμη».
Καταλήγοντας ο ίδιος, τονίζει χαρακτηριστικά: «Θεωρούμε ότι είναι η αρμόζουσα τιμή που μπορούσαμε να αποδώσουμε στον Κώστα Αποστολίδη. Το κάναμε μάλιστα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Δηλαδή έγινε ένα χρόνο και κάτι από τον θάνατό του. Αυτό είναι για επιστημονικούς χρόνους πάρα πολύ σύντομο, αλλά πραγματικά όπως και εκείνος, όταν ήθελε κάτι, το έκανε και το έκανε αμέσως, έτσι θέλαμε και εμείς να το κάνουμε τώρα».
Μάρκου: «Ένα μεγάλο στοίχημα για τους μελετητές»
Σε δηλώσεις του στον «Π.Τ.» ο κ. Χρήστος Μάρκου, Διευθυντής του Ινστιτούτου Πυρηνικής και Σωματιδιακής Φυσικής στον «Δημόκριτο» και Αντιπρόεδρος του «Δημόκριτου», αναφέρεται στο βιβλίο και επισημαίνει:
«Είναι ένα βιβλίο, το οποίο περιγράφει μια πολύχρονη μελέτη από συντηρητές του Μουσείου Μπενάκη και συνεργαζόμενους ερευνητές του δικού μου Ινστιτούτου στον “Δημόκριτο” και άλλων πανεπιστημιακών από το πανεπιστήμιο της Δυτικής Αττικής. Η μελέτη εξετάζει ένα πολύ χαρακτηριστικό, πολύ ιδιαίτερο σύνολο από σκεύη του Μουσείου Μπενάκη καθημερινής ζωής. Όχι τα πολύ περίπλοκα και εντυπωσιακά εκθέματα, τα οποία έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στα μουσεία, αλλά πραγματικά έργα καθημερινής ζωής από την Αίγυπτο, στην περίοδο από τον 4ο μέχρι τον 8ο αιώνα».
Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά, «αυτά τα αντικείμενα είχαν αποκτηθεί από τον Μπενάκη, τον ιδρυτή του Μουσείου, σε αγορές της Αιγύπτου, που σημαίνει ότι αυτά στερούνται του αρχαιολογικού υποβάθρου. Δεν ξέρουμε από πού προέρχονται. Οπότε ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για τους μελετητές να βρουν πώς έχουν φτιαχτεί αυτά, με ποιον τρόπο, ποια είναι η τεχνολογία της κατασκευής τους, τα υλικά, που ήταν επίσης ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της μελέτης, και πώς στη διάρκεια του χρόνου, από τότε μέχρι σήμερα, αυτά έχουν φθαρεί ή διαβρωθεί, χαλάσει ας πούμε, τόσο από τον καιρό, όσο από τη χρήση, όσο και από άλλες επεμβάσεις αισθητικές, οι οποίες έγιναν κυρίως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, και η αποκατάστασή τους, η συντήρησή τους. Οπότε είναι μια εξαιρετικά σημαντική μελέτη, γιατί δίνει στοιχεία, δίνει γνώση, για κομμάτια της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων».