Home > νέα > ΟΙ Τόποι του ολέθρου Το Δοξάτο απ εδώ επερασεν ο Βούλγαρος Τρομακτικα ενσταντανε

ΟΙ Τόποι του ολέθρου Το Δοξάτο απ εδώ επερασεν ο Βούλγαρος Τρομακτικα ενσταντανε

ΟΙ Τόποι του ολέθρου

Το Δοξάτο απ εδώ επερασεν ο Βούλγαρος

Τρομακτικα ενσταντανε

  

  Έρευνα –επιμέλεια Ιωάννης Στ. Σταυρίδης

 1η Ιουλίου 1913. Ο λαός της Δράμας υποδέχεται τα στρατευμένα παλληκάρια της Ελλάδας, που με την γενναιότητά τους, ανάγκασαν τα εκ Βορρά ανθρωπόμορφα κτήνη να το βάλουν στα πόδια. Τρέχουν και δεν προλαβαίνουν, οι Βούλγαροι, που τόλμησαν να πιστέψουν πως η Ανατολική Μακεδονία θα μπορούσε να υποταχθεί στις ορέξεις του Κρούμου.

Όμως την χαρά των Δραμηνών, την έχει σκιάσει το βαρύ πένθος στο Δοξάτο.

Τα κτήνη την προηγούμενη μέρα, πριν βάλουν την ουρά τους στα σκέλια, σκότωσαν, βίασαν αιματοκύλισαν το Δοξάτο. Χιλιάδες Έλληνες  βρήκαν φρικτό θάνατο.

Η εικόνα απερίγραπτη. Ο Ελληνικός και ξένος τύπος περιγράφει με τα πιο μελανά γράμματα την απάνθρωπη εικόνα που οι δημοσιογράφοι συναντούν.  

Με τον τίτλο «ΤΟ ΔΟΞΑΤΟ. ΑΠ΄ ΕΔΩ ΕΠΕΡΑΣΕΝ Ο ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ»  ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΚΑΙΡΟΙ» γράφει στις 13 Ιουλίου του 1913:

«Τι είνε αυτό το Δοξάτο Σεβασμιώτατε; Ηρώτησα τον Μακεδόνα Μητροπολίτη, ο οποίος έτρωγε παραπλέυρως μου εις την αίθουσαν του ξενοδοχείου όταν έφθασεν η τρομερά είδησις της σφαγής του Δοξάτου.

  • Τώρα δεν είνε τίποτε πλέον, απήντησεν θλιβερώς ο αξιωματικός της εκκλησίας. Πριν ήτο μια από τας ακροπόλεις της εκκλησίας και του Έθνους. Ελληνικόν από την μιαν άκραν ως την άλλην. Υπό έποψιν φυσικής τοποθεσίας και πλούτου ήτο η Κηφησία της Μακεδονίας.

Ο δημόσιος δρόμος από την Δράμαν εις την Καβάλλαν περνά δια γραφικών τοπείων, το οποία δεν έχουν τέλος. Λόφοι μικροί και απαλοί, έπειτα μια μικρή κοιλάς αριστερά, την οποίαν σχίζει ένας μικρός χείμαρρος φέρων το όνομα του Δοξάτου, κατόπιν η πεδιάς ανοικτή, χρυσίζουσα με εκείνο το ιδιαίτερον χρώμα του τριμμένου παλαιού χρυσού το οποίον δίδει εις την γην η καπνοφυτεία και το οποίον είνε τόσον διαφορετικόν από το χρυσάφι που αφήνουν εις την γην τα μικρά καλάμια των θερισμένων δημητριακών.

Αποτρόπαιοι κομιτατζήδες της Καβάλας κρατούντες βόμβας. Είνε το σώμα του αρχικομιτατζή Τσαβτάρωφ, όστις μετέσχε των θηριωδών σφαγών του Δοξάτου. Τινές τούτων εξωντώθησαν ήδη, άλλοι δε συλληφθέντες υπό του στρατού μας παραθερίζουσιν εις Παλαμήδιον.

