Home > Αρθρα > Πειθαρχικό Δίκαιο Φοιτητών- Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου Νομικός

Πειθαρχικό Δίκαιο Φοιτητών- Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου Νομικός

  • Πειθαρχικό

  • Δίκαιο Φοιτητών

 

Γράφει ο Γιώργος Φιλτσόγλου, Νομικός

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από το κλείσιμο της διαδικτυακής δημόσιας διαβούλευσης σχετικά με τη νέα νομοθετική πρωτοβουλία για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Οι διατάξεις που προτείνονται επιφέρουν, όπως έχουμε αναλύσει σε παλαιότερο άρθρο, πολύ σημαντικές αλλαγές στα πανεπιστήμια της χώρας μας. Οι εν λόγω αλλαγές, και κυρίως η σύσταση της Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στην φοιτητική και πανεπιστημιακή εν γένει κοινότητα. Λιγότερη δημοσιότητα έχουν συγκεντρώσει οι διατάξεις του τρίτου κεφαλαίου του σχεδίου νόμου, δηλαδή αυτές που αφορούν την θέσπιση του πειθαρχικού δικαίου φοιτητών. Ωστόσο οι αλλαγές στις οποίες συντελεί η καθιέρωση Πειθαρχικής Ευθύνης είναι ριζικές, αφού οι μέχρι τώρα νόμοι που αφορούν την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δεν περιείχαν καμία διάταξη περί πειθαρχικού δικαίου. Για τον λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμο να προχωρήσουμε σε έναν σχολιασμό των ρυθμίσεων, αντιπαραβάλλοντας τες μερικώς με το πειθαρχικό δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων.

Καταρχήν, η καθιέρωση πειθαρχικής ευθύνης για πράξεις των φοιτητών είναι μια ρύθμιση που έχει λογική. Συγκεκριμένα, οι φοιτητές, ως ενήλικοι, είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται την ιδιαίτερη απαξία ορισμένων παράνομων πράξεών τους και να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες. Εξάλλου, για πολλούς η φοιτητική ζωή συνεπάγεται και την έναρξη της αυτονομίας, του αυτοκαθορισμού τους και του προσδιορισμού της ταυτότητάς τους στην κοινωνία. Παράλληλα η φοιτητική ιδιότητα, όπως και η δημοσιοϋπαλληλική, συνδέουν τον πολίτη με το Δημόσιο με μια ιδιαίτερη σχέση, διαφορετική βέβαια σε κάθε περίπτωση. Συνεπώς, ένας φοιτητής είναι δυνατόν να φέρει διακριτή ευθύνη για τις πράξεις του κατ’ ενάσκηση της ιδιότητάς του αυτής. Η ευθύνη των φοιτητών ως μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν πρέπει να συγχέεται με την ευθύνη τους ως μέλη του κοινωνικού συνόλου.

Στην παραπάνω λογική φαίνεται να κινείται και η νομοθετική πρωτοβουλία θεσπίζοντας το πειθαρχικό δίκαιο των φοιτητών. Ωστόσο θα πρέπει να εικάσουμε ότι οι νέες αυτές διατάξεις θα καταργούν τις παλαιότερες ρυθμίσεις του Ν4485/2017. Ο εν λόγω νόμος, στο άρθρο 8§2 περίπτωση ιστ΄) αναφέρει ότι ανάμεσα στα θέματα που ρυθμίζει ο Εσωτερικός Κανονισμός των ΑΕΙ συγκαταλέγεται και ο καθορισμός των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Κατά συνέπεια η παλαιότερη και η νεότερη ρύθμιση δεν μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια νομοθετική τάξη. Θα μπορούσε ίσως να υποστηριχθεί ότι η αλλαγή αυτή περιορίζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρ. 16§5 αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων. Όμως, ιδιαίτερα από την στιγμή που οι επιμέρους κρίσεις για το αν συντρέχουν πειθαρχικά παραπτώματα και η επιβολή των πειθαρχικών ποινών ανατίθενται στο ακαδημαϊκό προσωπικό των ΑΕΙ, ένας ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας τολμούμε να υποθέσουμε ότι δεν θα έβρισκε σοβαρό έρεισμα. Όμοια δομή παρατηρούμε και στο πειθαρχικό δίκαιο δημοσίων υπαλλήλων, όπου τα πειθαρχικά παραπτώματα και οι ποινές ορίζονται στο νόμο, αλλά οι κρίση για το αν συντρέχει παράπτωμα και ο καθορισμός της πειθαρχικής ποινής ανατίθενται στα εκάστοτε πειθαρχικά όργανα.

Ομοιότητα μεταξύ του πειθαρχικού δικαίου φοιτητών και πειθαρχικού δικαίου δημοσίων υπαλλήλων διαπιστώνουμε και στον τομέα των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, στον Υπαλληλικό Κώδικα, αλλά και στο νομοσχέδιο για το Πανεπιστήμιο παρατηρούμε μια εγγενή ασάφεια σχετικά με τα πειθαρχικά παραπτώματα. Υπάρχει δηλαδή αοριστία όσον αφορά την φύση, το περιεχόμενο των παραπτωμάτων, με όρους όπως “αναξιοπρεπής και ανάρμοστη συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας” (βλ αρ. 107§1ε Υπαλληλικού Κώδικα) να μας προβληματίζουν. Αντίστοιχη ανησυχία μας προκαλούν οι όροι “εκούσια παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας” και “ρύπανση πανεπιστημίου” της νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας. Αποτελεί για παράδειγμα πειθαρχικό παράπτωμα η αφισοκόλληση ή η ενημέρωση των φοιτητών κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας ενός μαθήματος; Αν απαντήσουμε θετικά, έχουμε εναλλακτικές κατά την περίοδο των φοιτητικών εκλογών με τη χρήση τεχνολογιών; Προς το παρόν φαίνεται πως είναι νωρίς για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα. Παρόλα αυτά η εξειδίκευση των παραπτωμάτων κρίνεται ιδιάζουσας σημασίας, ειδικά από τη στιγμή που οι ρυθμίσεις αφορούν ως επί το πλείστον νεαρούς ενήλικες.

Όσον αφορά την πειθαρχική διαδικασία, η νομοθετική πρωτοβουλία δεν καινοτομεί σε σχέση με τον Υπαλληλικό Κώδικα. Ειδικότερα, η πειθαρχική δίωξη για τα ελαφρά παραπτώματα ασκείται από μονοπρόσωπο όργανο, τον Πρόεδρο του Τμήματος ή τον Κοσμήτορα αναλόγως. Για τα βαρύτερα παραπτώματα ορίζεται αρμόδιο το Πειθαρχικό Συμβούλιο Φοιτητών, που αποτελείται από ακαδημαϊκούς, αλλά και εκπρόσωπο της φοιτητικής κοινότητας. Ανάλογες ρυθμίσεις περιέχει και ο Υπαλληλικός Κώδικας, όπου η αρμοδιότητα για τα όλως ελαφρά παραπτώματα ανήκει στον Προϊστάμενο, ενώ στις σημαντικότερες περιπτώσεις αναλαμβάνουν τα εκάστοτε Πειθαρχικά Συμβούλια. Η ανάθεση της αρμοδιότητας για πειθαρχική δίωξη σε ένα μονοπρόσωπο όργανο εξυπηρετεί προφανώς την ταχύτητα λήψης αποφάσεων και την απλοποίηση της διαδικασίας. Από την άλλη μεριά δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την αντικειμενικότητα και το αίσθημα ασφάλειας του δικαίου. Σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για ζήτημα νομοθετικής επιλογής που δυσχερώς επιδέχεται δικαστικής αμφισβήτησης.

Αντιλαμβανόμαστε από τα παραπάνω πως η νέα νομοθετική πρωτοβουλία ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα. Ωστόσο, το νομοσχέδιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση περιέχει και σημαντικές αποκλίσεις. Για παράδειγμα, εν αντιθέσει με τον Υπαλληλικό Κώδικα, όπου στο άρθρα 141 και 142 προβλέπονται τα δικαιώματα του Δημοσίου Υπαλλήλου για άσκηση ένστασης και προσφυγής αντίστοιχα κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων, το νέο νομοσχέδιο δεν περιέχει καμία αντίστοιχη ρύθμιση. Επομένως, σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, οι φοιτητές φαίνεται πως δεν έχουν δυνατότητα αμφισβήτησης των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων. Δεν δύνανται δηλαδή να προσβάλλουν μήτε την απόφαση κάποιου κατώτερου πειθαρχικού οργάνου ενώπιον ανώτερου (ένσταση), μήτε να κινηθούν δικαστικά κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων (προσφυγή). Τα μέσα υπεράσπισης που παρέχονται στους φοιτητές περιορίζονται στην αυτονόητη δυνατότητα απολογίας, στο δικαίωμα διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης και κλήσεως μαρτύρων υπεράσπισης. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται ένα νομοθετικό κενό. Αν το κενό δεν καλυφθεί μεταγενέστερα είτε με ρητή ρύθμιση, είτε με διατάξεις, που παραπέμπουν σε άλλο ρυθμιστικό πλαίσιο, θα προκύψει μείζον ζήτημα αποτελεσματικής προστασίας των φοιτητών έναντι των αποφάσεων που περιορίζουν τα δικαιώματά τους. Ιδιαιτέρως η μη πρόβλεψη δικαστικής προστασίας θα συνιστά σημαντικό περιορισμό στο άρθρο 20 του ελληνικού Συντάγματος “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματά ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει”.

