Home > Αρθρα > Ο ρόλος της τεχνολογίας στη διάγνωση και θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη Άρθρο του Dr. Γρηγόριου Χρηστίδη, Ενδοκρινολόγου*

Ο ρόλος της τεχνολογίας στη διάγνωση και θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη Άρθρο του Dr. Γρηγόριου Χρηστίδη, Ενδοκρινολόγου*

Ο ρόλος της τεχνολογίας στη διάγνωση

και θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη

 

Άρθρο του Dr. Γρηγόριου

Χρηστίδη, Ενδοκρινολόγου*

Η χρήση της τεχνολογίας έχει βελτιώσει αισθητά την ποιότητα θεραπείας των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη κατά τα τελευταία 20 χρόνια, διευκολύνοντας την επίτευξη θεραπευτικών στόχων και μειώνοντας την πιθανότητα παρενεργειών.

Μία από τις πιο σημαντικές καινοτομίες είναι τα συστήματα συνεχούς παρακολούθησης γλυκόζης (τα λεγόμενα CGM).  Αυτά τα συστήματα χρησιμοποιούν φορητούς αισθητήρες σώματος που μετρούν σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως 1-15 λεπτά) τα επίπεδα σακχάρου.

Σε αντίθεση με τους συμβατικούς μετρητές που μετρούν τη γλυκόζη στο αίμα των τριχοειδών αγγείων των δακτύλων, τα CGM καταγράφουν μετρήσεις της γλυκόζης στο μεσοκυττάριο υγρό χρησιμοποιώντας βιοχημικές αντιδράσεις, τις οποίες στη συνέχεια ένα λογισμικό καταγράφει σαν μια τιμή σακχάρου. Αυτές οι διαφορές στη μεθοδολογία μέτρησης οδηγούν αναπόφευκτα σε μικροδιαφοροποιήσεις στις τιμές ανάμεσα στους συμβατικούς μετρητές και τα CGM. Αυτές οι διαφορές αξιολογούνται ιατρικά, μπορεί να επιδεινώνονται από διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν τις βιοχημικές αντιδράσεις, όπως η λήψη αλκοόλ ή συμπληρωμάτων διατροφής, όπως η βιταμίνη C, και γενικά μειώνονται όσο βελτιώνεται η τεχνολογία των συστημάτων συνεχούς καταγραφής. Οι ασθενείς έχουν άμεση πρόσβαση στις μετρήσεις μέσω εφαρμογών στο κινητό τους τηλέφωνο, κάτι που επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων σε πραγματικό χρόνο. Ιδιαίτερη βοήθεια προσφέρει το γεγονός ότι πρόσβαση στα δεδομένα μέτρησης μπορεί να έχει σε ουσιαστικά πραγματικό χρόνο και ο θεράπων ιατρός, γεγονός που αυξάνει την ταχύτητα και την ακρίβεια λήψης θεραπευτικών αποφάσεων (ρύθμιση δοσολογίας κυρίως της ινσουλίνης, αλλαγές στο διατροφικό μοντέλο, προσαρμογή της θεραπείας κατά τη διάρκεια του ύπνου, της άσκησης ή σε στρεσογόνες καταστάσεις). Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η ύπαρξη ηχητικών συναγερμών σε περίτωση σημαντικής μείωσης ή αύξησης των τιμών σακχάρου, οι οποίοι άμεσα ειδοποιούν τον ασθενή για την αναγκαιότητα προσαρμογής της θεραπέιας ή λήψης μέτρων.

Οι αντλίες ινσουλίνης είναι προγραμματιζόμενες ηλεκτρονικές συσκευές, μεγέθους μικρότερου από ένα κινητό τηλέφωνο, που μέσω ενός καθετήρα εγχέουν συνεχόμενα ινσουλίνη στον υποδόριο ιστό. Οι σύγχρονες αντλίες έχουν τη δυνατότητα ασύρματης σύνδεσης με ένα σύστημα συνεχούς παρακολούθησης και με τον τρόπο αυτό προσαρμόζουν (αυτόματα) συνεχώς την ταχύτητα και ποσότητα της χορηγούμενης ινσουλίνης, ανάλογα με το επίπεδο γλυκόζης που ανιχνεύεται. Αυτό προσφέρει προστασία από υπογλυκαιμίες, καθώς όταν ανιχνεύεται τάση μείωσης της γλυκόζης, ο ρυθμός χορήγησης ινσουλίνης μειώνεται ανάλογα (η αντλία μπορεί και να απενεργοποιηθεί αυτόματα για κάποιο χρονικό διάστημα, έως ότου το σάκχαρο του αίματος σταθεροποιηθεί) καθώς και από υπεργλυκαιμικά επεισόδια, λόγω της πολύ γρήγορης αύξησης στο ρυθμό χορήγησης ινσουλίνης όταν ανιχνεύεται αύξηση σακχάρου πέρα από κάποιες προκαθορισμένες τιμές. Πέρα από την ταχύτητα προσαρμογής στη δοσολογία της ινσουλίνης οι αντλίες προσφέρουν και πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια στη χορήγηση ινσουλίνης – με τις συμβατικές πένες ή σύριγγες ινσουλίνης η δόση μπορεί να αυξομειώνεται κατά 0,5-1 μονάδα, ενώ με τις αντλίες η αυξομείωση μπορεί να είναι της τάξης των 0,01-0,05 μονάδων ινσουλίνης.

Οι αντλίες ινσουλίνης και τα CGM είναι ιδιαίτερα χρήσιμα σε περιπτώσεις ασθενών με διαβήτη, οι οποίοι παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις στις τιμές της γλυκόζης (πρόκειται κυρίως για ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 και διαβήτη κυήσεως – σε αυτές τις περιπτώσεις το κόστος της θεραπείας καλύπτεται από τα ασφαλισιτικά ταμεία). Όλο και περισσότερες έρευνες παρέχουν ενδείξεις ότι η χρήση των συστημάτων τεχνολογίας και σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 οδηγεί σε καλύτερη ρύθμιση, μείωση των επιπλοκών, μείωση των επεισοδίων απορρύθμισης που χρήζουν νοσοκομειακής περίθαλψης και βελτιωμένη πρόγνωση. Ήδη τα περισσότερα ασφαλιστικά ταμεία και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη κινούνται προς την κατεύθυνση ανάληψης του κόστους θεραπείας και σε αυτή την ομάδα ασθενών.

Σε συνεργασία με τα παραπάνω συστήματα η τεχνητή νοημοσύνη αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση του διαβήτη. Μέσω προηγμένων αλγορίθμων, μπορεί να προβλέψει υπογλυκαιμικά και υπεργλυκαιμικά επεισόδια, προσφέροντας στρατηγικές πρόληψης. Εν ολίγοις αναπτύσσονται λογισμικά, τα οποία αναλύουν δεδομένα της συνεχούς καταγραφής γλυκόζης από τα CGM, ποσοτικοποιώντας την πιθανότητα να συμβεί ένα σοβαρό επεισόδιο που θα χρήζει ιατρικής αντιμετώπισης και ειδοποιώντας ανάλογα τον ασθενή και τον γιατρό. Σε επίπεδο διάγνωσης δοκιμάζονται διαγνωστικοί αλγόριθμοι, οι οποίοι αναλύοντας δεδομένα από ιατρικά αρχεία ασθενών προβλέπουν την πιθανότητα ανάπτυξης διαβήτη, με στόχο την πιο εντατική παρακολούθηση των πληθυσμών υψηλού ρίσκου και την έγκαιρη διάγνωση. Πολύ εντατική έρευνα λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια της έγκαιρης διάγνωσης της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, μιας δυνητικά πολύ σοβαρής οφθαλμοπάθειας, η διάγνωση της οποίας φαίνεται να γίνεται πιο έγκαιρα και αποτελεσματικά όταν οι εικόνες της βυθοσκόπησης (της απεικόνισης δηλαδή του αμφιβληστροειδούς και του οπισθίου τμήματος του οφθαλμού) αξιολογούνται μαζί με τον οφθαλμίατρο και από ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης (deep learning).

Η χρήση τεχνολογικών συστημάτων στη διαχείριση του σακχαρώδους διαβήτη δεν είναι χωρίς προκλήσεις. Το κόστος των τεχνολογιών επιβαρύνει σημαντικά το σύστημα υγείας, αν και φαίνεται ότι τα οικονομικά οφέλη από τη μείωση των επιπλοκών του διαβήτη και τα έξοδα θεραπείας και νοσηλείας που αυτά απαιτούν, τελικά υπερτερούν. Επιπλέον, αρκετοί γιατροί και ασθενείς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποδοχή και υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών, καθώς συνεπάγεται αρχικά χρόνο και κόπο που πρέπει να αφιερωθούν στην εκμάθηση και ρύθμιση των συστημάτων. Οι αρχικές ρυθμίσεις μιας αντλίας είναι περίπλοκες και απαιτούν εντατική συνεργασία γιατρού-ασθενούς και τεχνικών, ενώ οι ρυθμίσεις χρειάζονται προσαρμογή σε περιπτώσεις όπως ταξίδια, αλλαγές στη φυσική δραστηριότητα ή άλλες αλλαγές στις συνθήκες ζωής. Δερματικές αντιδράσεις από αισθητήρες ή αντλίες μπορούν να δημιουργήσουν επιπλοκές, ιδιαίτερα εάν δεν αναγνωριστούν και αντιμετωπιστούν έγκαιρα. Επίσης, οι ασθενείς και οι γιατροί πρέπει να είναι σε συνεχή ετοιμότητα για απρόβλεπτους παράγοντες, όπως η επίδραση διατροφικών παραγόντων στην ακρίβεια των μετρήσεων, πιθανά τεχνικά σφάλματα ή ακόμα κενά στην ψηφιακή ασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων. Αυτοί οι παράγοντες καθιστούν σαφές ότι η τεχνολογία στη διαχείριση του διαβήτη απαιτεί συνεχή προσεκτική παρακολούθηση και υποστήριξη. Εάν όμως αξιοποιηθεί σωστά, αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο εξατομικευμένης ιατρικής ακριβείας (precision medicine) που βελτιώνει τη ζωή των ασθενών και αυξάνει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.

* Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Saarland Γερμανίας_Ιατρείο Ενδοκρινολογίας-Διαβήτη-Μεταβολισμού_Κ. Παλαιολόγου 22, Δράμα