Μιλάει στον «Π.Τ.» η δ/ντρια Ερευνών του διαΝΕΟσις κα. Φαίη Μακαντάση
«Μέχρι το 2050 πρέπει να ενσωματωθούν
στην Ελλάδα 750.000 κυρίως Έλληνες μετανάστες»
«Το δημογραφικό δεν επιλύεται, γιατί θα έπρεπε να πάρουμε μέτρα 30 χρόνια πριν»
Του Θανάση Πολυμένη
ΟΣΟΙ παρακολούθησαν το περασμένο Σάββατο 17 Μαΐου, την ημερίδα για το δημογραφικό ζήτημα, σίγουρα αποκόμισαν αρκετές γνώσεις γύρω από το ζήτημα. Ένα από τα σπουδαιότερα συμπεράσματα που βγήκαν, είναι ότι η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή, το αντίθετο θα έλεγε κανείς.
Ειδικότερα για τη Δράμα, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά, και όπως είπε μιλώντας στον «Π.Τ.» ο καθηγητής Δημογραφίας κ. Ζαφείρης, «ο πληθυσμός της Δράμας θα μειωθεί, όσα μέτρα και αν παρθούν». Και ως μοναδική λύση, σημείωσε ότι αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, μόνο αν μετεγκατασταθεί στη Δράμα πληθυσμός από άλλα μέρη της Ελλάδας ή και από το εξωτερικό, με την επαναπατρισμό μεταναστών! (σ.σ. Ο κ. Ζαφείρης μιλάει μόνο για Έλληνες και όχι αλλοδαπούς).
Στη συγκεκριμένη ημερίδα παραβρέθηκε και μίλησε επίσης η διευθύντρια Ερευνών του ερευνητικού Οργανισμού διαΝΕΟσις κα. Φαίη Μακαντάση, με θέμα: «Η σιωπηλή συρρίκνωση: Η Ελλάδα απέναντι στο δημογραφικό της μέλλον».
Η κα. Μακαντάση, ευγενώς δέχθηκε να μιλήσει στον «Π.Τ.», όπου ανέφερε σημαντικά στοιχεία, επισημαίνοντας αρχικά ότι στη διαΝΕΟσις «προσπαθούμε με εμπεριστατωμένα στοιχεία, αλλά παράλληλα και με μια εκλαΐκευση όλων αυτών των επιστημονικών ευρημάτων να τα βάζουμε στον δημόσιο διάλογο, προσπαθώντας μέσω των μελετών, οι οποίες καταλήγουν σε προτάσεις πολιτικής, να επηρεάζουμε τους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής» αναφέροντας ως παράδειγμα τις νταντάδες της γειτονιάς.
Βραδυφλεγής βόμβα
Χαρακτηριστικά ανέφερε η κα. Μακαντάση, ότι, «το δημογραφικό αποτελεί πλέον μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, γιατί έχει πάρα πολλές προεκτάσεις. Από τα γεωπολιτικά, την ασφάλεια, την άμυνα, τις εκπαιδευτικές πολιτικές, πόσα σχολεία να φτιάξεις, πόσους δασκάλους θα πρέπει να απασχολήσεις, όταν ξέρεις ότι θα μειωθεί μέχρι το 2050 ο σχολικός πληθυσμός ηλικίας 15 με 19, που αφορά και τις δύο βαθμίδες εκπαίδευσης, κατά 25%».
Ερωτώμενη αν το δημογραφικό ζήτημα μπορεί να επιλυθεί, τόνισε ότι «δεν επιλύεται, γιατί θα έπρεπε να πάρουμε μέτρα 30 χρόνια πριν. Αν κοιτάξει κανείς και τον διαγενεακό δείκτη γονιμότητας, θα δει ότι από τη γενιά του 1960 έχει ξεκινήσει μια απρόσκοπτη μείωση των γεννήσεων, που είναι η μία δημογραφική συνιστώσα.
Η άλλη είναι οι θάνατοι και η μετανάστευση. Οπότε θα δει ότι δεν ευθύνονται οι νέες γενιές που δεν γεννάνε. Είμαστε κάτω από τη γενιά του ’60. Κάτω από τα 2,1 παιδιά που είναι ο κρίσιμος αριθμός, είναι το όριο αναπλήρωσης των γενιών. 2,1 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας. Τα τελευταία χρόνια, την τελευταία δεκαετία είμαστε και κάτω από την ακραία χαμηλή γονιμότητα. Το 1,3 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, σημαίνει ότι ο πληθυσμός μιας χώρας μειώνεται στο μισό, αν δεν αλλάξει το προσδόκιμο ζωής και η μετανάστευση».
Ορόσημο το 2050 και η ενσωμάτων μεταναστών!
Ιδιαίτερα στάθηκε η κα. Μακαντάση σε ένα έτος ορόσημο, το 2050 λέγοντας ότι, «όλες οι δημογραφικές προβολές για το 2050 δείχνουν ότι στο αισιόδοξο σενάριο ο πληθυσμός στην Ελλάδα θα είναι 10 εκατομμύρια. Δηλαδή σίγουρα θα είμαστε λιγότεροι!
Πώς μπορούμε να είμαστε αυτά τα 10 εκατομμύρια; Πάμε στην άλλη δημογραφική συνιστώσα που είναι η μετανάστευση. Αν το δει κανείς από το 2015 μέχρι το 2050, θα πρέπει να ενσωματώσουμε 750.000 μετανάστες. Αυτό σημαίνει 30.000 μετανάστες τον χρόνο. Όταν εννοούμε μετανάστευση, δεν λέμε μόνο τους αλλοδαπούς. Φυσικά και κυρίως λέμε και για τους Έλληνες που έφυγαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, που σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT είναι στους 650.000 και λένε ότι έχουν επιστρέψει λίγο πάνω από το 1/3».
Μακροπρόθεσμη απόδοση
Ερωτώμενη για το αν η κατάσταση αυτή μπορεί να αλλάξει, η ίδια επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Ό,τι μέτρα πάρουμε τώρα, θα έχουν απόδοση τουλάχιστον μεσομακροπρόθεσμα. Για παράδειγμα, τις γεννήσεις δεν μπορούμε να τις επηρεάσουμε. Για να πάμε από το 1,3 στο 2,1 δεν γίνεται. Κατ’ αρχήν όλη η Ευρώπη είναι κάτω από το 2,1.
Καλύτερα βέβαια τα πηγαίνουν η Σουηδία και η Γαλλία. Είναι στο 1,9 και 1,8 περίπου. Προφανώς η επιδοματική πολιτική, τύπου να δώσω 2.000 για τη γέννα ενός παιδιού, δεν παίζει κανένα ρόλο. Ένα πλέγμα όμως διευκολύνσεων και επιδοματικών πολιτικών προφανώς χρειάζεται, αλλά το κύριο και αυτό που έχει παρατηρηθεί με βάση τις σύγχρονες τάσεις στην οικογενειακή πολιτική, είναι η σκανδιναβοποίηση, για αυτό είπα για τη Σουηδία».
Όπως εξηγεί, «αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται γενναιόδωρες άδειες και στους δύο γονείς, με ευέλικτες μορφές εργασίας και το πιο σημαντικό είναι η επένδυση στην προσχολική αγωγή, σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, οι οποίοι δεν θα είναι απλά να πάμε να “παρκάρουμε” το παιδιά μας, αλλά επειδή χτίζονται οι δεξιότητες από την προσχολική αγωγή, τις οποίες ψάχνουμε, γιατί είμαστε και οι προτελευταίοι στον ευρωπαϊκό δείκτη δεξιοτήτων ως χώρα. Τις ψάχνουμε εννοώ στο ενήλικο εργατικό μας δυναμικό.
Άρα είναι πολύ σημαντικό να επενδύσει κανείς στην προσχολική αγωγή στην Ελλάδα. Δηλαδή στα παιδιά ηλικίας 0-4. Επίσης η άλλη τάση, εκτός από τη σκανδιναβοποίηση, είναι το τέλος του ματερναλισμού. Σημαίνει ότι χρειάζεται η ενεργή συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή των παιδιών, γιατί –και ως χώρα το έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη- όπως δείχνουν όλοι οι δείκτες το εργατικό δυναμικό μας συρρικνώνεται».
Αύξηση παραγωγικότητας
Τονίζει ακόμα στο σημείο αυτό, ότι «αν δεν αυξήσουμε την παραγωγικότητα – οπότε να χρειαζόμαστε λιγότερα εργατικά χέρια και αυτό μας το δίνει η καινοτομία και η τεχνολογική ανάπτυξη – αυτό σημαίνει πρακτικά ότι πρέπει να διευρύνουμε τη δεξαμενή αυτού του εργατικού δυναμικού.
Επειδή είμαστε δύο θέσεις πριν το τέλος στη συμμετοχή γυναικών στην αγορά εργασίας, πρέπει να ενισχυθεί η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και είναι μύθος ότι όταν η γυναίκα εργάζεται, δεν κάνει παιδιά. Έχουν μειωθεί οι γεννήσεις κυρίως –και το βλέπουμε σε όλο τον σύγχρονο δυτικό κόσμο- επειδή έχει αλλάξει το πρότυπο ζωής μας. Δηλαδή το πολιτιστικό πρότυπο ζωής.
Το παιδί πια είναι για να κάνει τσεκ στη λίστα της αυτοπραγμάτωσης. Παλιά χρειαζόταν για να υπάρχουν εργατικά χέρια στα χωράφια. Έχει αλλάξει τελείως αυτό το πολιτισμικό και το κοινωνικό μοντέλο και το βλέπουμε. Δεν είναι μόνο ότι δεν κάνουν παιδιά οι γυναίκες που εργάζονται και έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση ή ένα υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, αλλά και γυναίκες που μπορεί να έχουν δουλειές όπως σε σουπερ μάρκετ ή πωλήτριες».
Εξίσωση τριτέκνων με πολύτεκνους
Ερωτώμενη αν τα οικονομικά κίνητρα είναι ένα πρόβλημα στη αύξηση των γεννήσεων, η κα. Μακαντάση, μας λέει ότι, «το οικονομικό πάντα το δείχνουν και οι έρευνες που κάνουμε στον οργανισμό. Το 80% λέει λόγω οικονομικών δυσκολιών. Αυτό προτάσσουν ως πρώτο. Αλλά νομίζω είναι μια επικάλυψη των πραγμάτων, γιατί και τα οικονομικά κίνητρα που μπορεί να βοηθήσουν σε αυτό, φαίνεται να μην κάνουν ανάσχεση όλης αυτής της τάσης. Δηλαδή, έχουν μεν θετική συσχέτιση, αλλά έχουν οριακή θετική συσχέτιση. Τα οικονομικά προβλήματα είναι ένα ζήτημα.
Επίσης, ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό της στέγασης που έχουν οι νέοι και το δηλώνουν σε αυτές τις έρευνες σε προτεραιότητα ως μεγάλο πρόβλημα. Αν κοιτάξει κανείς τον δείκτη τιμών διαμερισμάτων, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει αυξηθεί κατά 35% από το 2018 μέχρι σήμερα. Επίσης το 36% των νοικοκυριών στη χώρα είναι υπερφορτωμένα από το στεγαστικό δάνειο. Οπότε σίγουρα είναι ένα ζήτημα και το οικονομικό, αλλά κατά την άποψή μου είναι ότι έχει αλλάξει το πολιτιστικό μοντέλο ζωής. Δύσκολα μας βλέπω να επανέλθουμε και να κάνουμε τρία παιδιά».
Καταληκτικά επισημαίνει η ίδια: «Ακράδαντα πιστεύω και ως οικονομολόγος – και εμείς προσπαθούμε να πούμε ότι πρέπει να γίνει αυτή η άσκηση οικονομικής πολιτικής στη χώρα – ότι οι τρίτεκνοι θα πρέπει να εξισωθούν με τους πολύτεκνους. Όταν τα υπερπλεονάσματα πηγαίνουν στις συντάξεις, που δεν λέω, όλοι χρειάζονται και η κάθε ομάδα προσπαθεί να διεκδικήσει, αντί να δοθούν ως παροχές στους τρίτεκνους για να εξισωθούν με τους πολύτεκνους και να είναι όντως μια λύση στο Δημογραφικό. Για να το ενισχύσεις. Από το 1,3 ας πάμε στο 1,8 που έχουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες».