Home > Αρθρα > Όταν τελειώνει ο … Χρόνος Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη π. Δασκάλου Π.Ε.

Όταν τελειώνει ο … Χρόνος Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη π. Δασκάλου Π.Ε.

Όταν τελειώνει ο … Χρόνος

Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη

π. Δασκάλου Π.Ε.

 

 

«ΓΕΡΕ ΧΡΟΝΕ, ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ, ΠΑΕΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ Η ΣΕΙΡΑ…» έψαλλαν, ψάλλουν και θα ψάλλουν τα παιδιά, με χαρά πάντοτε, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέρα που ήταν και αυτή! Στη μέση του πασταλιάσματος για τους καπνοπαραγω­γούς, δηλαδή για όλους τους κατοίκους της Χωριστής! Στη μέση των διακοπών για μας, την τότε μαρίδα του χωριού! Στη μέση της “κορώνας” για τους τότε κυνηγούς της θεάς τύχης! Στη μέση του χειμώνα για όλους μας! Μέρα όμως για όλους γιορτινή.

Η Μουσική, έτσι λέγεται στη Χωριστή η φιλαρμονική -“πού ήσουν;” ρωτάς ένα παιδί ή ένα μεγάλο, “στη Μουσική!” σου απαντά, “παιδιά, θα πάτε στη Μουσική;”. “Ναι”, σου απα­ντούν, ή “Πήγαμε με τη Μουσική στην Αδριανή, ή στο Νευροκόπι!” σου λένε- και έτσι έχει φωλιάσει στο πίσω μέρος του μυαλού όλων. Γιατί “Χωριστή, Χωριστιανός και Μουσι­κή” ταυτίζονται, μιας και δεν υπάρχει Χωριστιανός που να μην είχε “πάει” στη Μουσική.

Η Μουσική και τα παιδιά της Μουσικής γιορτάζαμε με ξεχωριστό τρόπο τη μέρα αυτή.

Από νωρίς το πρωί ξεκινούσε η επιχείρηση, όχι με το αστικό λεωφορείο της γραμμής, αλλά με “έκτακτο!”, παρακαλώ, δηλαδή με ιδιαίτερο δρομολόγιο, τι τιμή για μας! Ξεκινού­σαμε για να παίξουμε “μουσική” στη Δράμα, να πούμε τα κάλαντα στους Δραμινούς.

Στο “έκτακτο” έμπαιναν οι οργανοπαίκτες με τα καλογυαλισμένα από την προηγούμενη μέρα με εφημερίδα και μπράσο όργανα, ο δάσκαλος, που τον σεβόμασταν όλοι, γιατί εφάρ­μοζε μια ιδιαίτερη μουσικοπαιδαγωγική μέθοδο, αυτήν του καρότου και… της αποπομπής από τη Μουσική, μιας και δεν υπήρχε μεγαλύτερη ντροπή στο χωριό από το να σε διώξουν από τη Μουσική. Έμπαιναν ακόμη και “οι μεγάλοι”. Τι μεγάλοι δηλαδή, κάτι ξεπεταρούδια, κορίτσια και αγόρια, που κρατούσαν τα κασελάκια για να βάζουν μέσα τις εισπράξεις. Βλέπετε, εμείς πηγαίναμε “να πούμε”, δηλαδή να παίξουμε τα κάλαντα στους Δραμινούς, αλλά και αυτοί, βρε αδερφέ, κάτι έπρεπε να δώσουν. Πολιτισμό τους πηγαίναμε, έχει και αυτός την τιμή του. Όπως τόσα άλλα στη ζωή έχουν την τιμή τους…

Αποβιβαζόμασταν από το “έκτακτο” στη στάση “Πρώτα Σπίτια”, επί της οδού 1ης Ιουλίου και διασχίζαμε το χείμαρρο, το γνωστό “Τσάι”, που έρχεται από την Καλλίφυτο, μόνο που τότε είχε νερό (γι’ αυτό και “χείμαρρος” και όχι ξεροχείμαρρος), για να φτάσουμε με τα πόδια βρεγμένα στα Ορτακινά. Από εκεί αρχίζαμε να παίζουμε τα κάλαντα, ενώ “οι μεγάλοι” έτρεχαν στα σπίτια με τις φροντισμένες τότε αυλές για να εισπράξουν το αντίτιμο του “Πολιτισμού” που κομίζαμε.

Φτάναμε στο στρατόπεδο “ΑΝΔΡΙΚΑΚΗ”, στο πυροβολικό, μας άνοιγαν την μπάρα και με ένα δέος, φόβο, μα συνάμα και περιέργεια μπαίναμε μέσα για να πούμε τα κάλαντα στους φαντάρους μας.

Προσπαθούσαμε να παρουσιάσουμε τον καλύτερο εαυτό μας. Βάζαμε όλη την τέχνη, τη μαστοριά μας και ο μαέστρος, ο δάσκαλος με τη μπαγκέτα του, έπαιρνε βαθιά αναπνοή και μας έδινε το σύνθημα. “Πάμε, παιδιά!” έλεγε. Αρχίζαμε με το “Καληνεσπέραν άρχοντες…” συνεχίζαμε με το “Άγια Νύχτα”, το “Πάει ο παλιός ο χρόνος…” το “Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά…”. Ρίχναμε κι ένα δυο εμβατήρια, όπως το “Περνάει ο στρατός…”, το “Διπλούς Πέλεκυς…”, μόνο εκείνο που ακούγαμε στο ραδιόφωνο της εποχής, “Των εχθρών τα φου­σάτα περάσαν…”, δεν το παίζαμε, γιατί δεν το μάθαμε ποτέ στη Μουσική της Χωριστής, αν και ακόμη και σήμερα την 25η Μαρτίου η φιλαρμονική της Δράμας τις πρωινές ώρες μαζί με το “Εωθινόν” παιανίζει και αυτό το εμβατήριο, εκεί κοντά στο σημερινό Μέγαρο της Αστυ­νομίας. ..

Έμπλεοι χαράς, μετά από τα συχαρίκια του μεγαλύτερου αξιωματικού και το σφίξιμο του χεριού του δασκάλου από τους υπόλοιπους αξιωματικούς, αποχωρούσαμε, με την απορία όμως, γιατί ήταν τόσο τσιφούτηδες! γιατί δεν έβαζαν τίποτε μέσα στα κασελάκια, αν και παίζαμε τόση ώρα και με τόση τέχνη… Ακόμη τα σκυθρωπά πρόσωπα των φαντάρων μας προβλημάτιζαν και δεν καταλαβαίναμε τότε —πολύ αργότερα το καταλάβαμε— γιατί χρονιάρες μέρες, με κάλαντα, με μουσικές και με γιορτές αυτοί ήταν στεναχωρημένοι…

Κατηφορίζαμε τη Λεωφόρο Στρατού παίζοντας κάθε εκατό ή διακόσια μέτρα και “οι μεγάλοι” λαχάνιαζαν για να προλάβουν να “επισκεφτούν” όλα τα σπίτια με το κασελάκι, ενώ κάποιοι άλλοι “μεγάλοι” οργανοπαίκτες έστριβαν το κεφάλι προς τα δεξιά και αντάλλαζαν κάποια κρυφοχαμόγελα μεταξύ τους, με μια δόση πονηριάς, που εμείς οι μικρότεροι δεν καταλαβαίναμε…

Σε λίγο φτάναμε στο στρατόπεδο “ΠΑΠΑΡΓΥΡΗ”. Αυστηρός και βλοσυρός ο ΛΟΚατζής σκοπός και ο ΑΜίτης σήκωναν τη μπάρα για να περάσουμε και να πούμε τα κάλαντα στο Σύνταγμα, στο 519 Τ.ΓΊ. κα στην 5η Μοίρα Καταδρομών, το καμάρι της Δράμας.

Έχοντας την εμπειρία του προηγούμενου στρατοπέδου, εδώ παίζαμε με περισσότερη τέ­χνη, παίζαμε κάτι παραπάνω, μήπως και τους συγκινήσουμε και βάλουν κάτι στη σχισμή της κασέλας. Και να τα κάλαντα, να τα εμβατήρια, βάλε και το “Πάνω κει στις Πίνδου…”. Όσο βλέπαμε να ενθουσιάζονται οι αξιωματικοί και να φορούν εκείνο το χαμόγελο της ικανοποίη­σης, το τραβηγμένο μέχρι τα αυτιά, ανέβαινε το δικό μας ηθικό κι ο δάσκαλος έλεγε και ξανάλεγε “πάμε, παιδιά” και να “Η Γερακίνα” και να το γνωστό σε όλους αλλά τελείως ξένο για όλους μας “Τρία παιδιά Βολιώτικα…” ή το άλλο “Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά…”. Τα χαμόγελα έδιναν κι έπαιρναν, τα χειροκροτήματα πολλά, τα… κασελάκια όμως περίμεναν άδικα. Ωστόσο κι εδώ τα πρόσωπα των φαντάρων ήταν σκυθρωπά…

Κατεβαίναμε προς την Πλατεία Ελευθερίας περνώντας από τη “Χωράφα” και τα στενά μονοπάτια, γιατί τότε δεν υπήρχε η οδός Παπανδρέου, φτάναμε στη Νομαρχία, που στεγαζό­ταν στο “Μέγαρο Παρασκευαΐδη”. Παίζαμε στη στοά, ενώ ένας “μεγάλος” ανέβαινε επάνω και από το ύφος του κατά την κάθοδο καταλαβαίναμε αν είχε “εκτιμηθεί” ο κόπος μας, ενώ το ίδιο συνέβαινε και στο Δημαρχιακό Μέγαρο.

Αφού εκπληρώναμε την “υποχρέωσή” μας στην αγορά γύρω από την Πλατεία, ακολου­θώντας την οδό Ρούσβελτ (αργότερα το όνομα αυτό εξοβελίστηκε και η οδός ονομάστηκε Βεργίνας) πηγαίναμε προς τους Μπαξέδες. Τότε ήταν που είχαν αρχίσει να κτίζονται οι πρώ­τες οικοδομές στην Ηπείρου και στην Εφέδρων Αξιωματικών. Οι “μεγάλοι” πατούσαν τα κουμπιά στα θυροτηλέφωνα και από τα μπαλκόνια των διαμερισμάτων παιδιά συνήθως ή γυναίκες έριχναν κέρματα στο λασπόδρομο και τα μάζευαν οι “μεγάλοι”, ενώ εμείς προσέ­χαμε μήπως τα κέρματα αυτά δεν τα έβαζαν στα κασελάκια αλλά στις τσέπες τους. Που ξέρεις καμιά φορά η κακιά στιγμή, ο πειρασμός…

Κατευθυνόμασταν μέσα από το Δημοτικό Κήπο στο ΚΤΕΛ, όπου “οι μεγάλοι” έκαναν χρυσές δουλειές. Τέτοια μέρα είχε πολύ κίνηση εκεί και υπήρχε πολύς κόσμος συγκεντρωμέ­νος. Θα αφήναμε την ευκαιρία να πάει χαμένη; Και πράγματι η ανταμοιβή ήταν συνήθως αξιόλογη!

Στη συνέχεια μέσα από το Παζάρι, φτάναμε στο κορυφαίο σημείο της όλης, για μας τους μικρούς, δραστηριότητας, που ήταν συνήθως το… μαγειρείο του Καλιώρα, γιατί ήταν ήδη περασμένο μεσημέρι.

Τα όργανα “παρά πόδα”. Καθόμασταν τέσσερις – τέσσερις στα τραπέζια και με ύφος πελατών με φουσκωτό πορτοφόλι παραγγέλναμε τη… φασολάδα, τη φακή ή το σκέτο πιλά­φι, αλλά προσέξτε, με ζωμό από κοκκινιστό παρακαλώ, μαζί με δυο ποτήρια νερό, μεγάλα, για τον καθένα.

Αυτή ήταν η προσωπική αμοιβή μας. Έπρεπε λοιπόν να την απολαύσουμε ως το τέλος, μέχρι και την τελευταία της λεπτομέρεια. Μερικοί βέβαια θεωρούσαν ότι οι αμοιβή δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες τους και γι’ αυτό φεύγοντας από το μαγειρείο έβαζαν στην τσέπη τους.. .κατά λάθος ή γιατί έτσι συνήθιζαν στο σπίτι τους και το… κουτάλι του εστιατο­ρίου, εφαρμόζοντας στην πράξη όσα μαθαίναμε στο σχολείο για τη σπαρτιατική αγωγή…

Αφού τελειώναμε το φαγητό, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, συνεχίζαμε ή όχι την παροχή του “πολιτιστικού προϊόντος” μας στους κατοίκους της βορειοδυτικής Δράμας, ή μας έπαιρνε το “έκτακτο” και επιστρέφαμε κατάκοποι στο χωριό, ωστόσο ικανοποιημένοι που κατορθώσαμε και φέραμε και φέτος τον πολιτισμό στη Δράμα.

Στις μέρες μας βλέπει κανείς φιλαρμονικές (όχι πλέον μόνο της Χωριστής) να παιανίζουν τα κάλαντα. Πού όμως; Στο γραφείο του Νομάρχη, στην Πλατεία Ελευθερίας, στο γραφείο του Δημάρχου. Και ύστερα πάει, τέλειωσε… ο Χρόνος; Αμ, δε! όπως λένε και στη Χωριστή. Γιατί ο Χρόνος είναι αέναος, ασύλληπτος, και απροσδιόριστος, ακατάβλητος και άναρχος, δεν είναι παρά η κινούμενη εικόνα της ακίνητης αιωνιότητας, όπως θά ’λεγε και ο θείος Πλάτων, που μόνο ο Νους τον προσεγγίζει και τον αγκαλιάζει σε σχέση με το Χώρο και την Κίνηση… και την αμοιβή, εκείνη την ευλογημένη φασολάδα του Καλιώρα, που έφερνε σε όλους μας το τέλος… του Χρόνου.

Και του χρόνου!