Home > Νέα > Τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του Τάκη Λουκανίδη

Τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του Τάκη Λουκανίδη

Τέσσερα χρόνια από

τον θάνατο του Τάκη Λουκανίδη

Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα 11 Ιανουαρίου από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο Τάκης Λουκανίδης. Η μεγάλη αυτή προσωπικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, που κόσμησε με την παρουσία του, από το ξεκίνημα του και τα παιδικά του χρόνια στη Δράμα και διαμέσου όλων των ομάδων, τις φανέλες που φόρεσε.

Το πλούσιο ποδοσφαιρικό βιογραφικό του και η έντονη αγωνιστική παρουσία του είναι συνακόλουθα του μεγάλου ταλέντου του, για το οποίο χαρακτηρίστηκε ως ο “πληρέστερος ποδοσφαιριστής που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα”.

Δεν είναι τυχαίος ο θρύλος που τον συνοδεύει και που τον προσδιοριζει σαν τον πιο πολυσύνθετο ποδοσφαιριστή που αναδείχθηκε στην Ελλάδα και λέει πως μπορούσε να παίξει ποδόσφαιρο από τη θέση του τερματοφύλακα  ως και την οποιαδήποτε θέση επιθετικού ποδοσφαιριστή.

Διέπρεψε σαν ανασταλτικός χαφ. Σαν επιθετικός μέσος, σαν κεντρικός αμυντικός και όπου τον χρησιμοποιούσαν οι εκάστοτε προπονητές του.

Οι ιστορίες που τον συνόδευαν στην πολύκροτη καριέρα του ήταν σημαντικές και πολυποίκιλες. Ανατρέχοντας στην αυτοβιογραφία του μπορούμε να συλλέξουμε μερικές.

Μία από αυτές τις ιστορίες, προφανώς άγνωστη στο ευρύτερο κοινό, έχει να κάνει  με ένα περιστατικό που τον οδήγησε για ένα μήνα στις φυλακές της Καλλιθέας στην Αθήνα.

Ήταν με αφετηρία, ένα περιστατικό που συνέβη σε ταβερνάκι της Πεύκης, Ιούνιο του 1964. Διηγείται ο ίδιος: «Ήταν βράδυ όταν πήγαμε με φίλους μου σε ένα ταβερνάκι. Το μαγαζί δεν είχε κίνηση κι αποφασίσαμε να πάμε μέσα και να βάλουμε τραγούδια στο τζουκ μποξ. Ο ταβερνιάρης μας είπε “παιδιά δεν μπορεί να λειτουργήσει μετά τα μεσάνυχτα το τζουκ μποξ, απαγορεύεται”.

Του απάντησα: “Ναι εντάξει μπάρμπα δεν πειράζει”. Καθίσαμε και ακούγαμε τα τραγούδια και διασκεδάζαμε όταν κατά τις 12:30 – 1:00 χωρίς να υποχρεώσουμε ούτε μία φορά τον ταβερνιάρη να μας κάνει σύσταση αποφασίσαμε να φύγουμε. Εγώ με έναν από τους φίλους μου βγήκαμε πρώτοι από την ταβέρνα πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητό μου και διανύσαμε αρκετή απόσταση απορροφημένοι από τη συζήτηση έτσι που δεν καταλάβαμε ότι ήμασταν μόνοι και ότι οι υπόλοιποι της παρέας δεν είχαν ακολουθήσει. Γυρίσαμε σιγά-σιγά πίσω να δούμε τι συμβαίνει και όταν φτάσαμε στους υπόλοιπους ρωτήσαμε:  “Γιατί αργείτε ρε παιδιά τι συμβαίνει;”

Ο κύριος μας ζητάει τα στοιχεία μας να μας κάνει μήνυση για διατάραξη κοινής ησυχίας ήταν η απάντηση των φίλων μου.  Κοίταξα τον περίπου 35χρονο ψηλό κύριο που φορούσε πολιτικά ρούχα και τον ρώτησε απορημένος “τι συμβαίνει, ποιος είστε:”

-Τι σε νοιάζει μου απάντησε.

-Μας ζητάτε τα στοιχεία μας χωρίς να ξέρουμε ποιος είστε;

Αντί για άλλη απάντηση μου είπε: “Επειδή είσαι ο Λουκανίδης νομίζεις ότι μπορείς να μου κάνεις έλεγχο;”

-Οχι επειδή είμαι ο Λουκανίδης αλλά επειδή ζητάτε στοιχεία, οφείλετε να μας δείξετε την ταυτότητά σας αν είστε αστυνομικός”.

– Είμαι ενωμοτάρχης είπε.

– Καλά κάνετε, οφείλεται όμως να μας δείξετε την ταυτότητά σας, απάντησα.

-Εγώ να κάνω κάτι τέτοιο; Δεν είμαστε καλά, συνέχισε ο ενωμοτάρχης, ενοχλημένος.

-Τότε αν εσείς είστε ενωμοτάρχης, εγώ είμαι στρατηγός, του είπα και ζητώ να καθίσετε προσοχή. Θα καθίσετε; απάντησα.

Η συζήτηση ήταν αδιέξοδη δεν έβγαζε άκρη και τότε γυρίζοντας προς την παρέα μου, είπα “παιδιά πάμε”.

Ο ψηλός με τα πολιτικά που δήλωνε ενωμοτάρχης φαίνεται ότι θίχθηκε και ίσως να ένιωσε και μειωμένος για αυτό συνέχισε να ζητάει τα στοιχεία μας με επιμονή και να υψώνει τη φωνή του ανεβάζοντας τους τόνους της.

“Αν είσαι ο Λουκανίδης σε γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια”. Εγώ του λέω:  “αν είσαι ενωμοτάρχης σε γράφω δύο φορές στα δικά μου απάντησα.  Είπε, του είπα, λόγο με το λόγο βρεθήκαμε κοντά σε απόσταση ενός μέτρου κι  εκείνο το βράδυ που  θυμάμαι πως φορούσα καινούργιο κουστούμι, με έπιασε από τα μπράτσα και με τραβούσε, τα άλλα παιδιά προσπάθησαν να μας χωρίσουν και γινόταν  πανδαιμόνιο.  Κάποια στιγμή τραβώντας με, σκίστηκαν τα μανίκια από το σακάκι μου και τότε ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου.  Του έδωσα μία δυνατή σπρωξιά και το σώμα του παραπάτησε, προσπάθησε να στηριχτεί, δεν μπόρεσε και με άφησε.  Του έδωσα μερικές γροθιές ώσπου να μας χωρίσουν και μολονότι μπορούσα να φύγω δεν το έκανα.  Αισθανόμουνα ότι δεν έφταιγα για να φύγω και θα ήταν άνανδρο να το βάλω στα πόδια. Ηρθε σε λίγο ένα περιπολικό κι ένας αστυνομικός ήρθε κοντά μου και μου είπε ότι πρέπει να πάω στο τμήμα της περιοχής.

Το επεισόδιο κατέληξε άσχημα για μένα. Με κατηγόρησαν για αντίσταση κατά της αρχής και για τεντιμποϊσμό, με το νόμο 4000, με παρέπεμψαν σε δίκη, το δικαστήριο με δίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών, τότε τις ποινές αυτές δεν μπορούσες να τις πληρώσεις και πέρασα  στο τμήμα της Πεύκης μία εβδομάδα που μου φέρθηκαν πολύ καλά.

Υστερα με πήγαν στη φυλακή της Καλλιθέας που ήταν κυρίως κρατούμενοι για οικονομικές  εκκρεμότητες προς το κράτος, κάθισα ένα μήνα στη φυλακή Καλλιθέας αλλά η υπόθεση μου επανεξετάστηκε, χαρακτηρίστηκε καλή η συμπεριφορά μου στο μήνα της φυλάκισης μου, το περιστατικό κρίθηκε πως δεν εμπίπτει στον Νόμο 4000, εξαγόρασα το υπόλοιπο της ποινής μου και ξαναγύρισε στον Παναθηναϊκό, στα γήπεδα και στους φιλάθλους».

Τέτοιες θλιβερές αλλά πάρα πολλές άλλες δοξαστικές ιστορίες είχε στη διάρκεια της ζωής του και της μεγάλης καριέρας του ο Τάκης Λουκανίδης, ένα πραγματικά σημαντικό και ιστορικό πρόσωπο για το ελληνικό ποδόσφαιρο, ο παίκτης που έκανε την διαφορά στον Παναθηναϊκό και στις άλλες ομάδες που αγωνίστηκε, σε μία εποχή που τα “αστέρια” ήταν μεν διάσπαρτα σε όλη την ελληνική επικράτεια, αλλά ελάχιστα έλαμπαν εκτυφλωτικά σαν τον Τάκη Λουκανίδη. Η απώλεια του σαν σήμερα 11 Ιανουαρίου 2018 ήταν μία μέρα θλίψης για το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