Εις μιαν άκραν της πεδιάδος το μονότονον αυτό χρυσάφι διακόπτει κάποια γαλανότης. Είναι μια λίμνη – αυτήν την στιγμήν δεν βρίσκω το όνομά της εις την μνήμην μου – της οποίας το έντονον κυανούν της χρώμα, την παρομοιάζει προς μεγάλην ακανόνιστον τουρκουάζ, δεμένην εις παλαιόν δαχτυλίδι.

Εις κάθε καμπήν του δρόμου εξορμά δροσερός άνεμος. Είνε μπάτης από το Αιγαίον πλανώμενος ως εκεί επάνω αφού πρώτα δροσίση τον ωραίον κόλπον της Καβάλλας.

Εις μια ώραν απόστασιν από το Δοξάτο ο άνεμος υτός φέρνει μιαν δυσάρεστον οσμήν, εις τα φτερά του. Όταν πλησιάζει κανείς το τραγικό χωριό η οσμή γίνεται εντονωτέρα. Και διακρίνεται καλλίτερα. Είνε μίγμα οσμής πτωμάτων και καμμένων ξύλων.

Εις το αριστερόν   του δρόμου, απλώνεται το χωριό. Ο χαρακτηρισμός που έδωκεν ο Μακεδών Μητροπολίτης, είνε οακριβέστερος. Πραγματικώς εδώ είνε η Κηφησσιά της Μακεδονίας.

Άνθρωποι πλούσιοι, ως χωρικοί από την καλλιέργειαντων καπνών. Τρεις χιλιάδες Έλληνες και χίλιοι Τούρκοι, είχαν κτίση εδώ ωραία σπήτια, επάυλεις μάλλον με μεγάλας αυλάς γύρω, με φυτείαν άφθονον, με φουντουτά  δένδρα,  με δρόμους σχεδόν ευθείς, με ένα πρώτης τάξεως σχολείον, με πλατείαν η οποία σκιαζομένη από ακακίες και πό πλατάνια, θα ήταν ωραίος τόπος αναψυχής και ρεμβασμού.

Δεν υπάρχει τραγικώτερον από την θέαν του τι έμεινεν από όλην αυτήν την άνεσιν, την κλαισθησίαν, την ζωήν, την κίνησιν.

Ερείπια μαύρα καπνίζουν ακόμη και τοίχοι εξωγκωμένοι από την φωτιά απειλούν να πέσουν εις τους ευθείς δρόμους. Από πέντε έξ μέρη ακούεται ακόμη το τρίξιμον των καιομένων ξύλων που τα σιγοτρώει η φωτιά και κάπου – κάπου από ένα υπόγειον εξορμά τρελλός χορός από σπίθες που σχηματίζουν αραβουργήματα μέσα εις τον καπνόν.

Πολύ ακόμη έξω από το χωριό εις τον ήλιον είνε αξαπλωμένον ένα ωραίον νυφικό πάπλωμα με μεγάλα κατακόκκινα τριαντάφυλλ εις κυανούν έδαφος.

Από την μίαν γωνίαν το έχει καταστρέψει η φωτιά το ωραίον λάφυρον, προικιό τις οίδε, τίνος ευτυχισμένης Δοξατοπούλας. Και ο ληστής που το είχε  αρπάξει μαζύ με τόσα άλλα πράγματα, βλέπων ότι η φωτιά που το έκαιε ηπείλει και τα άλλα, το επέταξε με περιφρόνησιν εις το χωράφι. Η φωτιά του έκαψε και μερικά χόρτα γύρω του, τα οποία γέρνουν απάνω του ως να το κλαίνε.

Ολίγον παρακάτω το εμπρόσθιον μέρος ενός αμαθίου έχει καρφωθή  εκεί μέσα από μιαν οβίδα, η οποία το έκοψε εις δύο. Εις το τιμόνι σώζεται ακόμη η ουρά του αλόγου.

Ένα μικρόν υψωμα της γης νωπόν εις το πλάι δείχνει ότι η γη εσκέπασε τους επιβάτας της μικράς αμάξης. Προφανώς ήσαν κάτοικοι του Δοξάτου, αποπειραθέντες να φύγουν την στιγμήν  που ήρχετο η θεομηνία και μη προφθάσαντες.

