Home > νέα > Ο «ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ» (Ιστορία, όπως την έγραψαν οι πρωταγωνιστές της) Tου Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη

Ο «ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ» (Ιστορία, όπως την έγραψαν οι πρωταγωνιστές της) Tου Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη

Ο «ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ»

(Ιστορία, όπως την έγραψαν οι πρωταγωνιστές της)

Tου Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη

 

Μια πολύ αξιόλογη μορφή του αντάρτικου της κατοχής για τη συγκράτηση και την αποφυγή των αιματηρών παθών στο νομό Δράμας, αποδείχτηκε και ο Στέργιος Σταυρίδης. Πρωταγωνιστικός υπήρξε ο ρόλος του και στην είσοδο ΕΛΑΣ και Βουλγάρων στην Καβάλα στις 13-9-44.

Η εθνική του προσφορά υποτιμήθηκε και αγνοήθηκε από την ιστορική και άλλη βιβλιογραφία της εποχής κατά τρόπο ανάρμοστο. Το σημείωμα αυτό αποτελεί αφιέρωμα στη μνήμη του.

Στις 7-4-1999 άλλος ένας «γέρο-πλάτανος» έγειρε το κορμί του στη δίνη του χρόνου. Η Δραμινή κοινωνία έχασε έναν από τους ελάχιστους βετεράνους της εθελοθυσίας. Ο Στέργιος Σταυρίδης, ο εξαιρετικός άνθρωπος, ο μεγάλος πατριώτης και ο γενναί­ος πολέμαρχος, έφεδρος λοχαγός του Ελληνικού Στρατού στο B΄ Παγκόσμιο Πό­λεμο και ο λοχαγός-καπετάνιος στην Αντίσταση του λαού της Αν. Μακεδονίας και Θράκης, πέρασε από τον κόσμο των αισθήσεων στον κόσμο της αιώνιας μνήμης.

Είδε το φως του ήλιου το 1914 και πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στο Ουρούμ Γενίκιοϊ της Ανατολικής Ρωμυλίας. Εκεί, σε μια από τις κοιτίδες του ελ­ληνικού πολιτισμού, τις ανθούσες αλησμόνητες πατρίδες, έμαθε και τα πρώτα ελ­ληνικά γράμματα.

Η συνθήκη της Λωζάννης παραχώρησε μεταξύ άλλων και την ιδιαίτερη πατρί­δα του και την περιοχή της στη γειτονική Βουλγαρία και το 1925 ο Στέργιος βρέ­θηκε προσφυγόπουλο στις Αμπέλους Νιγρίτας Σερρών. Ο δάσκαλος του μονοθεσίου δημοτικού σχολείου του χωριού, κ. Φαναράς από την Κωνσταντινούπολη, τον έγραψε στην τρίτη τάξη, αλλά στα μέσα της σχολικής χρονιάς, οι επιδόσεις του τον έφεραν στην επόμενη τάξη και το 1928, πήρε με άριστα το απολυτήριο του, μαζί με δυο άλλους, όλους κι όλους, συμμαθητές του.

STERGIOS STAVRIDHS1

2 Νοεμβρίου 1944 γράφει από πίσω η φωτο. Κυβερνητικό κλιμάκιο , προερχόμενο από το Κάιρο, επισκέπτεται τη Δράμα. Στην επίσκεψη αυτή παρόντες και αξιωματικοί των συμμαχικών δυνάμεων. Στη φωτό ο Αστραπόγιαννος ( Στέργιος Σταυρίδης δεξιά με το δίκοχο) συνοδεύει το στρατιωτικό επιτελείο κατερχόμενο προς την Πλατεία. Η φωτο είναι παρμένη στο ύψος της  Βενιζέλου. Πίσω διακρίνεται το καφενείο ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Ο δάσκαλος παρακάλεσε τους γονείς του να τον στείλουν στο Διδασκαλείο της Αλεξανδρουπόλεως. Όμως η μάνα του δεν ήθελε να ζει ο μοναχογιός της δίπλα στη θάλασσα που «πνίγει παλικάρια».

Λίγες μέρες μετά, τον συνάντησε πάλι ο δάσκαλος, και τον έπεισε να του μάθει Αρχαία Ελληνικά, Γεωγραφία, Ιστορία και Αγγλικά δωρεάν. Το φθινόπωρο του 1929 τον παρότρυνε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στην κατώτερη Γεωπονική Σχολή Σερρών, μαζί με 250 υποψηφίους και να συμπεριληφθεί μεταξύ των πρώτων από τους 25 εισακτέους.

Το 1932, με απόφαση του Πάγκαλου, η Σχολή έγινε Ανωτέρα. Μετά το τρίτο έτος οι μαθητές μπορούσαν να φοιτήσουν επί ένα χρόνο σε διδασκαλείο και να διορι­στούν δάσκαλοι σε Αγροτικά Σχολεία.

Τον ίδιο χρόνο καταργήθηκε η σχολή και τους μαθητές του τρίτου έτους τους έστειλαν στο Διδασκαλείο Ιωαννίνων, μαζί με τους άλλους 12 από τους 25 που έφτασαν στο τρίτο έτος, γιατί «το κράτος δεν τάιζε χαραμοφάηδες», όπως είπε ο Στέργιος.

Μια μέρα, στο μάθημα της Πολιτικής Οικονομίας, όπου έγινε λόγος για την κομμουνιστική θεωρία, ο Σταυρίδης ζήτησε το λόγο και είπε: «Εφόσον ο Θεός δεν έδωσε ίδια μυαλά σε όλους τους ανθρώπους, αυτοί που έχουν περισσότερο μυαλό θα εκμεταλλεύονται πάντα τους άλλους».

Τελείωσε τη Σχολή τον Ιούνιο του 1934 και στις 19 Ιουλίου 1936 βρέθηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Σύρου, που στεγάστηκε σε οικήματα σε από­σταση 20 λεπτών, στα δυτικά της Ερμούπολης, κτισμένα από τους Αμερικανούς για να στεγαστούν σ’ αυτά προσφυγόπουλα της Μ. Ασίας. Στις εξετάσεις ήρθε 7ος μεταξύ 700 μαθητών και ονομάστηκε λοχίας. Διμοιρίτης του ήταν ο Ηλίας Χαραλάμπους (αργότερα στρατηγός), η γυναίκα του οποίου κα­ταγόταν από την Ελευθερούπολη και υπηρέτησε στη Δράμα, ως υπασπιστής του στρατηγού της 7ης Μεραρχίας Παπαστεργίου το 1938.

Στη Σύρο βρέθηκαν 3 Σταυρίδηδες. Οι άλλοι δυο ήταν ο Βασίλης (κουνιάδος του συνταγματάρχη και αργότερα βουλευτή Δράμας και υπουργού Περικλή Κάβδα) και ο Αβραάμ από το Λευκώνα Σερρών.

Ο Σταυρίδης θυμάται χαρακτηριστικά πως στο κίνημα της 4ης Αυγούστου έκαναν αποχή από τα συσσίτια. Ο Διοικητής τους συγκέντρωσε και τους είπε μεταξύ άλ­λων: «Όταν γίνετε πολίτες, να κάνετε ό,τι νομίζετε. Τώρα ανήκετε στην πατρίδα και σας χρειάζεται».

Από τη Σύρο μετατίθεται στη 2η Πυροβολαρχία του 26ου Συντάγματος στη Δράμα. Μετά από λίγο καιρό, ο διοικητής Θεόδωρος Κυρίτσης τον κάλεσε και του ζήτησε να επιλέξει 60 άνδρες, για να ασχοληθεί με κάτι το εξαιρετικό, όπως του εί­πε. Επρόκειτο για την εκπαίδευσή τους στο χειρισμό των πολυβόλων Μαξίμ, που ήταν λάφυρα από τον πόλεμο του 1912- 1913 και βρισκόταν στοιβαγμένα στις απο­θήκες.

Η εκπαίδευση, μοναδική στο 4ο Σώμα, στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία. Τα πολυ­βόλα τοποθετήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στα πολυβολεία των Οχυρών. Πριν από την αναχώρηση των ανδρών του για τις θέσεις τους στην επιθεώρηση της «Δι­μοιρίας Μαξίμ», ο διοικητής, συνταγματάρχης Πεζικού Αγαμέμνων Μεταξάς, ρώ­τησε ένα πολυβολητή ποιος είναι ο Διοικητής του 4ου Σώματος. Στον απέναντι τοί­χο του θαλάμου ο στρατιώτης κάρφωσε τα μάτια του στη φωτογραφία και είπε δυ­νατά «ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης». Ο Μεταξάς γέλασε πιο δυνατά.

Λίγους μήνες μετά την απόλυσή του παντρεύτηκε στις 29 Ιουλίου του 1939 τη Στέλλα Καραθάνου, αδελφή του γνωστού ιδιοκτήτη και διευθυντή της εφημερίδας «Πρωινός Τύπος» στη Δράμα, που τότε έβγαζε τα «Πρωινά Νέα». Στις 15 Αυ­γούστου τον καλούν στο στρατό με τις κλάσεις 35 και 36 και κατατάσσεται στο 19ο Σύνταγμα στις Σέρρες, με διοικητή το Θρασύβουλο Τσακαλώτο. Στις 6 Νοεμ­βρίου 1939 απολύθηκε και επέστρεψε στη Δράμα, όπου ασχολήθηκε με τη διαχεί­ριση των «Πρωινών Νέων».

Σύμφωνα με σχετική διαταγή του ΓΕΣ, έπρεπε κάθε Κυριακή να φορά τη στρατιωτι­κή στολή του και να πηγαίνει στο Σύνταγμα, για εκπαίδευση στα πυροβόλα των 6,5. Στις αρχές 1940 κατατάχτηκε πάλι στο 70 Σύνταγμα στις Σέρρες και σύντομα το τάγμα του μεταφέρθηκε στα σύνορα και υπηρέτησε στο Βαθύτοπο, το Περιθώρι και την Κ. Βροντού.

Το Δεκέμβριο 1940 καλείται να κινηθεί δυτικά. Με τα πόδια έφτασε στις Σέρρες. Από κει με τρένο φτάνει στο Κιλκίς, όπου του ανατέθηκε η διαχείριση των οχυ­ρωματικών έργων, στα οποία δούλευαν 1.000 άνδρες και 500 κάρα. Εκεί τον βρίσκει η κατάρρευση του Μετώπου. Στη Θεσσαλοννίκη συναντά το Δραμινό στρατηγό Σιμόπουλο, με τον οποίο ταξιδεύει, με το τελευταίο τρένο, για την Αθή­να. Στην Κατερίνη έβλεπαν Αυστραλούς στρατιώτες να περιφέρονται στο Σταθ­μό. Κατέβηκαν στη Λάρισα που βομβαρδιζόταν από τους Γερμανούς. Στο Σαρα­ντάπορο βρίσκονταν οι σύμμαχοι. Στον Ελασσόνα βρήκαν ένα φορτηγό αυτοκίνη­το που τους μετέφερε στη Λαμία και στη συνέχεια στον Άγιο Στέφανο, όπου δια­λύθηκαν και ο Στέργιος κατέβηκε στην Αθήνα.

Βρήκε τη γυναίκα του που είχε φτάσει από τη Δράμα και έμενε στην αδελφή της. Μια οικονομική ενίσχυση 200.000 δραχμών από μισθούς, ήταν μια ανακούφι­ση για την περίοδο εκείνη. Ο άλλος αδελφός του Καραθάνου, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Πρωινός Τύπος» Δράμας ήταν συνταγματάρ­χης του Μηχανικού στην Αθήνα και συμμαθητής του Διοικητή του Στέργιου. Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη 1941 μπαίνει στο μικρό πλοιάριο «Στελλάκι», που το χρησιμοποιούσε ο στρατός ως ταχυδρομικό και φεύγει για τη Θεσσαλονίκη. Το «Στελλάκι» δεν το βομβάρδισαν οι εχθροί, βλέποντας επάνω γυναικόπαιδα και σε 7 μέρες έφτασε σώο στη Θεσσαλονίκη.

Ένα γκαζοζέν τον φέρνει στη Νιγρίτα, όπου το 1935 είχε διατελέσει ο Στέργιος βοηθός διαχειριστή στη συγκέντρωση σιτηρών και από κει καταλήγει στο χωριό του Άμπελοι, 17 χιλιόμετρα βορειοδυτικά.

Τα σιτάρια εκείνη τη χρονιά άργησαν να ωριμάσουν. Μάζεψε από το χωράφι με τον πατέρα του ένα-ένα άγανα μεντάνας, τα κοπάνισαν και τα άλεσαν κι έφαγαν πρασινωπό, αλλά σταρένιο ψωμί.

Το 1942 πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη, εντάσσεται στο ΕΑΜ (που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 27-9- 1941) και τοποθετείται Επόπτης στην Επιμελητεία Συσσιτίων στη Νεά­πολη, κοντά στο σπίτι του Προέδρου της Δημοκρατίας Σαρτζετάκη, ο πατέρας του οποίου έμενε δίπλα στα Ρουμανικά Νεκροταφεία. Τα συσσίτια λειτουργούσαν απέναντι από το σπίτι του συνταγματάρχη Σαρτζετάκη σ’ ένα διώροφο κτίριο, στο σπίτι του Μαγούλα.

Τον Ιούλιο 1943 πεθαίνει ο πατέρας του στο χωριό. Ο Στέργιος επιστρέφει στη δεύ­τερη πατρίδα του που τώρα βρίσκεται πέρα από το Στρυμόνα, στη γερμανοκρατούμενη περιοχή. Όπως όλοι οι έφεδροι αξιωματικοί, φέρει κι αυτός το γερμανικό δελ­τίο ταυτότητας, με το οποίο τους εφοδίασαν οι κατακτητές, για να ελέγχουν τις κι­νήσεις τους. Κάθε μήνα έπρεπε να παρουσιάζονται στη γερμανική αστυνομία.

Το καλοκαίρι ο Ραφτούδης βρίσκεται στην περιοχή διοικητής τμήματος του ΕΛΑΣ. Αντίστοιχο τμήμα έχει και η ΠΑΟ. «Από το Λιβαδοχώρι κι εδώ ήταν ο ΕΛΑΣ κι από κει η ΠΑΟ».

Στο Στρυμονικό γινόταν έλεγχος από τους Γερμανούς.

Ο Μήτσου βρισκόταν με καμιά 60 χωροφύλακες κοντά στο 70ό χιλιόμετρο του δρόμου Σερρών Θεσσαλονίκης και είχε στενή συνεργασία με τον Θανάση Χρυσοχόου. Είχε δώσει και στο Στέργιο και στο Σαρειδάκη «Ψηλορείτη», από ένα έντυπο και γράφανε Βουλγάρους.

Το φθινόπωρο τα παλικάρια του Μήτσου άρχισαν να τον αποκαλούν προδότη ελασίτη και να ζητούν την εκτέλεσή του. Ο Μήτσου που το έμαθε τους είπε πως «δεν είναι δυνατόν να εκτελούμε όποιον είναι ελασίτης».

H μάνα του πήγε στη Θεσσαλονίκη και έμενε στην ίδια γειτονιά με τη μάνα και την αδελφή του Ραφτούδη.

Το Σεπτέμβριο 1943 εντάσσεται στα πρώτα τμήματα του ΕΛΑΣ, τις Δεκαρχίες, όπως τις έλεγαν. Συγκέντρωναν οπλισμό σε αποθήκες και κάθε φορά που γινόταν τα όπλα 10, όπλιζαν μ’ αυτά 10 ελασίτες.

Το Δεκέμβριο πηγαίνει στο Λιβαδοχώρι, 9 χιλιόμετρα από το χωριό του. Τον επό­μενο μήνα τους χτύπησαν τα τμήματα της ΠΑΟ στο χωριό του, στο Λιβαδοχώρι και στο Πετρίτσι και τους διέλυσαν. Από κει κατεβαίνει στο Αηδονοχώρι. Από το Παγγαίο, όπου εμφανίστηκε αντάρτικο του ΕΛΑΣ για πρώτη φορά το κα­λοκαίρι του 1943, ζητούν εκείνη την εποχή έναν αξιωματικό που να γνωρίζει βουλ­γάρικα, για να συνεννοούνται τα τμήματα του ΕΛΑΣ μ’ έναν επιλοχία κομμουνι­στή του βουλγάρικου στρατού. Στο αντάρτικο αυτό βρίσκεται και ο συγχωριανός του ο Επαμεινώνδας Σαρειδάκης, ο καπετάν «Ψηλορείτης». Τρεις συνοδοί κι ένας άλλος περνούν με μια βάρκα το Στρυμόνα και φτάνουν με τα πόδια πάνω από το Ποδοχώρι Καβάλας.

Εκεί θα εμφανιστούν το Μάιο του 1944 και ο Κωνσταντάρας και ο Βαλιούλης. Ο Νώντας του ανέθεσε τον Πρώτο Λόχο. Όλα τα παιδιά ήταν από την Πρώτη, το Ροδολίβος και τ’ άλλα γύρω χωριά. Δε γνώριζε ούτε το διοικητή του Δευτέρου Λό­χου. Κάτω από μια κωνική σκηνή είχαν κάθε βράδυ θεωρία. Ένα βράδυ που ρωτήθηκε για τη στάση τους απέναντι στους Βουλγάρους, απά­ντησε πως θα κάνουν ό,τι τους κάνουν κι εκείνοι. Έφτασε στ’ αυτιά του «Ψηλο­ρείτη» ο οποίος τον κάλεσε και του ζήτησε να δηλώσει ότι του ξέφυγε. Για να μη «φάει το κεφάλι του ως φασίστας» έκανε την άλλη μέρα μια βόλτα σκοπιμότητας με τον «πολιτικό» και του είπε πως του ξέφυγε.

Το Φεβρουάριο 1945 με πολλά χιόνια, πήρε εντολή να κατέβει στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας και από κει με 35-40 άνδρες έφυγε για το Καρά Ντερέ. Τους εί­χαν πει, πως η προοπτική ήταν να ιδρυθεί Σύνταγμα και έπρεπε ν’ αναπτυχθούν μονάδες.

Το ίδιο έγινε με το Φαλακρό και το Τσαλ Νταγ, όπου πήγαν πολύ νωρίτερα ο Στέφ. Χαρτοματζίδης «Αγις» και ο Μιχ. Γεωργιάδης «Σπάρτακος» αντίστοιχα.

Όταν έφτασε, μετά από 4 μέρες, πάνω από το Μακρυπλάγι, τον περίμεναν και μερικοί άνδρες από τα υπολείμματα, μετά το θάνατο του «Αγι», αρχές Ιανουαρί­ου, στο Μποζ Νταγ.

EFHMERIDA NEOS DROMOS

Απόκομμα της εφημερίδας «ΝΕΟΣ ΔΡΟΜΟΣ» στο οποίο δημοσιεύεται η απόφαση του Αστραπόγιαννου   ( Στέργιου Σταυρίδη), αλλάξουν όλες οι επιγραφές των καταστημάτων από την Βουλγαρική γλώσσα στην Ελληνική).

Με τις 100 χρυσές λίρες που του έδωσε το Κόμμα, συντηρούσε το τμήμα του στο λημέρι, λίγο πιο κάτω από το Τζαμί, μέσα σε 5 πρόχειρες καμουφλαρισμένες κα­λύβες. Θα παραπεμπόταν μάλιστα για στρατοδικείο, γιατί περνούσαν από κει για το Τζαμί Αντωντσαούσηδες, τους οποίους μπορούσε να κτυπήσει και δεν το έκανε.

Το Μάρτιο ειδοποιείται από τη Δράμα ότι, μέλη της οργάνωσης απήγαγαν τον ταμία της Να Ρότνα Μπάγκα (Εθν. Τράπεζας) με 7 εκατομμύρια λέβα και τον κρατούσαν στους Ταξιάρχες. Καταγόταν από τη Δυτική Μακεδονία. Για το Πάσχα, έστειλε και αγόρασε ένα τράγο 57 οκάδες και γιόρτασε με τον πα­πά του Μαχαλετζίκ και 2-3 άνδρες από τον Τιμόθεο και τους Ταξιάρχες που προ­στέθηκαν στους 55 δικούς του.

Στις 25 Απριλίου παίρνει εντολή και φεύγει με τους άνδρες του, μέσω Πλατανόβρυσης-Ψηλής Ράχης και φτάνουν στο Όβατζικ (Δρυμότοπο), στ’ ανατολικά του Τσαλ Νταγ, πάνω αριστερά προς το δρόμο από την Καβάλα για την Ξάνθη, πριν από το Νέστο.

Κι εκεί που είχε στο Καρά Ντερέ 2 αποθήκες γεμάτες τρόφιμα που τις άδειασαν οι αντάρτες του Αντώνη, βρήκε εδώ πολλούς κοκαλιάρηδες και ετοιμοθάνατους από την πείνα και τις αρρώστιες.

Θυμάται με πίκρα ο «Αστραπόγιαννος» πως έφεραν από το χωριό Αγριομηλιά φρέσκο βούτυρο και τάιζαν χωριστά τους πολύ εξαντλημένους, για να συνέλθουν. Τους βοήθησαν και οι κομμουνιστές Βούλγαροι πρόεδροι του Όβατζικ και του Ζυ­γού. Με τον πρόεδρο του πρώτου χωριού συναντήθηκε και τον παρακάλεσε να μη τους στείλει χωροφύλακες για 15-20 μέρες. Έστειλε και καμιά 300 προκηρύξεις που έλεγαν, ανάμεσα σ’ άλλα, να μην ενοχλεί ο στρατός τους αντάρτες.

Στις 25-5-1944 εμφανίζεται και ο λοχαγός Κ. Τσολάκης στη Θάσο. Τον Ιούνιο φτάνει και ο Κωνσταντάρας στο Τσαλ Νταγ και ο «Άρης» φεύγει για την περιοχή Ξάνθης.

Για πρώτη φορά έμαθε από το «Σπάρτακο», ότι «ο Τίτο ζήτησε κοινό στρατηγείο με τον ΕΛΑΣ, αλλά δεν έγινε δεκτή η πρόταση, γιατί έκρινε ο ΕΛΑΣ πως ο χώρος μας ήταν συγκριτικά μικρός και θα έμεναν πάντα υπό» , όπως είπε χαρακτηριστι­κά ο καπετάνιος.

Στις 14-8-1944 σκοτώνεται σε μάχη ο «Ψηλορείτης». Μετά από ένα μήνα ακριβώς ο «Αστραπόγιαννος» μπαίνει ελευθερωτής με τον Κωνσταντάρα και το σοσιαλιστικό στρατό των Βουλ­γάρων στην Καβάλα. Στις 17 Σεπτεμβρίου αναχωρεί για τη Δράμα και την επόμε­νη μέρα αναλαμβάνει Φρούραρχος της πόλης.

Πρώτος στόχος του, να μεταφέρει στους Δραμηνούς τον αέρα της ελευθερίας, από την – κυρίως – Βουλγαρική κατοχή. Και αυτό κάνει, όπως μας διαβεβαιώνει και η εφημερίδα «ΝΕΟΣ ΔΡΟΜΟΣ» Όργανο της Περιφερειακής Επιτροπής Ε.Α.Μ. Ν. Δράμας δημοσίευμά της, γράφοντας στις 30.9. 1944.

« Ο Φρούραρχος της Πολιτοφυλακής εξέδωκε διαταγή προς όλους τους Επαγγελματίες, εμπόρους και σ΄ αυτούς που οπωσδήποτε έχουν καταστήματα και γραφεία να αναρτήσουν τις ταμπέλλες τους στην Ελληνική γλώσσα για να πάρη την πνοή τη δική μας, του λαού μας.

Φανταζόμαστε να μην μείνη κανένας αδιάφορος και θα φροντίσει να συμβάλλει στον καλλοπισμό της πόλης μας».

STERGIOS STAVRIDHS

Ο φρούραρχος του ΕΛΑΣ Δράμας ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ Στέργιος Σταυρίδης εις το μέσον. Αριστερά του ο γιατρός του Συντάγματος (26ου) Πετρίδης Ιωάννης εκ Σερρών και δεξιά του στέλεχος του ΕΛΑΣ Μουτούκης Γιάννης.

Από την ημέρα αυτή ως τις 13 Μαρτίου 1945 που παρέδωσαν τα όπλα οι αντι­στασιακές οργανώσεις, ο βασανισμένος λαός της Δράμας και του νομού γνωρίζει την ανθρωπιά, τη γενναιότητα, τη διοικητική ικανότητα και γενικά το ψυχικό με­γαλείο του Στέργιου Σταυρίδη. Του ανθρώπου, του αγωνιστή, του συντρόφου που έσωσε εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές όλων των αντιστασιακών παρατάξεων και όχι μόνο, σε μια εποχή που «όποιος είχε τουφέκι άρπαγε όποιον μισούσε και τον έκλεινε φυλακή», όπως έλεγε.

Ζήτησε να καταρτιστεί μητρώο φυλακισμένων και το χειρίστηκε προσωπικά. Οι περισσότεροι από τους στοιβαγμένους ασφυκτικά στις φυλακές της Δράμας προ­έρχονταν από τις Εθνικές Ανταρτικές Ομάδες (ΕΑΟ) της περιοχής. Τους φύλαξε όλους ζωντανούς, ώσπου να φτάσει η διαταγή της αποφυλάκισης, με τη συμφωνία της Βάρκιζας.

Την ώρα της κηδείας του ένας από τους ελάχιστους επιζώντες που ευεργετήθηκαν και τον συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, ο Θωμάς Σοπαλίδης, αντάρτης στα τμήματα του Α. Φωστηρίδη, έλεγε με υγρά μάτια πώς τον έσωσε ο εκλιπών από βέβαιο θάνατο, όταν οδηγήθηκε δεμένος μπροστά του. «Ρε συ» —του είπε— «δεν είσαι ο γιος του πεταλωτή στους 12 Αποστόλους; Από τώρα είσαι και δικό μου παιδί».

Ο «Αστραπόγιαννος» ήταν ο άνθρωπος που είχε προσωπική, ενεργό συμμετοχή στη προσπάθεια του ΕΛΑΣ να εμπεδωθεί στην Αν. Μακεδονία.

Με την προέλαση του Ρώσου στρατηγού Τολμπούχιν στη Βουλγαρία, το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, παίρνει το μικρό FIAT του Ιταλού Προξένου στην Κα­βάλα, με οδηγό τον άνδρα της υπηρέτριας της πεθεράς του και τον μπάρμπα Γιώρ­γη, Ελληνοπόντιο που ήρθε από τη Ρωσία το 1939, για διερμηνέα και έναν ακόμη αντάρτη και φεύγει για τη Βουλγαρία από την Εξοχή.

Στα δυτικά του Άνω Νευροκοπίου, του σημερινού Γκότσε Ντέλτσεφ, όπου βρί­σκονται οι στρατώνες, τον υποδέχεται ο στρατιωτικός διοικητής με ενθουσιασμό. Και μετά από ιδιαίτερη περιποίηση και διανυκτέρευση αναχωρούν το πρωί για τη Σόφια.

Στις 25 του μήνα, αφού διάνυσαν απόσταση 40-50 χιλιομέτρων, τους σταματά μια φά­λαγγα στρατού που έρχεται. Επικεφαλής της ο Ρώσος Συνταγματάρχης Γκ. Ποπόφ. Ο Στέργιος έβγαλε από την τσέπη και του έδειξε ανήσυχος τη λεγόμενη συμφωνία Σιράκοφ-Φωστηρίδη. Η απάντηση ήταν ότι δεν ισχύει και δεν υπάρχει λόγος πια για καμιά ανησυχία.

Στη συνέχεια του ζήτησε ο «Αστραπόγιαννος» να διαβιβάσει στο Τολμπούχιν το αί­τημα του ΕΛΑΣ, να μπει ο ρωσικός στρατός ως ελευθερωτής και στην Αν. Μακε­δονία. Ο Ποπόφ αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας ότι η εντολή είναι να φτάσουν ως τα ελληνικά σύνορα και βήμα παρά πέρα, γιατί η Ελλάδα είναι σύμμαχος χώρα. Ο Στέργιος έμεινε τελείως ανικανοποίητος από την απάντηση που έλαβε. Έμεινε σκεφτικός όλη την επόμενη νύχτα και το πρωί, ζητά από τον Ποπόφ να φροντίσει τουλάχιστον να σταλεί μια διαταγή ν’ αναχωρήσουν όλοι οι Βούλγαροι αξιωματι­κοί του στρατού από τις Σέρρες, το Ορφάνι και την Καβάλα, για το Ανω Νευροκόπι. Έτσι και έγινε την άλλη μέρα.

Ο ίδιος επέστρεφε μέσω Σερρών, όπου είδε ανάμεσα στους 300 και πλέον φυλακι­σμένους από τον ΕΛΑΣ παοτζήδες —όπως είπε— και δυο φίλους του αξιωματι­κούς. Το Θανάση Αρβανιτίδη που είχε τη δεύτερη διμοιρία, όταν αυτός είχε την πρώτη στο 2ο λόχο στο μέτωπο και τον ταγματάρχη Θεοδωρόπουλο, που συνυπη­ρετούσαν στο 21ο Σύνταγμα. Δεν κατάφερε να τους σώσει από την εκτέλεση και συνέχισε την πορεία για τη Δράμα και την Καβάλα.

Ο Κωνσταντάρας, που ήταν διοικητής της Σχολής Καπεταναίων στην Καβάλα, τον διόρισε την άλλη μέρα υποδιοικητή. «Δεν υπάκουαν. Τους χρειαζόταν εκπαίδευση, να συνηθίσουν στην τάξη» όπως είπε.

Στη Δράμα έρχεται Φρούραρχος ο μετά τον Κωνσταντάρα διοικητής του 26ου Συ­ντάγματος, Θωμάς Πάλας, ο καπετάν «Κόζιακας» από το Τσιότι Τρικάλων, που συγκαταλεγόταν μεταξύ των πρώτων ανταρτών του «Αρη Βελουχιώτη». Τον Ιανουάριο 1945 επιστρέφει στη Δράμα και συνεχίζει τη συμβιβαστική και φι­λειρηνική του δράση.

Ο Βούλγαρος Φρούραρχος στη Δράμα, Ιβάν Ράντεφ, ζήτησε τηλεφωνικά από το Στέργιο να πιουν ένα ουζάκι. Το βράδυ της επομένης, μια μέρα πριν από την αναχώρησή του για τη Βουλγαρία, τον κάλεσε ο Στέργιος στο κτίριο της «Νέας Ζω­ής», όπου έφτασε μ’ έναν επίσης Βούλγαρο αντισυνταγματάρχη. Μεταξύ άλλων είπαν πως αναχωρούν την επομένη για την πατρίδα τους. Την ώρα του αποχαιρε­τισμού ο «Αστραπόγιαννος» τους ρώτησε αν μπορούσαν να πάρουν ένα γράμμα που το είχε έτοιμο και έγραφε στη θέση του παραλήπτη τη διεύθυνση του αδελφού της μάνας του: Ντου Γκοσπουντίνα Αποστόλ Σταμάτοφ Γκούλιτσα Σφίμπιτζα νούμερ ντέβετ.

Στο άκουσμα του ονόματος του παραλήπτη, ο αντισυνταγματάρχης πετάχτηκε σαν ελατήριο και είπε πως είναι ο νονός του. Το 1979 ο Απόστολος τους πήρε τη­λέφωνο στην Αθήνα και τους είπε μεταξύ άλλων πως έλαβε κι εκείνο το γράμμα.

Το Μάρτιο 1945 έφυγε για τη Θεσσαλονίκη. Μια μέρα στο καφενείο Άλφα στην Αγίας Σοφίας, συναντά το διευθυντή της εφημερίδας «Ελληνικός Βορράς» Μεσολογγίτη, φίλο του Καραθάνου και συμμαθητή στο γυμνάσιο του Κεμάλ Αττατούρκ, ο οποίος τον καλούσε και τον φιλοξενούσε, κάθε χρόνο για ένα μήνα, στην Τουρκία. Μια άλλη μέρα που συζητούσε ο Στέργιος με το Μεσολογγίτη στα γραφεία της εφημερίδας, γνωρίστηκε με ένα φρουρό ενωμοτάρχη, τον Καραγιωργόπουλο, ο οποίος του είπε πως καταζητείται για 27 φόνους και πως έπρεπε να πάει να πα­ρουσιαστεί στο Καραβάν Σεράι, το σημερινό κεντρικό κτίριο του Δημαρχείου Θεσσαλονίκης. Εκεί, «σ’ έπιασα» ακούει από πίσω μια φωνή. Είναι ο Αντώνης Φω­στηρίδης.

Καθώς τρώγανε και συζητούσανε το μεσημέρι κάτω από το ξενοδοχείο «Μητρό­πολις», του είπε μεταξύ άλλων ο Αντώνης, να τον ειδοποιήσει αμέσως, σε περί­πτωση που τον πιάσουν. Εκεί του σύστησε και τον καπετάνιο Θεόδωρο Μικρόπουλο. Έτσι κι έγινε.

Με τον Αντώνη έκανε για πολλά χρόνια παρέα στην Αθήνα. Εκείνος έμενε Αγαθουπόλεως 54 ή 56, σε μια κάθετο οδό των Πατησίων, κοντά στην Εμπορική Σχολή και ο Στέργιος στην οδό Αγίας Ζώνης, στη Φωκίωνος Νέγρη. Έπιναν συ­χνά ουζάκι και τα λέγανε.

Στο αντάρτικο δεν είχαν γνωριστεί, σύμφωνα με δήλωση του Στέργιου.

Το 1947 κατατάχθηκε στο στρατό, στο Χαϊδάρι. Ήταν 1500 περίπου έφεδροι αξιωματικοί. Οι περισσότεροι ήταν λοχαγοί. Από κει πήγε για 3 μήνες στη Λαμία και στη συνέχεια μετατέθηκε στην 47η Ταξιαρχία.

Έλαβε μέρος σε πάρα πολλές μάχες στο Καϊμακτσαλάν, στο Βίτσι, στο Πισοδέρι, στη Φλώρινα, ως το τέλος του Εμφυλίου.

Στη Δράμα  έζησε με τη γυναίκα και τα δυο παιδιά του, το Γιάννη και το Γιώργο, ασκώντας το επάγγελμα του αρχιλογιστή, εργαζόμενος στην Ε.Γ. Συνεταιρισμών και στη συνέχεια ως λογιστής σε αγροτικούς συνεταιρισμούς των κοινοτήτων μας ενώ παράλληλα διεύθυνε τα οικονομικά του ΠΡΩΙΝΟΥ ΤΥΠΟΥ. Αρχές της δεκαετίας του ΄60 μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα και επιστρέφει στη Δράμα  μετά το 1977, κοντά στα παιδιά του, τα οποία ο μεν Γιάννης ανέλαβε την έκδοση του «ΠΤ», ο δε Γιώργος ως μηχανικός αναλαμβάνει την διεύθυνση της ιδρυθείσης ΔΕΥΑ Δράμας.

Τα ελάχιστα αυτά στιγμιότυπα, σταχυολογήθηκαν από την πολυκύμαντη ζωή, του ανθρώπου που δούλεψε σκληρά και ακούραστα, με το σώμα, την ψυχή και το νου, για να ριζώσει η ελπίδα στις ψυχές και ν’ ανθίσει η λευτεριά σ’ αυτό τον τόπο. Στην τελευταία του κατοικία στη Δράμα, στις 7 Απριλίου 1999 τον συνόδεψε πλή­θος κόσμου.

Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου προς τον αείμνηστο Στέργιο Σταυρίδη, για την εξαιρετική τιμή που μου επιφύλαξε, να μου παραχωρήσει, με σπάνια ευγένεια και καλοσύνη, πολύωρες και κουραστικές συνεντεύξεις στις 4-2-1997 και στις 8-2-­1998, στο σπίτι του στη Δράμα, καρπός των οποίων είναι και η απόπειρα αυτή να σκιαγραφηθεί με φτωχά λόγια το πορτρέτο του ανθρώπου που έφυγε από τη ζωή, αλλά έμεινε για πάντα στην εθνική και κοινωνική μνήμη του λαού μας.