Home > Παλιά Δράμα > ΠΑΛΙΑ ΔΡΑΜΑ 1951 – Η Ιερά μονή της Παναγιάς της Εικοσιφοινισσης Έρευνα –επιμέλεια Ιωάννης Στ. Σταυρίδης 

ΠΑΛΙΑ ΔΡΑΜΑ 1951 – Η Ιερά μονή της Παναγιάς της Εικοσιφοινισσης Έρευνα –επιμέλεια Ιωάννης Στ. Σταυρίδης 

ΠΑΛΙΑ ΔΡΑΜΑ 1951 – Η Ιερά μονή

της Παναγιάς της  Εικοσιφοινισσης

Έρευνα –επιμέλεια Ιωάννης Στ. Σταυρίδης 

 

Του καθηγητή κ.  Απόστολου Κ. Γκισδαβίδη

 (Από την εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» ( 29.5.51, 30.5.51, 1.6.51).

                                                                           —————————————————————————

«Πολλάκις την Αν. Μακεδονίαν ο Εγκέλαδος και η εχθρική εισβολή συνεκλόνισαν και οι επάλληλοι σπασμοί ανέτρεψαν την όψιν ολοκλήρου της Ελληνικής Χερσονήσου.

Εις όλας τας εχθρικάς προσβολάς αξιοθαύμαστος  υπήρξεν η ψυχική αντοχή του πληθυσμού της.

Η περιοχή αυτή πολλάκις εδοκίμασε την τυραννίαν και μανίαν βαρβάρου λαού. Ο πληθυσμός της έμεινεν ακλόνητος και υπέμεινε με καρτερίαν τας αλλεπαλλήλους των εχθρών επιθέσεις. Εδοκίμασε κατά καιρούς την βίαν, τους διωγμούς, την συκοφαντίαν, τους θορύβους, την επιβουλήν, πρώτα των Οθωμανών και έπειτα των Βουλγάρων. Προ των πολυειδών μηχανορραφιών του εχθρού, αι οποίαι κατέτεινον εις το να μειώσωσι το φρόνημα των κατοίκων, ο εθνισμός της εστάθη ακμαίος και αμιγής. Έδειξε ψυχικήν αντοχήν αξιοθαύμαστον. Έμεινε στερρεώς συνδεδεμένος εις τα πάτρια. Δεν έχασε την γλώσσαν του, δεν ελησμόνησε την θρησκείαν του. Μετά βδελυγμίας απεστρέφετο τον εχθρόν, και αντέδρα, μάλιστα, κατ’  αυτού, είτε ενεργητικώς είτε  παθητικώς. Τι και αν έβλεπε τα χωρία να καταστρέφωνται δια πυρός και σιδήρου , τους διδασκάλους να απαγχονίζονται, τους ιερείς να ανασκολοπίζωνται, την ύπαιθρον να δηούται και να δενδροτομείται; Τι και αν έβλεπε τας γυναίκας να απάγωνται κατά φάλαγγας εις τα καταναγκαστικά έργα;

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΝ

Ο πληθυσμός της Αν. Μακεδονίας και ειδικώς του Παγγαίου ο λόγος, έμεινε με εστραμμένα τα βλέμματα και τας ελπίδας συγκεντρουμένας εις την Μεγαλόχαρην Παναγίαν, την Εικοσιφοίννισαν, να κάμη το θαύμα της, να τους απαλλάξη από την επονείδιστον τυραννίαν.

Η Παναγία Εικοσιφοίνισσα εθεωρείτο η πολιούχος του πληθυσμού και προστάτις. Νυχθημερόν νοερώς και μετά δακρύων, αυτήν παρεκάλουν κατά τας θλιβεράς εκείνας και αγελάστους εποχάς κατά τας οποίας εξετείνετο παντού το πένθος και η καταστροφή. Ο εχθρός με τας πολυδαιδάλους του ενεργείας έσπευσε να εξαφανίση ήθη, γλώσσαν, θρησκείαν, παραδόσεις και πάν το ελληνικόν.

Τους Βουλγάρους, ιδίως εκνευρίζει και εξοργίζει κάθε τι που υπενθυμίζει Ελλάδα. Πάντα ταύτα δεν δύναται ειμή η επιβουλή να αμφισβητήση. Ταύτα πάντα μόνον οι πειραταί των Εθνών δύνανται να παρίδωσιν. Αυτοί μόνον ελαφρά τη συνειδήσει δύνανται να καλύψωσι την αλήθειαν. Εναντίον της περιφερείας εκείνης εξαπελύθησαν εν συνεχεία δεκάδων ενιαυτών πάντες οι άνεμοι της τυραννίας και του διωγμού.        Με όλην την λύσσαν των, δεν κατόρθωσαν να αφήσωσι μόνιμον μνημείον κατά του Ελληνικού και ορθοδόξου στοιχείου, τα βάρβαρα εκείνα ορμήματα, ειμή τας πικράς αναμνήσεις των φοβερών δοκιμασιών και συμφορών, τας οποίας και οι ισχυροί των εθνών εναμέλλως μετ’  αυτών συνέσπειραν. Τους εξώπλισαν, τους εφωδίασαν ποικιλοτρόπως και τους εξαπέλυσαν. Και αφού εισήλθον ως ύαιναι εις τα άγια εκείνα χώματα, συνεπλήρωσαν την καταστροφήν. Άνανδροι οι πάτρωνές των, ουτιδανοί και αυτοί οι οποίοι ουδέ πρωτόλεια καν προσέφερον πολιτισμού, επεδίωξαν να καταστρέψωσι την Ελλάδα η οποία απείρους υπηρεσίας προσέφερεν εις την διεθνή υπόθεσιν, η οποία εφώτισε τον κόσμον, μετά της οποίας αμιλλούται η φυσική αρετή με την παγκόσμιαν δόξαν. Την Ελλάδα να πλήξωσιν, ήτις εδίδαξεν εις τους λαούς την εθνικήν ιδέα είνε δύναμις, φώς, ζωή απάντων των εθνών.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, ανάμεσα στο άγριον περιβάλλον που ευρέθη ο χιλιοβασανισμένος εκείνος πληθυσμός, όασις παρηγορίας, φωτοδότρα πηγή, στήλη πυρός η θερμαίνουσα και οδηγούσα προς σωτηρίαν και την ζωήν ήταν η Παναγία Εικοσιφοίνισσα   του Παγγαίου.

ΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ

Κάθε πρωϊ έβλεπε κανείς να συρρέουν από τας πλησίον κοινότητας ίνα προσκηνήσωσι και να πέμψουν τας δεήσεις των προς αυτήν. Κάθε βράδυ οι κάτοικοιτης Νικήσιανης, η οποία δεν απέχει ειμή τρία τέταρτα της ώρας, όταν ήρχιζαν να απλώνονται οι γύρω σκιαί, όταν το εκτιφλωτικόν φως του ηλίου έκαμε τόπον εις τον αναρίθμητον στρατόν των άστρων, ελάμβανον  την άγουσαν προς την Μονήν, σιωπηλοί, σκυφτοί κουρασμένοι επήγαιναν άλλοι να ανάψουν τας κανδήλας της εκκλησίας, άλλοι να βγούν δια φωτίσματα, άλλοι να βοηθήσουν ως εκκλησάρηδες, χωρίς να δυσαρεστούνται διότι άφηναν να καθυστερούνται αι προσωπικαί των εργασίαι.

Αν επλησίαζε καμία ημέρα πανηγυρισμού της, ε! τότε ποιος τους βλέπει. Τότε ο συναγωνισμός δια την εργασίαν και το προσκύνημα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, διέσχιζαν τας δυσπροσίτους εκείνας κορυφάς και ήρχοντο εκεί να αφιερώσουν το τάμα και να προσκυνήσουν. Ιδού η εκκλησία τι κάμνει, ιδού η θρησκεία τι προσφέρει και τι προσέφερε κατά καιρούς στο δύσμοιρο λαό μας. Τον έκαμε να εμφανίζεται περισσότερον θρησκευτικός. Το έκαμε να ίδη την φύσιν πέραν της πραγματικότητος. Τον έκαμε τέλος να ίδη δια τον εαυτόν του κάτι πέραν της πραγματικότητος. Τον έκαμε τέλος να ίδη δια τον εαυτόν του κάτι πέραν του θανάτου. Θελκτική διαμονή. Είνε το μέρος που αισθάνεται τον εαυτόν της η ψυχή ανακουφισμένη από το βέρος που την πιέζει. Εκεί ευρίσκεται κατατοπισμένος ο φιλόσοφος παρά εις άλλον τόπον, και τοποθετημένος ακόμη, δια να γνωρίση και θεωρήση των ανθρωπίνων πραγμάτων τον ρουν. Εκεί ο κάθε άνθρωπος θα παρηγορηθή από τας απογοητεύσεις εκεί θα βεβαιωθή δια τον θείον σκοπόν τον οποίον επιδιώκει ο κόσμος, δια μέσου αναριθμήτων καταπτώσεων και παρά την γενικήν ματαιότητα.

Η Εικοσιφοίνισσα εξ αποκαλύψεως έχει φανερωθή εκεί. Ας μη μας φαίνεται παράξενο. Μας το αποδεικνύει η παράδοσις. Μας το φανερώνουν και τα διασωθέντα γραπτά μνημεία. Αυτό δεν λησμονείται εύκολα. Η παράδοσις μπορεί να αλλοιώνεται κατά καιρούς και κατά τόπους, αλλά η ουσία εις το αντικείμενον είνε η αυτή. Η ύλη είνε η αυτή. Η διαφορά έγκειται μόνον εις την μορφήν. Διακρίνεται η πρωτότυπος δημιουργία του περιεχομένου μόνον. Πως δηλαδή πλάθεται και πως παρουσιάζεται εις τα στόματα του λαού. Δι’  όλους μας, αι θρησκευτικαί παραδόσεις είνε δόγματα    όπως και τα δόγματα μιας θρησκείας. Αι θρησκευτικαί, αι εθνικαί, αι τοπικαί παραδόσεις είνε αμετάβληται και αιώνιαι. Μας το διδάσκει η ιστορία μας. Μς το διδάσκει η θρησκεία μας και η πείρα ακόμη.

ΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΕΚΤΙΣΕ

Μίαν απαράδοσιν, επί παραδείγματι, έχομεν ότι η Μονή της Παναγίας Εικοσιφοινίσσης εκτίσθη από τον Σώζοντα τον ιεράρχην Δράμας και Φιλίππων το έτος 445 μ. Χ. και τη επεδαψίλευσε τιμάς και προνόμια. Με την παράδοσιν αυτήν συνυπάρχουν και τα γραπτά μνημεία ως είνε τα πατριαρχικά σιγγίλια, τα αυτοκρατορικά διατάγματα, αποφάσεις Συνόδων, οι σουλτανικοί φετφάδες και τόσα άλλα. Δυστυχώς ελάχιστα σώζονται εις την περιφέρειαν. Τώρα μάλιστα εις την Μονήν δεν υπάρχει τίποτε. Επί πλέον δε το 1917 τα σπουδαιότερα γραπτά μνημεία κατεστράφησαν ή ανηρπάγησαν υπό των τότε εισβαλόντων εκεί Βουλγάρων.

Γνωρίζομεν ότι πατριάρχαι, ιεράρχαι, αυτοκράτορες ποικιλοτρόπως συνέδραμον την Μονήν. Συνέδεσαν το όνομά των με το όνομά της.

Είνε ο Πατριάρχης Συμεών ο Τραπεζούντιος, ακμάσας το 1477, ο πολύς Κύριλλος Λούκαρης, ο Γαβριήλ το 1707. Κοσμικοί φιλόθρησκοι χριστιανοί αρχοντικής οικογενείας, όπως είνε ο εκ Βογατσικού ορμώμενος Νικόλαος, πλούσιος ομογενής εν Βιέννη ζήσας και ο Νεόφυτος, των οποίων αι εικόνες ευρίσκονται εις τον νάρθηκα  τους οποίους ονομάζει η επιγραφή «κτήτορας» και τόσοι άλλοι. Ας μη παραλείψω την Αυτοκράτειραν της Κωνσταντινουπόλεως Ειρήνην την Παλαιολογίναν η οποία παρεχώρησε κτήματα εις την Μονήν και την έλαβεν υπό την προστασίαν της. Ήτο κόρη του Μιχαήλ 8ου του Παλαιολόγου, 1246 – 1253 και σύζυγος του Ασάν, ηγεμόνος των Βουλγάρων εκ δευτέρου γάμου. Οι απόγονοί της ωνομάσθησαν Ασανίδαι και προσέφεραν αρκετάς υπηρεσίας εις το Βυζάντιον. Αι περιοχαί τας οποίας ήσαν η Χωτολύβη νυν Φωτολείβος, η Εβδομίσσα – Κιούπκιοι, η Νύσα – Νάσα η νυν Νικήσιανη, το Βρανόκαστρον – Παλαιοχώρι, η Βετούστα – Βιτάστα, η Κορομίστα ή Κορμίστα και άλλαι.

Η Μονή είχε κτήματα, μετόχια και ποίμνια προερχόμενα από δωρεάς, αφιερώματα και από ευεργετήματα των πέριξ κατοίκων. Ήτο η πλουσιωτέρα Μονή εν Μακεδονία.

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΤΙΤΩΡ

Δεύτερος κτίτωρ μετά τον Σώζοντα φέρεται ο όσιος Γερμανός, ακμάσας το έτος 518 μ. Χ. Εμόνασεν εν Παλαιστίνη. Περί του βίου του δεν γνωρίζομεν πολλά.

Ανέφερα προηγουμένως, ότι η Μονή εκτίσθη κατά θείαν αποκάλυψιν και ο λόγος είνε ο εξής: Ευρισκόμενος εις το ερημητήριον είδε κατ΄ όναρ την Θεοτόκον η οποία του έλεγε να φύγη εκείθεν και να έλθη εις Μακεδονίαν και να κτίση μοναστήριον. Υπήκων εις την διαταγήν της Θεοτόκου, ανεχώρησεν εκ Παλαιστίνης, παραλαβών και την εικόνα Της ώσπερ παλλάδιον, και έφθασεν εις το Παγγαίον όρος, όπου, εν μέσω της οργώδης φύσεως, μακράν της τύρφης και της πολυμερίμνου και πολυταράχου ζωής, έκτισε το μοναστήριον το οποίον εφιλοδόξησε να δώση το όναμα Εικοσιφοίνισσα Παναγία ο ίδιος. Τούτο διαπιστώνεται και εκ τα επιγραφής, κειμένης άνωθεν της εικόνος του Γερμανού, εις μίαν πλευράν του νάρθηκος, έχουσα ούτω: « Γερμανέ, πιστότατε δούλε του μονογενούς μο υιού, ύπαγε εις τα μέρη της Μακεδονίας και κτίσον μοναστήριον».

Την επιγραφήν αναφέρουν ο Γερμανοί Μπέδεκερ και Μάγκερ. Έτσι έλαβε το όνομα «Εικοσιφοίνισσα» από το εν Παλαιστίνη ερημητήριον του Οσίου Γερμανού, το οποίον ευρίσκετο εν μέσω είκοσι φοινίκων.

Εις ένα μετόχιον της Μονής είδον εις μίαν πλάκαν το όνομα «Κοσσυφοίνισα», δηλ.  από το πτηνόν κόσσυφος και φοίνισσα κοσυφοίνισσα. Το «φοίνισσα» ως επίθετον παραλειπομένου του  ουσιαστικού εικών. Το φοίνισσα ως έχουσα χρώμα φοίνικος ερυθρού, το δε κόσσυφος» από την εξής παράδοσιν προήλθεν: Ο όσιος Γερμανός, δεν έφερε την εικόνα του ερημητηρίου των είκοσι φοινίκων της Παλαιστίνης, αλλ’ ότι το πτηνόν ο κόσσυφος υπέδειξεν εις τον όσιον Γερμανόν τον τόπν, ο οποίος έσκαψε και εύρε την εικόνα. Και το φοινίσσουσα ερυθρωπή διότι όντως η εικών έχει χρώμα κόκκινον.

Εις τον τόπον ακριβώς αυτόν παρά  τον παλαιόν ανεμόμυλον άνωθεν της Μονής ευρίσκεται και παρεκκλήσιον.

Εις τας Σέρρας ηκούετο το όνομα Κόσνιτζα, εις Βιτασίαν, Φωτολείβος, Κόσιντσα. Εις την Μεγάλην Ελληνικήν Εγκυκλοπαίδειαν ο αρθρογράφος Εικοσιφοίνισσα, ο Μπερδέκερ και Μάγερ Κοσιφοινιώτισσα.

Εις άλλα μέρη «Κοσσύνισσα», ειλημμένον από το όνομα «Κόσσυφος». Η λέξις «φοίνισσα» με την έννοιαν ερυθρωπή, διαπιστώνεται και από μίαν επιγραφήν η οποία υπήρχεν άνωθεν μιας άλλης εικόνος της Παναγίας εκεί, έχουσαν ούτω: «Φοινίσσουσα δ’  οράται ερευθομένη θερειδής εικοσιφοινίσσης τα’  όνομα τη δέδοται». Κοκκινίζουσα δε φαίνεται έχουσαι φοινικόν χρώμα ως θεία όντως μορφή έχει δοθή εις αυτήν το όνομα Εικοσιφοινίσσης.

Δύο μετοχαί κατ’  ονομαστικήν με την ιδίαν έννοιαν. Το «ερευθομένη» είνε του ρήματος «ερευθέαμαι»=ερυθριώ, ερευθιάω. Γίνομαι ερυθρός έρευθος=ερυθρότης. Το ρήμα απαντάται μόνον ε την ενεργητικήν. Έπρεπε κατά κανόνα να είπη ερευθέουσα.

Την εκδοχήν αυτήν παρεδέχετο και ο αείμνηστος Ευάγ. Στρατής και Ευστρ. Δράκος. Δεν έπρεπε να ειπή εικοσιφοινίσσης, γενικήν μάλλον έπρεπε να είπη ονομαστικήν εκοσιφοίνισσα. Έχει δοθεί εις αυτήν Εικοσιφοίνισσα.

Όσον μακρύτερον ημών είνε αιώνες, τόσον η αλήθεια φαίνεται σκοτεινοτέρα. Όσον πλησιάζομεν προς τους νεωτέρους χρόνους, τόσον αι αποδείξεις αληθέστεραι. Αι παραστάσεις προσφάτων γεγονότων αναπλάσσονται καλύτερον και ενεργέστερον επαναφέρονται εις την μνήμην. Αυτά είνε τα περί ονομασίας της Μονής.

Ο Όσιος Γερμανός, μαζύ με τον Διονύσιον τον Α’ τιμώνται την ιδίαν ημέραν ως τοπική της περιοχής του Παγγαίου εορτή. Είνε ημέρα αργίας. Οι δύο αυτοί ιεράρχαι θεωρούνται οι σπουδαιότεροι κτήτορες της Μονής. Διαφέρουν χρονολογικώς κατά πολύ, διότι ο μεν όσιος Γερμανός ακμάζει το 518 μ. Χ. ο δε Διονύσιος το 1467.

Ας ίδωμεν ποίος ήτο ο Άγιος Διονύσιος. Κατήγετο εκ Δημητσάνης Πελοποννήσου. Από νεαράς ηλικίας ηγάπησε το μαναχικόν σχήμα. Εις την Κων/πολιν ευρίσκετο νέος. Πως ευρέθη όμως εκεί δεν γνωρίζομεν. Πάντως μανθάνωμεν ότι εκάρη μοναχός εις την μονήν Μαγγάνων, η οποία εκτίσθη εις το Σαράϊ Μπουρνού υπό του Κωνσταντίνου του Μοναμάχου και εις την οποίαν εμόναζον πολλοί διαπρεπείς άνδρες. Εκεί διεκρίθη δια την σωφροσύνην και την αρετήν, αλλά και εις τα γράμματα, εις τα οποία επεδείξατο ζήλον απαράμιλλον. Ήτο φύσις πολυσύνθετος και πνεύμα ερευνητικόν. Με πάθος ηγάπησε την θεολογίαν, δια τούτο ταχύτερον του δέοντος διήλθε τους βαθμούς της Ιεραρχίας. Τα χαρίσματα αυτά δεν εβράδυναν ώστε να προσελκύσουν την προσοχήν του Πατριάρχου Μάρκου του Ευγενικού, ο οποίος τον παρέλαβεν εις το Πατριαρχείον Εφέσου υπό την άμεσον προστασίαν του, το 1437 προάγεται εις Μητροπολίτην Φιλιππουπόλεως και το 1467 τον βλέπομεν Πατριάρχην εις τον  χηρεύοντα τότε θρόνον της Κων/πόλεως. Πατριαρχεύει μέχρι του 1472. Ο βίος του ήτο αυστηρός και είχε τα απαίτησιν να τηρώνται υπό των κληρικών αυστηρώς αι διατάξεις της Εκκλησίας. Τούτο έγινεν αφορμή ώστε να περιπέση εις δυσμένειαν του κλήρου. Το αποτέλεσμα ήτο να εξορισθή εκ Κων/πόλεως. Κατάλληλον τόπον δια να μονάση εύρε την Μονήν του Παγγαίου. Εκεί επεδόθη εις μελέτας και ιδίως εις την συγκέντρωσιν των έργων του διδασκάλου του Μάρκου του Ευγενικού. Το 1489 επανέρχεται εις τον θρόνον της Κων/πόλεως και παραμένει μέχρι του 1491. Άγνωστον δια ποίους  λόγους παραιτείται και επανέρχεται εις Μονήν την Εικοσιφοίνισσαν του Παγγαίου δια δευτέραν ήδη φοράν. Μετ’ ολίγον αποθνήσκει εκεί.

Τοιούτος ήτο ο Διονύσιος κτήτωρ φερόμενος της Μονής. Η Εκκλησία τον εκήρυξεν άγιον, ο δε επίσκοπος Μυρέων Ματθαίος, συνέταξεν ακολουθίαν εις αυτόν και τροπάρια εις την Θεοτόκον. Με πόσην κατάνυξιν εψάλλετο η ακολουθία του αγίου και των εορτών. Πόσα πλήθη συνέρρεον εκεί, ιδίως κατά την εορτήν της Κοιμήσεως, της Γεννήσεως και των Εισοδίων. Αι γύρω κοινότητες, εφιλοτιμούντο ποία πρώτη να προσφέρη τας απαρχάς των προϊόντων. Πολλοί προσήρχοντο άνευ αμοιβής, οικειοθελώς, ως μάγειροι, ως εκκλησάρηδες, ως εργάται, ως υπηρέται, ως σερβιτόροι κατά τας ημέρας ιδίως των πανηγύρεων κατά τας οποίας είχεν ανάγκην χειρών. Αι κόραι της άλλοτε ακμαζούσης περιφερείας, ήρχοντο να στολίσουν την εικόνα της με αφιερώματα, με εργόχειρα, με κομψοτεχνήματα, αφιερώματα λέγω ευλαβών Χριστιανών. Έπλυνον την εκκλησίαν, ήναπταν τας κανδήλας, εβοήθουν με τους άνδρας εις το σκάψιμο των αμπέλων, το θέρισμα και εις τόσας άλλας εργασίας. Οι άνδρες εξήρχοντο δια φωτίσματα, δια την συλλογήν χρημάτων και προϊόντων ακόμη. Το πρόσταγμα το είχεν η κωμόπολις Νικήσιανη, η οποία είχε πάντοτε την πρωτοβουλίαν εις τας ευγενείς αγαθοεργάς εξορμήσεις.

Κάποτε μου έλεγεν ο φίλος μου     και σεβαστός γέρων ήδη, πατήρ Γρηγόριος, ο και ηγούμενος της Μονής, οτι κατά τας πανηγύρεις συνεκεντρώνοντο 2-3 χιλιάδες προσκυνηταί. Τότε, στα καλά χρόνια, στα ευτυχισμένα χρόνια. Τώρα; Τίποτε. Οι 3-4 μοναχοί  μόλις δύνανται να ζώσιν από τα ολίγα κτήματα, τα οποία  της έμειναν. Μεταξύ όλων αυτών σώζεται και η παράδοσις, ότι κάποτε δύο κτήτορες ο είς ονόματι Διονύσιος και ο άλλος Γερμανός, πήγαν να κτήσουν την Μονήν. Συνεφώνησαν δε με τους οικοδόμους  , ότι μετά το πέρας του έργου να εξοφλήσωσι και τους λογαριασμούς. Όλως όμως τυχαίως οι κτήτορες ευρέθησαν εις αδυναμίαν να πληρώσουν την οφειλήν των. Τούτο έγινε αφορμή να εξαγριωθούν οι οικοδόμοι και το αποτέλεσμα ήτνα συλλάβουν αυτούς και αφού τους εβασάνισαν τους απετελείωσαν. Το γεγονός αυτό ίσως να συνέβη εις άλλους, χωρίς να γνωρίζωμεν πότε και ποίοι ήσαν αυτοί. Είνε δύο μορφαί εις τον νάρθηκα ζωγραφισμέναι με την επιγραφήν «Νεόφυτος και Νικόλαος οι κτήτορες». Δεν γνωρίζομεν αν η παράδοσις περί του επεισοδίου αφορά αυτούς τους δύο. Δια τον Νεόφυτον τον άρχοντα φαίνεται ούτος τελείως άγνωστος. Αμυδράς πληροφορίας έχομεν δια τον Νικόλαον, ο                  οποίος κατήγετο εκ Βογατσικού και έζησεν εις Βιέννην.    Εκείθεν, ήλθε και έκτισε την Μονήν. Αν ήτο και ο Νεόφυτος και υπό ποίας συνθήκας απεφάσισαν να την κτήσουν  και πότ ακριβώς άδηλον.

ΠΟΥ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΚΤΙΣΘΗ

Εκτίσθη επί του Παγγαίου βορειοδυτικώς της κυρίας κορυφής του «Πιλάφ-τεπέ». Κατά τους αρχαίους χρόνους η Ανατολική Μακεδονία ήτο τμήμα της Θράκης. Κατωκείτο από τους Πιερας Οδομάντους και Σάτρας, οι οποίοι εξεμεταλλεύοντο τα πλούσια μεταλλεία του. Το ανέφερεν ο Ηρόδοτος ΥΗ-112 « εν ταύτη μεν δη παρ’  αυτά τα τείχεα την οδόν εποιέετο εκ δεξιάς χειρός το Πάγγαιον ούρος απέργων εον μέγα τε και υψηλόν εν τω χρύσεα και αργύρεα ενν μέταλλα τα νέμονται Πιέρες τε και Οδομαντοί και Σάτραι……». Κατέναντι, ανατολικώς φαίνεται ο πύργος Βρανοκάστρου τουρκιστί βιράν-καστρί = κατεστραμένον φρούριον νυν Παλαιοχώριον. Κάτωθεν της κορυφής έκειτο το μαντείον του Διονύσου παρά την θέσιν «ασκητότρυπα». Ολίγον κάτωθεν σώζι τα ερείπια της Βυζοπόλεως Αικισιάνης. Ο Καπετανάκης, Στρατής, Δράκος τοποθετούν το Μαντείον εις τον Όρβηλον κακώς, διότι έχομεν τας πληροφορίας του St. Gasson αρχαιολόγου ο οποίος επεσκέφθη τον τόπον. Ήθελε να κάμη ανασκαφάς αι οποίαι δεν ήρχισαν, άγνωστον διατί. Φέρεται η πληροφορία πολύ παλαιά ότι το μαντείον τούτο το είχον υπό την προστασίαν τωνοι Σάτραι, οι οποίοι ενέμοντο, όπως λέγει ο Ηρόδοτος, τα μεταλλεία, εθυσίαζον εις τον Διόνυσον λευκούς ίππους, όπως και ο ιδρυτής αυτού Ρήσος Βασιλεύς των Θρακών, την εποχήν αύτήν, υποστηρίζουν και οι Γερμανοί Μπερδέκερ και Μάγερ.

Ο Ρήσος εθυσίαζε λευκούς ίππους, όπως είπον, οι Σάτραι. Η λέξις σημαίνει πολεμοχαρής από την ρίζαν σάτρ=μάχαιρα λέξις αλβανική. Ο Πρέτσεκ τους λέγει προγόνους των Ιλλυριών. Ο Γενάρχης των έζη  κατά την εποχήν του τρωϊκού πολέμου ο οποίος έγινε και σύμμαχος του Πάριδος.

Αναμφισβήτως  λοιπόν το μαντείον έκειτο επί του Παγγαίου και ότι κατείχετο τούτο υπό Σατρών. Επί πλέον δε περί τούτου έχομεν την πληροφορίαν του Ηροδότου ΥΗ 111 «Σάτραι δε ουδενός των ανθρώπων υπήκοοι εγένοντο όσον ημείς ίσμεν αλλά διατελούσι το μέχρι εμεύ αιεί έοντες ελεύθεροι μόνοι Θρηϊκων….. και ούτοι οι του Διονύσου το μαντείον εισί εκτημένο, το δε μαντείον τούτου εστί μεν επί των ουρέων των υψηλοτάτων Βησσοί των Σατρέων εισί οι προφητεύοντες του ιερού…..».

Τους Σάτρας τους αναφέρει ως πολεμιστάς, φιλελευθέρους και μδέποτε υποταγέντας εις κανένα, μήτε εις τον Μεγάβαζον των Περσών.

Κάτωθεν απλώνεται η Πρασιάς λίμνη. Πολύ ορθώς ο σοφός ιεράρχης και φίλος μου κ. Σωφρόνιος ονμάζει το Πράβιον Πρ΄σιον από την πρασιάδα λίμνην εκτεινομένην από την αρχαίαν Χωτολύβην = Φωτολείβος μέχρι των πηγών των αρχαίων Κρηνίδων Μπουνάρ – μπασή ενετύθεν της Σκαβαλλας. «Οι δε περί το Πάγγαιον ούρος και Δόβηρας και Αγριάνας και Οδομάντους και αυτήν την λίμνην την πρασιάδα ούκ εχειρώθησαν αρχήν υπό Μεγαβάζου». Η λίμνη ήτο περιτριγυρισμένη υπό δένδρων και πυκνά δάση εξετείνοντο προς όλας τας διευθύνσεις από Στρυμώνος μέχρις Ορβύλου μέχρι Καβάλλας και η φύσις ήτο αγρία και μεγαλοπρεπής. Ενεφώλευον δε εν αυτοίς λύκοι, πάνθηρες, ύαιναι και άρκτοι. Μας αναφέρει ο Αθηναίος εις τα κυνηγητικά του.

Ο δε Ηρόδοτος μας δίδει λεπτομερείας περί του βίου, των εθίμων των κατοικιών των πέριξ του Παγγαίου κατοικούντων λαών, Παγγαίου μέχρι Νέστου (Ηρόδοτος Υ). Δια τους Βησσούς ή Βεσσούς ως μνημονεύει ο Ηρόδοτος ούτοι απετέλουν τμήμα του λαού των Σατρών. Ελάτρευον το Μαντείον και αυτοί. Ιερεύς των ονομάζεται Βολογαίσης. Επί Φιλίππου Βου και Μεγάλου Αλεξάνδρου αναφέρονται ως τετραχωρίται. Το 172 μνημονεύονται πάλιν ως Βασσοί υποταγέντες υπό των Ρωμαίων το ίδιον έτος, κατόπιν σκληρών μαχών.

Το 400 μ.Χ. τη ενεργεία του επισκόπου Νικήτα γίνονται Χριστιανοί.

Εκ του Παγγαίου διήλθον και ο Μουσουργός Ορφεύς, όταν έχασε την σύζυγόν του Ευρυδίκην. Ούτος περιεφέρετο ανά την Θράκην κλαίων και θρηνών. Με όλα ταύτα πουθενά δεν την εύρισκε. Τα βουνά, οι κάμποι, τα δάση και η φύσις όλη θρηνεί μαζύ του. «Θρηνούν αι κορυφαί της Ροδόπης, του υψηλού Παγγαίου και του Ρήσου η πολεμοχαρής γη Φλέρουντ Ροπέζαε άρκες αλτα Πανκάια ετ Ρχεζι μαβορτια τελλους (Βεργίλιος Γεωργικά ΙΙΙΙ 461-462).

Πολλάς καταστροφάς υπέστη από τους Τούρκους, έπειτα από Βουλγάρους η Μονή Εικοσιφοινίσσης. Η τελευταία η χειροτέρα.

Ο χρόνος εσεβάσθη τα πάντα, μα το χέρι του Βουλγάρου δεν άφησε τίποτε όρθιον. Τώρα δεν είναι ορθόδοξος η Βουλγαρία; Και στα 1913 και 1917 που ήτο φιλόθρησκος, τα ίδια και χειρότερα. Η βουλγαρία δια την Ελλάδα είνε η ιδία. Δεν έχει σημασίαν αν κάμνουν τον σταυρό τους ή αν έχουν εκκλησίας. Σημασίαν έχει τούτο, ότι ο βούλγαρος, βουλγαρικήν έκκλησίαν δεν καταστρέφει, βουλγαρικού αγίου δεν βγάζει τα μάτια, δεν βασανίζει με πεπυρακτωμένα σίδηρα μοναχούς δια να αποσπάση χρυσίον. Αρπάζει μόνον ελληνικού μοναστηρίου κειμήλια και ελληνικά μοναστήρια και ανασκολωπίζει Έλληνας ιερείς και βασανίζει Έλληνας μοναχούς. Δια τον Βούλγαρον υπάρχουν άγιοι βούλγαροι και άγιοι Έλληνες. Εις τον βούλγαρον   άγιος Δημήτριος, άγιος Γεώργιος, Ιησούς, Παναγία, πας άγιος, εικοσιφοίνισσα, είνε μισητά πρ΄σπα και πρέπει να καταστρέφωνται. Άγιοι είνε γι’  αυτόν όσοι είνε εις την βουλγαρικήν επικράτειαν. Αν τύχη καμμία εικών και μετακομισθή εδώ, ξεπέρασε τα σύνορά τους. ΄Ηλθε φερ’  ειπείν εις την Ελλάδα ο άγιος την εθνικότητά του χάνει τας τιμάς, γίνεται άσπονδος εχθρός και αν βρούν ευκαιρίαν, τον περιμένει θάνατος, καταστροφή. Δεν θα ρωτήσουν αν προέρχεται από την ορθόδοξον βουλγαρίαν. Θα του βγάλουν και τα μάτια. Αν πήτε για τους νεκρούς μας και αυτούς τους αλλάζουν τα ονόματα. Πετούν τους ελληνικούς σταυρούς των και τοποθετούν βουλγαρικούς, με βουλγαρικά ονόματα με κατάληξιν εφ, ωφ, τσιου κ.λ.π.

Μη δεν τα έκαμαν; Μη δεν τα είδαμεν; Είχαν γίνη αυτά. Φαντασθήτε έσβυσαν και τας διαφημίσεις μας. Παντού όπου κι αν έβλεπαν, καθάρισμα, ασβέστωμα. Αυτοί κατέστρεψαν την Εικοσιφοίνισσαν, με μανίαν και με λύσσαν.

Η πρώτη καταστροφή έγινε από τους Τούρκους το 1807. Είχον πληροφορηθή ότι εγένοντο εις το Παγγαίον συγκεντρώσεις αρματωλών. Έπρεπε να καταστρέψουν την Μονήν δια να παύση του λοιπού να γίνεται φωλιά των καπεταναίων, λιμέρι των κλεπτών.

Την Δράμαν επίσης δεν την έβλεπαν μκαλό μάτι. Την επερίμενε η καταστροφή. Ο τότε τοπάρχης Ζίχνης έρχεται με στρατόν την ημέραν του Αγίου Γεωργίου κατά της μονής. Οι πατέρες ανύποπτοι έμαθαν ότι έρχεται ούτος και πλησιάζει, έλαβον δώρα και εξήλθαν εις προϋπάντησιν. Αντί πάσης απαντήσεως, συλλαμβάνονται όλοι και μετά βασάνων αποτελειούνται 172 τον αριθμόν.

Ο τότε Πατριάρχης Νεόφυτος λέγεται εμερίμνησε να σταλώσι μοναχοί Βατοπεδινοί εις την μονήν οι οποίοι παρέμειναν μέχρις ότου επηνδρώθη από τας φιλοθρήσκους κοινότητας, οπότε επέστρεψαν εις το Άγιον Όρος.

Η ιδία μοίρα  επερίμενε και την Δράμαν. Μας το αναφέρει ο Στρατής εις το εγχειρίδιόν του Η Δράμα». Η άλλη καταστροφή έγινε το 1807. Την εποχήν αυτήν το Παγγαίον υπήρξε παράρτημα του αρματωλικίου Ολύμπου. Πράγματι ήτο το κέντρον όπου οι οπλαρχηγοί συνήρχοντο και συνεσκέπτοντο. Οι Τούρκοι όλα τα επληροφορούντο. Επερίμεναν κατάλληλον ευκαιρίαν. Τότε αρχηγός του Ολύμπου ήτο ο ήρως Νικοτσάρας. Και εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν. Μερικοί λέγουν ότι δεν κατέσψαν την μονήν. Εφ΄ όσον ο Νικοτσάρας παρηκολουθείτο και κατεδιώκετο από 15.000 Τούρκους. Επέρασε δε και από το Παγγαίον, δεν αποκλείεται να κατεστράφη η μονή. Άλλοι μαρτυρούν ότι εσώθη δια των ενεργειών του ιεράρχου Δράμας        Κωνσταντίνου. Εδώ διχάζονται αι γνώμαι.

Πως ευρέθη ο Νικοτσάρας εις το Παγγαίον μας το μαρτυρεί ο Έλλην ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος. Έδωσε δύο μάχας. Μίαν εις την  Ζίχνην και μιαν εις το Πράβιον ή Πράσιον.

Περί του ιστορικού της μάχης της Ζίχνης έχομεν τας μαρτυρίας του Ευάγ. Στρατή, καθηγητού και των Γερμανών Μπερδέκερ και Μάγιερ. Τοπάρχης της Ζίχνης την εποχήν αυτήν, ήτο ο Κιορ Φέτφα Μπέης, ο οποίος είχε το κονάκιον εις το Ροδολείβος. Τότε ακριβώς συνέπεσε να γίνη κάποιο συμβούλιον των οπλαρχηγών εις τον Όλυμπον Απετελείτο από τους Μπουκουβάλαν, Σπαθάν, Τζανήκην, Νικοτσάραν και άλλων δια να εξετάσουν την αίτησιν του αρχηγού Καραγεώργη της Σερβίας ο οποίος επαναστάτησε και εζήτει βοήθειαν από τους ιδικούς μας.

Γνωρίζομεν ότι η επενάστασις ήτο κοινός πόθος όλων των Βαλκανικών λαών. Επεδιώκουν να ελευθερωθώσι από τους Τούρκους. Εζήτουν να γίνη συστηματική συνεργασία. Άλλως τε αυτή ήτο η προοπτική των σχεδίων και των φιλικών. Εις το συμβούλιον απεφασίσθη να σταλή ο Νικοτσάρας με 500 άνδρας και βοηθήση τον Καραγεώργη. Θέλει να φθάση εις τα σύνορα, είνε όμως, εντελώς αδύνατον. Μάχη κρατερά   συνάπτεται εις ζίχνην. Πολλοί εφονεύθησαν και άλλοι ηχμαλωτίσθησαν. Οι αιχμάλωτοι ωδηγήθησαν εις τα υπόγεια, του κονακίου του Κιορ Φετφά Μπέη και βασανισθέντες απετελειώθησαν. Κάμνει στροφήν προς ανατολάς, με κατεύθυνσιν να φθάση εις στρυμωνικόν κόλπον. Εκεί ήθελε να ενωθή με τον ναύαρχον Ρώσσον Σεντάβιν, ο οποίος εκαραδόκει να στείλη βοήθειαν εις τον Καραγεώργη και ο οποίος δεν το κατόρθωσε. Ο ναύαρχος έφυγε άπρακτος ήδη. Ο Νικοτσάρας ελπίζει, και με τα υπόλοιπα παλληκάρια του   διέρχεται το Παγγαίον και φθάνει εις το (Πράσιον) Πράβιον. Κατδιώκεταιο τους Τούρκους και αναγκάζεται να δώση μάχην. Πολλοί εφονεύθησαν, οι Τούρκοι ήσαν 10 – 15.000. Από τους οπαδούς του μόνον 150 εσώθησαν. Μερικοί μάλιστα από αυτούς, πολλοί απέθανον από τα τραύματα και τας κακουχίας.

Αυτή είναι η μάχη του Πραβίου και κατά τον ιστορικόν, έγινεν εις την γέφυραν πλησίον του Πραβίου. Δεν είνε δυνατόν να είνε άλλη, υποθέτω, ειμή η του χωρίου Αυλή. Όσοι εξωρίσθησαν υπό των Τούρκων ωδηγήθησαν εις Δράμαν και εκεί εθανατώθησαν. Όσοι διαβάται διέρχονται εκείθεν ας κλίνουν ευλαβώς το γόνυ και ας ψιθυρίζουν με κατάνυξιν το «αιωνία η μνήμη» των ηρώων εκείνων οι οποίοι εκάλυψαν με τα σώματά των το χώμα εκείνο. Από καθήκον μας, δε, έπρεπε να είχε στηθή αναμνηστική πλαξ αναμεμνήσκουσα την ένδοξιν μάχην των ηρώων του Νικοτσάρα ως και την ηρωϊκήν έξοδον των επιζησάντων. Αι δε γυναίκες της περιοχής εκείνης, την ημέραν καθ’  ήν εορτάζονται οι ήρωές μας, ας ραίνουν με άνθη τον αιματόβρεκτον εκείνον τόπον και ας υπενθυμίζουν εις τους υιούς των, ότι και εν     Μακεδονία ευρέθησαν άνδρες ισάξιοι του Κολοκοτρώνη, Πλακούτα, και Διάκου και τόσων άλλων παιδιών της πατρίδος, οι οποίοι ηγωσθησαν δια την ελευθερίαν του γένους.

Ο Νικοτσάρας διεκπεραιώθη εις Σκόπελον και εκείθεν εις Σκύρον. Ανέλαβεν εκεί να κάμη ναυτικάς περιπολίας ίνα φέρη φθοράν εις τον εχθρόν, μαζί με άλλους ήρωας θαλασσολύκους. Εις μιαν πεζομαχίαν ετραυματίσθη, που έγινεν αφορμή να υποκύψη εις το τραύμα του εις ηλικίαν 36 ετών.

Ήτο ταχύς τους πόδας και τολμηρός. Δεν ορρώδησε προ του κινδύνου ο οποίος τον ηπείλει, πολλάκις ευρέθη αντιμέτωπος προ δυσαναλόγου εχθρικής δυνάμεως. Ήτο υιός του Τσάρα αρχηγού του αρματωλικίου Ολύμπου. Πατρίς του ήτο τα Γιαννιτσά.

Από το 1000 π.Χ. το Παγγαίον υπήρξε τόπος ιερός. Το Μαντείον και το ιερόν διετηρήθη όπως ανέφερα μέχρι του 172 π.Χ.

Μετά μίαν ανάπαυλαν 600 ετών ιδρύεται ένα άλλο ιερόν. Το ιερόν της Παναγίας, εσφηνωμένον εις μίαν από τας υψηλάς παραφυάδας του. Η εκκλησία  είνε θαύμα τέχνης και η τεχνοτροπία των εικόνων και το πνεύμα αποπνέει βυζαντινισμόν. Αι συνθέσεις είνε ειλημμέναι από την Παλαιάν Διαθήκην. Το τέμπλον είνε σαν από ξύλο εβένου, και επ΄ αυτού σκαλισμένα με λεπτότητα και υπομονή, ζώδια, ρόδακες, γρύπες, άνθη κ.λ.π. Τώρα σώζεται μόνον η εκκλησία.        Μετά το 1807 πολλάκις κατεστράφη και ανεκαινίσθη εις τους νεωτέρους χρόνους, ιδίως το 1913 και το 1917 κατεστράφη υπό των Βουλγάρων. Αρκετοί από τους καλογήρους ποικιλοτρόπως εβασανίσθησαν και εις ομηρίαν απήχθησαν. Το 1940 άλλη καταστροφή πλήρης. Οι χωρικοί των πέριξ χωρίων προσφέρουν ότι ημπορούν δια να το αναδημιουργήσουν. Ενδιαφέρονται να το φέρουν εις την παλαιάν του αίγλην. Η αγάπη των προς την Εικοσιφοίνισσαν με όλας τας αντιξοότητας της ζωής, η ευλάβειά των προς την Μεγαλόχαρην, δεν εμειώθη. Δεν λογαριάζομεν τας εξαιρέσεις. Ούτε να μας απογοητεύουν αι επικρίσεις και αι δειλαί αμφιβλίαι των ματαίων και στενοκέφαλων ανθρώπων.

Όλα αυτά μας κάμνουν ώστε όλοι να συγκεντρωνόμεθα εις το υψηλόν αντικείμενον των κοινών μας στοχασμών. Αι δε αληθείς θρησκευτικαί ψυχαί θα ευρίσκουν πάντοτε παρηγορίαν και ανακούφησιν εις την χάριν της Θεοτόκου».

Μάιος 21)1951. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Κ. ΓΚΙΣΔΑΒΙΔΗΣ.