Όσοι επέρασαν από τα ερείπια της Πομπηϊας και είδον τα λείψανα της τρομεράς καταστροφής, εταλαιπώρησαν βεβαίως το μάτι των και την ψυχήν των, αλλά τουλάχιστον έφυγαν με την ακοήν ήσυχον. Εις εκείνον τον τόπον του ολέθρου οι αιώνες συνεσσώρευσαν πλέον την σιωπήν των.

Εις το Δοξάτο η σιωπή δεν απεκαταστάθη ακόμη.

Άνθρωποι τρέχουν εις τους δρόμους κραυγάζοντες, ζητούντες τους δικούς των, αφίνοντες σπαρακτικούς θρήνους. Από τα ερείπια βγαίνουν στεναγμοί. Από μίαν αυλήν, εις την οποίαν νοσηλεύονται άνθρωποι μισοκαμμένοι, μελανά ζωντανά ερείπια ζωής, ακούονται φωναί πόνου.

Εις όλον τον δρόμον ο οποίος περνά μεταξύ δύο λόφων δια να φέρη  προς την Δράμαν, υπάρχουν ακόμη άφθονα πτώματα. Υπάρχουν ακόμη και τραυματίαι. Η όσφρησις υποφέρει εδώ όσον και η ακοή.

Κάτω από ένα δένδρον έχουν συσσωρευθή πτώματα τα οποία εμαζεύθησαν από τους δρόμους και από τα σπήτια της πόλεως.

Άνθρωποι τώρα μόλις συνελθόντες  από τον τρόμον από τον τρόμον ή από μακράν ληθαργικήν κατάστασιν, επιδίδονται εδώ εις την  θλιβερωτέραν έρευναν που ημπορεί να επιδοθή άνθρωπος. Είνε ανάγκη μέσα από αυτά τα μαυρισμένα πτώματα να ανακαλυφθή ένας πατέρας, ένας σύζυγος, μια μοναχοκόρη, ένας αρραβωνιαστικός. Ένα παιδάκι πλανάται ανάμεσα εις τους σωρούς των πτωμάτων. Είνε ολομόναχον. Δεν του έμεινε κανένας. Η θεομηνία, τους πήρε όλους. Εσώθη μόνον αυτό και τώρα με το δάχτυλο εις το στόμα  κοιτάζει γύρω του και προσπαθεί   μέσα εις τα μαυρισμένα ερείπια ν΄ ανακαλύψη το σπήτι του. Αλλ΄ η αναγνώρισις είνε δύσκολος και η παραπλάνησις εξακολουθεί.

Έξαφνα εις όλην αυτήν την αρμονίαν του θανάτου επικρατεί μια φωνή. Εινε η φωνή μιας μητέρας που εις την πρώτην ορμήν της φυγής είχε κατορθώση να τραπή εις φυγήν.

Ιππείς Βούλγαροι και κομιτατζήδες ετράπησαν εις καταδίωξιν των φευγόντων σπαθίζοντες και λογχίζοντες και σχίζοντες εις δύο με το γιαταγάνι. Η δυστυχισμένη μητέρα εσώθη κρυμμένη εις έναν βάτον. Μετά δύο ημέρας επέστρεψε εις το Δοξάτο. Κανείς από τους δικούς της δεν υπήρχε. Και αφού εγύρισε τους σωρούς των πτωμάτων και επήδησε απάνω από τα ρυάκια που εσχημάτιζε το αίμα και αφού εγλύστρισε κάτω από τοίχους ετοιμορρόπους και δύο φορές έσβυσε τα φορέματά της που είχαν πιάση γωτιά, τώρα χορεύει τρελλή πλέον γύρω από ένα πτώμα  το οποίον μειδιά, διότι του έχει αφαιρεθή με μιαν σπαθιά όλη η σάρξ της κάτω σιαγόνος.

Horror! όπως εφώναξεν ο Σαίξπηρ».

Γ ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΣ