Home > Αρθρα > Η συνεισφορά των Μακεδόνων στην Εθνεγερσία του 1821 Του κ. Κων/τινου Β. Χιώλου Διδάκτορος Νομικής – Επιτ. Δικηγόρου

Η συνεισφορά των Μακεδόνων στην Εθνεγερσία του 1821 Του κ. Κων/τινου Β. Χιώλου Διδάκτορος Νομικής – Επιτ. Δικηγόρου

Η συνεισφορά των Μακεδόνων στην Εθνεγερσία του 1821

Του κ. Κων/τινου Β. Χιώλου

Διδάκτορος Νομικής – Επιτ. Δικηγόρου

 

Όταν την 25η Μαρτίου 1821, υπό τις ευλογίες της Εκκλησίας, υψώνετο στην Αγία Λαύρα η Σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως, οι Μακεδόνες, που ανέκαθεν έμειναν πιστώς προσηλωμένοι στις αρχές, τα ιδανικά και τα πεπρωμένα της Ελληνικής Φυλής και ως αποστολή τους έταξαν την διαρκή προστασία και άμυνα της Ελλάδος και που ανέκαθεν προμαχούν εις όλους τους Αγώνας του περιουσίου ημών Ελληνικού Έθνους, εξεγέρθησαν και αυτοί υπό την αρχηγία και τις οδηγίες του εκλεκτού τέκνου των Σερρών Εμμανουήλ Παπά και συμμερίσθησαν την τύχη της λοιπής Ελλάδος, μη υπολειφθέντες σε ηρωισμούς και αυτοθυσίες και συνεισέφεραν αποφασιστικά ό,τι μπορούσαν στην Εθνεγερσία του 1821.

Τα ιστορικά γεγονότα μαρτυρούν, ότι η συνεισφορά των Μακεδόνων εις τον υπέρ της Ελευθερίας των Ελλήνων Ιερόν Αγώνα του ’21, υπήρξε λίαν αποφασιστικής σημασίας και σπουδαιότητος.

Με τρεις μεγάλες επαναστατικές εστίες που δημιούργησαν οι Μακεδόνες, ήτοι υπό τον Αρχιστράτηγο των Μακεδονικών Δυνάμεων Εμμανουήλ Παπά στην Ανατολική Μακεδονία, στην Χαλκιδική και το Άγιο Όρος, υπό τους Αγγελή Γάτσο και Ζαφειράκη Θεοδόσιο και Καρατάσο στην περιοχή Βεροίας, Ναούσης και Εδέσσης και υπό τους Γρηγόριο Σάλα, Νικόλαο Κασομούλη και Διαμαντή Ολύμπιο, αντιστάθηκαν σθεναρώς στους Τούρκους και συνέβαλαν τα μέγιστα στην επιτυχή έκβαση του Ιερού εκείνου Αγώνος των Πανελλήνων.

Εις τας Παραδουναβίους Ηγεμονίας και εις το εκεί διεξαχθέντα Αγώνα, έλαβαν ενεργό μέρος και πολλοί Μακεδόνες, όπως ο Γεώργιος Ξενοκράτης και ο Νικόλαος Τουζουνίδης από την Θεσσαλονίκη, οι οποίοι εφονεύθησαν την 17η Ιουνίου 1821 κατά την επική μάχη του Σκουλενίου και ο Γεωργάκης Ολύμπιος, αρματωλός του Ολύμπου, ο οποίος υπήρξε εκ των πλέον επιφανών αγωνιστών της Επαναστάσεως του 1821.

Πολλοί ήσαν οι Μακεδόνες, οι οποίοι αγωνίσθηκαν και διακρίθηκαν για την συμβολή τους στην επιτυχή έκβαση της Επαναστάσεως του ’21.

Εκείνος, όμως, που κατ’ εξοχήν λαμπρύνει τις Δέλτους της Εθνικής μας Ιστορίας και τιμά αναμφίβολα την Μακεδονία, είναι ο εκ Σερρών καταγόμενος Εμμανουήλ Παπάς, Αρχιστράτηγος των Μακεδονικών Δυνάμεων, ο οποίος για την ιερή υπόθεση του υπέρ της εθνικής μας ανεξαρτησίας, απελευθερωτικού Αγώνος, διέθεσε, εκτός από την τεράστια περιουσία του, και την ζωή του, καθώς, επίσης, και την ζωή όλων των λοιπών μελών της πολυμελούς οικογενείας του, αποτελουμένης από τον ίδιο, την σύζυγό του, τους 8 υιούς του και τις 3 θυγατέρες του.

Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννηθείς στο χωριό Δοβίτσα (νυν Εμμανουήλ Παπάς) των Σερρών, τραπεζίτης και μεγαλέμπορος, ετέθη επικεφαλής του επαναστατικού κινήματος της Ανατολικής Μακεδονίας, της Χαλκιδικής και των μοναχών του Αγίου Όρους, αναπτύξας μεγάλην δράσιν.

Η Επανάσταση της Χαλκιδικής, προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην Κυβέρνηση της Τουρκίας, η οποία, προκειμένου να ανακόψη την επέκτασή της διώρισε ως Πασσά της Θεσσαλονίκης τον Αμπούλ Αβούδ με την εντολή να εκστρατεύση κατά Χαλκιδικής και να καταπνίξη στο αίμα την Επανάσταση των Ελλήνων. Περί τα τέλη Οκτωβρίου, ο Αμπούλ Αβούδ, επικεφαλής 14.000 ανδρών, εξεστράτευσε εναντίον της Κασσάνδρας, την οποίαν υπεράσπιζαν περί τους 600 μαχητές και κατέλαβε αυτήν έπειτα από πολλές απώλειες του στρατού του.

Απογοητευμένος ο Εμμανουήλ Παπάς από την δυσμενή εξέλιξη των γεγονότων στην Χαλκιδική, ανεχώρησε από την Κασσάνδρα, σκοπεύων να μεταβή στην Ύδρα και να επιτύχη την αποστολή βοηθείας προς συνέχισιν του Αγώνος στην Χαλκιδική. Αλλά δεν ήταν, φευ, πεπρωμένον να φθάση στην Ύδρα, διότι εξαντλημένος από τις κακουχίες και από τις έντονες συγκινήσεις της τραγικής του περιπέτειας, απέθανε την 5ην Δεκεμβρίου 1821 εντός του πλοίου σε ηλικία μόλις 48 ετών, καθ’ ην στιγμήν τούτο παρέπλεεν τον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) και ετάφη με μεγάλες τιμές στην Ύδρα. Έτσι, εξέλιπε μια συμπαθέστατη μορφή του Ιερού Αγώνος του 1821 ο ακραιφνής και δυναμικός εκείνος Έλληνας, στον ένθερμο πατριωτισμό του οποίου ωφείλετο η επαναστατική κίνηση της Μακεδονίας. Το Έθνος εστερήθη του «Αρχιστρατήγου των Μακεδονικών Δυνάμεων», Εμμανουήλ Παπά, τίτλον που απενεμήθη εις αυτόν υπό του Δημητρίου Υψηλάντη, Γενικού Επιτρόπου της εν Ναυπλίω Επαναστατικής Κυβερνήσεως, διότι «ιδίαις αυτού δαπάναις εξήγειρε την Μακεδονίαν εις επανάστασιν, προσενεγκών υψίστας υπηρεσίας υπέρ της κοινής ελευθερίας και συνέδραμεν τους αδυνάτους ομογενείς της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρειας και όλης της Χαλκιδικής.

Τελικώς, η Επανάσταση στην Μακεδονία κατεπνίγη στο αίμα, αφού οι Τούρκοι διέθεσαν προς τούτο μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Παρά ταύτα, όμως, το αγωνιστικό φρόνημα των Μακεδόνων δεν εκάμφθη και συνέχισαν ούτοι τον Αγώνα, παρέχοντες την συνδρομή τους στην λοιπή αγωνιζόμενη Ελλάδα και προσφέροντες εις αυτήν τους βραχίονας και το αίμα τους. Πολλοί εξ αυτών διακρίθηκαν στις μάχες για την τόλμη, την ανδρεία, την αυταπάρνηση και το γενναίο φρόνημά τους.

Προκειμένου, λοιπόν, να συνεχίσουν τον Αγώνα τους και την πολύτιμη συνεισφορά τους στην Εθνεγερσία, κατήλθαν στην Νότια Ελλάδα και αφού συγκρότησαν την Μακεδονική Φάλαγγα, παρέσχον αμέριστη την συνδρομή τους στην απελευθέρωση του Γένους των Ελλήνων μέχρι του διπλωματικού τέρματος της Ελληνικής Επαναστάσεως που έλαβε χώραν το έτος 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, δια του οποίου ανεγνωρίσθη διεθνώς το Ελληνικό Κράτος με όρια τον Σπερχειό και τον Αχελώο.

Παραλλήλως, προς τους πολεμιστάς κατέφυγον στην αγωνιζόμενη υπόλοιπη Ελλάδα από όλα τα υπόδουλα μέρη και λόγιοι και επιστήμονες, έχοντες σπουδάσει στο εξωτερικό, των οποίων ήταν μεγάλη η έλλειψη κατά την εποχή εκείνη. Δια τούτο και όλοι οι μορφωμένοι άνδρες μόλις κατήλθαν στην Ελλάδα εχρησιμοποιήθησαν αμέσως στην συγκρότηση και λειτουργία της νέας κρατικής μηχανής. Έτσι, μεταξύ άλλων από τα κυριώτερα διοικητικά στελέχη του νέου Ελληνικού Κράτους, υπήρξαν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης από το Μελένικο, που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822. Θα παραμείνει σε εσαεί υπόδειγμα αμερολήπτου και αδεκάστου δικαστικού λειτουργού, εκ του ότι ως Πρόεδρος του συγκροτηθέντος στο Ναύπλιο εκτάκτου Δικαστηρίου, αρνήθηκε πεισμόνως μετά του συναδέλφου Γεωργίου Τερτσέτη, να υποκύψη στις πιέσεις των Βαυαρών και να καταδικάση σε θάνατο, όπως του ζητούσαν επιμόνων, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Εξ άλλου, αξιοσημείωτος και αξία πάσης εξάρσεως, είναι, επίσης, και η ανεπανάληπτη Εποποιία και η ομαδική αυτοθυσία των ηρωίδων γυναικών της Ναούσης, κατά την οποία αι γυναίκες αυτής την 6η Απριλίου 1822, με τα μικρά παιδιά στην αγκάλη τους, αποκλεισθείσες από Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, ετράπησαν σε ύψωμα στην βραχώδη όχθη της Αραπίτσας και για να μην πέσουν εις χείρας των Τούρκων και για να αποφύγουν τις από αυτούς ατιμώσεις, ερρίπτοντο στα καταρρακτώδη νερά του ποταμού, ως άλλες Σουλιώτισσες και επανέλαβαν έτσι ένα νέο Ζάλογγο, τον χορό της Αραπίτσας.

Η Επανάσταση της Ναούσης θα αποτελεί αιώνιο παράδειγμα ηρωικής αυτοθυσίας προς μίμηση, προβάλλουσα ως αστέρας πρώτου μεγέθους μέσα στο στερέωμα του Ελληνικού Πανθέου της Εθνεγερσίας του 1821.

Από τα προαναφερόμενα, ανενδοίαστα προκύπτει, ότι η συνεισφορά των Μακεδόνων στην Εθνεγερσία του 1821, υπήρξε αποφασιστικής σημασίας και σπουδαιότητος. Τούτο είναι καθολικής παραδοχής και αναγνωρίσεως.

Οι Μακεδόνες από της αρχής μέχρι του τέλους τας αρχαίας Ιστορίας παρέμειναν πιστώς προσηλωμένοι στις αρχές, τα ιδανικά και τα πεπρωμένα της Ελληνικής Φυλής και ως αποστολή τους έταξαν την διαρκή προστασία και άμυνα της Ελλάδος. Περί αυτού έχουμε την μαρτυρία του επιφανούς ιστορικού Πολυβίου, ο οποίος την ιστορική αυτή αποστολή των Μακεδόνων την περιγράφει, λέγων ότι… και πηλίκης δει τιμής αξιούσθε Μακεδόνας, οι τον πλείω του βίου χρόνον ου παύονται διαγωνιζόμενοι προς τους βαρβάρους υπέρ της των Ελλήνων ασφαλείας˙ ότι γαρ αεί ποτ’ αν εν μεγάλοις ην κινδύνοις τα κατά τους Έλληνας, ει μη Μακεδόνας είχομεν πρόφραγμα…» (δηλαδή ποία και πόσο μεγάλη τιμή πρέπει να λάβουν οι Μακεδόνες, που το περισσότερο διάστημα της ζωής τους δεν παύουν να αγωνίζονται εναντίον των βαρβάρων για την ασφάλεια των Ελλήνων, οι οποίοι θα ήσαν πάντοτε εκτεθειμένοι σε μεγάλους κινδύνους, αν δεν είχαν ως πρόφραγμα τους Μακεδόνας…» (Πολυβίου Ιστορία, θ’ 35). Πράγματι, αν δεν υπήρχαν οι Έλληνες της Μακεδονίας, η Ελλάς θα κινδύνευε πολλές φορές να υποδουλωθή στους κατά καιρούς ποικίλους επιβούλους της εδαφικής της ακεραιότητας και της εθνικής της ανεξαρτησίας και επομένως ο Ελληνισμός δεν θα ήταν δυνατόν να θεμελιώση απερίσπαστος τον Κλασσικό Πολιτισμό που εκληροδότησε στη σύγχρονη Ανθρωπότητα.

Η Μακεδονία, λοιπόν, κατά τον ιστορικό Πολύβιο, εκτός του ότι ήταν αναμφίβολα Ελληνική από αμνημονεύτων χρόνων, υπήρξε επί πλέον και ο προμαχών του Ελληνισμού.

Ημείς οι επιγενόμενοι, αδελφωμένοι και αμονοούντες, καλούμεθα να συνεχίσουμε το εθνικό μεγαλούργημα των ενδόξων προγόνων μας, με πίστη και αφοσίωση στην Ορθόδοξη Χριστιανική μας Πατρίδα – την Πατρίδα των Πατρίδων – για την αντί πάσης θυσίας διαφύλαξη των ιερών και οσίων του περιουσίου Ελληνικού μας Έθνους.