Οι διαφορές μεταξύ του Υπαλληλικού Κώδικα και της νομοθετικής πρωτοβουλίας όμως δεν αφορούν μόνο την άμυνα έναντι των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων. Ανάλογο προβληματισμό προκαλεί και η μη πρόβλεψη διαδικασίας προκαταρκτικής εξέτασης ή Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης πριν την άσκηση της δίωξης. Συγκεκριμένα, ενώ στα άρθρα 125 και 126 του Υπαλληλικού Κώδικα προβλέπεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή ΕΔΕ, εκ μέρους του μονοπρόσωπου πειθαρχικού οργάνου, η νομοθετική πρωτοβουλία δεν προβλέπει καμία διαδικασία πριν την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης. Οι φοιτητές επομένως φαίνεται ότι δεν δικαιούνται υπεράσπισης και εξέτασης πριν την άσκηση της δίωξης, αφού η απολογία τους πραγματοποιείται αφότου η διαδικασία ξεκινήσει. Φαίνεται ότι και σε αυτήν την περίπτωση η αποτελεσματικότερη προστασία των φοιτητών θυσιάζεται στο βωμό της ταχύτητας και της ανάγκης για γρήγορη διεκπεραίωση των υποθέσεων.

Οι παραπάνω ελλείψεις στην νέα νομοθετική πρωτοβουλία δημιουργούν ένα κλίμα αβεβαιότητος σε σχέση με την προστασία των φοιτητών. Πέρα από την ανάγκη για ταχεία διεκπεραίωση των πειθαρχικών διαδικασιών δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ποια κίνητρα οδήγησαν τον νομοθέτη σε αυτές τις ουσιώδεις παραλείψεις. Ειδικά η μη πρόβλεψη δυνατότητας άμυνας έναντι των πειθαρχικών αποφάσεων ίσως προκαλεί και ζήτημα εφαρμογής της αρχής της ισότητας του άρ. 4§1 Συντάγματος, που επιβάλει όμοια αντιμετώπιση των όμοιων καταστάσεων. Φυσικά δημόσιοι υπάλληλοι και φοιτητές δεν αποτελούν ακριβώς “όμοια κατάσταση”. Εντούτοις, κατά την άποψή μας, οι φοιτητές, ευρισκόμενοι σε μεγάλο ποσοστό σε νεαρή, ευαίσθητη ηλικία, θα έπρεπε να απολαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερης προστασίας σε σχέση με τους δημοσίους υπαλλήλους, έναντι αποφάσεων που φτάνουν μέχρι και την οριστική διαγραφή τους από το πανεπιστημιακό ίδρυμα.

Σχετική με την ευαίσθητη, υπό διαμόρφωση, προσωπικότητα των φοιτητών είναι και η τελευταία μας παρατήρηση, αναφορικά με το είδος των ποινών. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που οι φοιτητές κριθούν ένοχοι για πειθαρχικό παράπτωμα αντιμετωπίζουν ποινές, που κυμαίνονται από απαγόρευση συμμετοχής σε εξεταστική, μέχρι και προσωρινή ή οριστική τους διαγραφή από τη σχολή τους. Οι εν λόγω ποινές, αν και συνδέονται με τη φοιτητική ιδιότητα, φαίνεται πως έχουν αμιγώς τιμωρητικό χαρακτήρα. Διαφαίνεται πως δεν στοχεύουν στην αναμόρφωση του φοιτητή, στη συνειδητοποίηση της βαρύτητας των πράξεών του. Βεβαίως ούτε οι πειθαρχικές ποινές του Υπαλληλικού Κώδικα έχουν αντίστοιχο χαρακτήρα. Ωστόσο θεωρούμε πως η κοινωφελής εργασία, ως συμβολή αποκατάστασης των συνεπειών στο πανεπιστημιακό ίδρυμα θα ήταν μια λύση που θα ωφελούσε τόσο τους φοιτητές, όσο και την ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι φοιτητές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι νέοι και διαθέτουν εύπλαστη προσωπικότητα. Η καλλιέργεια ευσυνειδησίας καθίσταται άρα ευκολότερη. Οι τιμωρητικές ποινές μπορούν να περιέλθουν σε δεύτερη μοίρα.