Το άγνωστο μνημείο του Άγνωστου
Στρατιώτη στη Νέα Κρώμνη
Γεωργία Μπακάλη
Σε ένα υπερυψωμένο αλσύλλιο νότια της Νέας Κρώμνης ορθώνεται σιωπηλό το λιτό ταφικό μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Τόπος δροσιάς και μνήμης. Η –μάλλον άγνωστη– ιστορία του μας παραπέμπει σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα συνδεδεμένα με τις τύχες του τόπου μας. Ήταν οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) που άλλαξαν τον χάρτη των Βαλκανίων και διπλασίασαν την Ελλάδα με την ενσωμάτωση των Νέων Χωρών. Λίγο μετά το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ακολούθησε η σκληρή Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918) για την Ανατολική Μακεδονία. Βαρύς ο φόρος αίματος στα πεδία των μαχών.
Πίσω στο μακρινό 1925. Ο στρατηγός Μιλτιάδης Κοιμήσης –ο άνθρωπος που το 1927 ανακηρύχτηκε ευεργέτης του Γυμναστικού Συλλόγου ΔΟΞΑ–, θέλοντας να αποτίσει φόρο ευγνωμοσύνης προς τους υπέρ της πατρίδας πεσόντες κατά τους πολέμους των ετών από το 1912 μέχρι το 1918, συνέλεξε τα οστά τους από διάφορα σημεία της Δράμας και της Καβάλας.[1] Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανακοίνωση του προγράμματος της τελετής που εξέδωσε η ενταύθα ΙΧ Μεραρχία Ανατολικής Μακεδονίας, στις 19 Ιουλίου 1925 έγινε η τελετή της ανακομιδής «δεκαεννέα γνωστών και αγνώστων Ελλήνων στρατιωτών» και της εκφοράς τους από τη Μητρόπολη, όπου ο Μητροπολίτης Λαυρέντιος τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση, στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο, που βρισκόταν στην έξοδο της πόλης προς την Προσοτσάνη και δίπλα στο Κρατικό Νοσοκομείο.[2] Εκεί ανοίχτηκαν δέκα τάφοι όπου τοποθετήθηκαν τα κιβώτια με τα οστά των γνωστών στρατιωτών και ένας κοινός τάφος για τα οστά των αγνώστων. Ο λοχαγός του Πεζικού Π. Κάτσαρης και ο στρατηγός Μ. Κοιμήσης εκφώνησαν επιτάφιους λόγους.[3]
Στο πιο ωραίο προάστιο της πόλης έγινε η ταφή. Και στην αρχαία Αθήνα το δημόσιο νεκροταφείο βρισκόταν «επί του καλλίστου προαστείου της πόλεως» (Θουκυδίδης 2, 34.5). Άλλωστε η περιγραφή της τελετής αυτής θυμίζει την τελετή του ενταφιασμού των Αθηναίων (αναίρεσις, πρόθεσις, εκφορά, ταφή, επιτάφιος λόγος) που σκοτώθηκαν τον πρώτο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπως περιγράφεται στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη. Ενώ αρχικά υπήρχαν μόνο κάποιοι σταυροί με την επιγραφή Άγνωστος, ο Κοιμήσης εξέδωσε διαταγή για τη σύσταση επιτροπής, υπό την προεδρεία του, με σκοπό να μελετήσει και να ανεγείρει μνημείο υπέρ των πεσόντων. Και αποτάθηκε προς τους Δήμους και τις Κοινότητες της Ανατολικής Μακεδονίας κάνοντας έκκληση να ψηφίσουν από τον προϋπολογισμό τους ένα ποσό για τον σκοπό αυτό.[4] Ο «φιλοπρόοδος», όπως τον χαρακτήριζε ο Τύπος, στρατηγός Κοιμήσης καθημερινά επισκεπτόταν τον ιερό χώρο και έδινε οδηγίες στον επικεφαλής αξιωματικό που ανέλαβε τη σχετική φροντίδα. Μετά την αποπεράτωση και περίφραξη του τάφου θα ακολουθούσε δεντροφύτευση με τη συνδρομή γεωπόνων και των τοπικών κοινωνιών, Δράμας και Καβάλας.[5] Έτσι δημιουργήθηκε το άλσος. Μετά την ανέγερση του μνημείου τελούνταν κάθε χρόνο στις αρχές Μαρτίου το καθιερωμένο μνημόσυνο «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των εν πολέμοις πεσόντων»[6]. Χάριν της μνήμης των δέκα γνωστών στρατιωτών παραθέτουμε τα ονόματά τους: «Παρασκευάς [Άγνωστος], Καραγεώργος Σ., Βασιλόπουλος Θεόδ., Κορομηλάς Νέστωρ, Ντόλιος Ν., Καλύβας Ευθύμιος, Κρίλεσης Ιωάννης, Βασιλόπουλος Προκόπιος, Σκόπας Κ., Λιχνός Αντ., και οκτώ άγνωστοι»[7].
Στον Μεσοπόλεμο τόσο οι γηγενείς της Δράμας όσο και οι πρόσφυγες είχαν λόγους να τελούν μνημόσυνα, μεταπολεμικά δε όλοι οι κάτοικοι ως μέλη μιας ενιαίας κοινότητας. Με συλλογικές μνημονικές πρακτικές (ομαδικά μνημόσυνα, επετείους) και με τη δημιουργία μνημονικών αναφορών στον χώρο (μνημεία, ονοματοθεσίες οδών κτλ.) οργανώθηκε η μνήμη. Μνημόσυνο υπέρ των «ψυχών των εξ ασιτίας θανόντων, των σφαγέντων, δολοφονηθέντων, απαγχονισθέντων υπό των Βουλγάρων και των εις την εν Βουλγαρία εξορίαν και καταναγκαστικά έργα μαρτυρησάντων αδελφών ημών από 1916-18».[8] Μνημόσυνο «υπέρ των Σφαγιασθέντων Μικρασιατών». Μνημόσυνο «υπέρ των Πεσόντων ηρώων εν Πόντω». Μνημόσυνο «υπέρ των εν Μικρά Ασία πεσόντων». Μνημόσυνο «υπέρ των πεσόντων Εφέδρων». Μνημόσυνο «υπέρ του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου». Μνημόσυνα και μετά το 1944. Μνημόσυνο «υπέρ των Σφαγιασθέντων υπό των Βουλγάρων κατά το έτος 1941 Δραμηνών». Μνημόσυνο «υπέρ των απολεσθέντων ποδοσφαιριστών και προσκόπων», το οποίο τέλεσε ο Γυμναστικός Σύλλογος Ελπίς το 1946.
Γηγενείς και πρόσφυγες μερίμνησαν για την ανέγερση μνημείων (ανδριάντες, προτομές, αναμνηστικές πλάκες), ναών και μονών. Εμβληματική για τη μνήμη των απανταχού Ποντίων η ανέγερση της Λαυρεντιανής Μονής (Νέα Σουμελά) στο δυτικό τέρμα της Νέας Κρώμνης. Οι πρόσφυγες έδωσαν τα ονόματα των πατρίδων τους σε χωριά, συνοικισμούς, οδούς και στους εθνοτοπικούς συλλόγους που ίδρυσαν αμέσως μετά την έλευσή τους στη Δράμα (Αδριανουπολιτών, Σαράντα Εκκλησιωτών, Ελλήσποντος, Ιωνία, Σύνδεσμος Ποντίων, Σύλλογος Ποντίων Οπλαρχηγών «Ο Αλύτρωτος Πόντος», Φιλόπτωχος Ένωσις Φλογητανών κ.ά). Αθλητικοί σύλλογοι διατηρούσαν την ανάμνηση και τον χαρακτήρα της προσφυγικής τους προέλευσης μέσω της ονομασίας (Πρόσφυξ, Ανατολή, Βυζάντιο, Νέα Κρώμνη, Ακρίτας, Νέα Στενήμαχος κ.ά.). Τα ομαδικά μνημόσυνα και οι μνημονικές αναφορές λειτουργούσαν ενοποιητικά και ως μηχανισμός συνοχής για τις κοινότητες γηγενών και προσφύγων και τις γενιές τους.
——————————————–
[1] Θάρρος, 28.5.1928.
[2]Στο ίδιο, 18.7.1925.
[3] Ο Αγών, 20.7.1925.
[4] Θάρρος, 28.5.1928.
[5] Στο ίδιο, 23.1.1929 & 15.10.1934.
[6]Στο ίδιο, 1.3.1931.
[7] Ο Αγών, 20.7.1925
[8] Μακεδονία, 23.6.1919.


