Home > Νέα > Βιβλιοπαρουσίαση «Αναμνήσεις ενός αστυνόμου» του Γεωργίου Π. Σερέτη

Βιβλιοπαρουσίαση «Αναμνήσεις ενός αστυνόμου» του Γεωργίου Π. Σερέτη

Βιβλιοπαρουσίαση

«Αναμνήσεις ενός αστυνόμου»

του Γεωργίου Π. Σερέτη

Το βιβλίο παρουσίασε ο Δραμινός εκπαιδευτικός κ. Δημ. Μαυρόπουλος

 

Στο Κέντρο Πολιτισμού Ιερισσού, την Παρασκευή 20  Ιουνίου 2017 και ώρα 20:30, παρουσιάστηκε το βιβλίο του Γεωργίου Π. Σερέτη «Αναμνήσεις ενός αστυνόμου». Την παρουσίαση του βιβλίου έκανε ο Δραμινός εκπαιδευτικός και διευθυντής του 15ου Δημοτικού Σχολείου Δράμας, κ. Δημήτριος Μαυρόπουλος. Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν ο Δήμαρχος Δήμου Αριστοτέλη κ. Γεώργιος Ζουμπάς, η Πρόεδρος του Κ.Α.Π.Η. κα Έφη Ραμπότα, ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Αρναίας και ο Υποδιοικητής του Ιωάννης Χαϊδευτός και Στυλιανός Καραμπατάς  αντίστοιχα, ο Κωνσταντίνος Ξενιώτης, μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος και πλήθος κόσμου.

Ακολουθεί το κείμενο της εισήγησης:

«Ο κύριος Γεώργιος Σερέτης, ο συγγραφέας του πονήματος «Αναμνήσεις ενός αστυνόμου», αφηγείται γλαφυρά, περιστατικά της υπηρεσιακής του ζωής, κατά κύριο λόγο από τη θητεία του ως διοικητής στο σταθμό χωροφυλακής Κονταριώτισσας, κεφαλοχώρι του νομού Πιερίας, με δικαιοδοσία στα χωριά Καρίτσα, Άγιος Σπυρίδων, Βροντού, Δίον, οικισμός Πλατανάκια και Νέα Έφεσος.  αλλά και στην Εθνική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, όπου μετατέθηκε μετά από σχεδόν 10 χρονη παραμονή στον παραπάνω σταθμό.

Ίσως, εδώ είναι χρήσιμο να διευκρινίσω ότι αφενός «αστυνομικός» σηματοδοτεί ιδιότητα αφετέρου «αστυνόμος» σημαίνει αξίωμα, βαθμός.

Επιπλέον, ενημερωτικά,  η ελληνική χωροφυλακή υπήρξε ημιστρατιωτικό σώμα, ιδρυμένο το 1833 επί βασιλείας Όθωνος, με καθήκον να εξασφαλίσει την εσωτερική ασφάλεια, ησυχία, πρόληψη και καταστολή έκνομων ενεργειών.

Τα περιστατικά, που με ενάργεια και χάρη διηγείται, εκκινούν από το 1969, εν μέσω του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, και καταλήγουν με την αποστράτευσή του στη δεκαετία του ’80, άρα συμπεριλαμβάνουν τη μεταπολίτευση και την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981.

Συνολικά παρατίθενται 33 συνοπτικά αφηγήματα και μία κατατοπιστική εισαγωγή, ενώ οι σελίδες του βιβλίου ανέρχονται στις 143. Το βιβλίο στολίζεται με πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Οπότε, έμμεσα γίνεται λόγος στο έργο, για σημαντικές ιστορικές στιγμές του εθνικού βίου του νεότερου ελληνισμού, ενώ κορυφαίες προσωπικότητες του πολιτικού βίου θα παρελάσουν σε αυτό, όπως του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου, αλλά και του Γεωργίου Παπαδόπουλου, πρωτεργάτη της 21ης Απριλίου 1967.

Ακόμη και ο σεισμός της Θεσσαλονίκης το 1978, με το χάος και τον πανικό που προκάλεσε, αποτυπώνεται στο έργο.

Ταυτοχρόνως, ο συγγραφέας κατορθώνει να διαιωνίσει το έργο σημαντικών πνευματικών ανθρώπων, όπως του αρχαιολόγου Δημητρίου Παντερμανλή, ο οποίος αναστήλωσε τον αρχαιολογικό χώρο του Δίον, όπου με τη δημιουργία Μουσείου από πλευράς πολιτείας, ο τόπος μεταβλήθηκε οικονομικά από ένα αγροτοκτηνοτροφικό χωριό που ήταν σε τουριστικό, σε τόπο προσφοράς υπηρεσιών.

Δε θα λείψουν οι κρίσεις του συγγραφέα, πρωτεύοντος, για  το λαοφιλές παιγνίδι του ποδοσφαίρου, οπότε κι εκεί θα γίνει λόγος για τον ΠΑΟΚ, τον Άρη, εννοείται τον Ηρακλή του οποίου οπαδός είναι κύριος Σερέτης, ενώ θα αναφερθούν τα ονόματα των Δαμάζου, Σαράφη, Κούδα, Αντωνιάδη και φυσικά του θρυλικού Χατζηπαναγή.

Μάλιστα, για τον τελευταίο επιφυλάσσει μια ευφυέστατη παρατήρηση: «Δυστυχώς αυτός ο παίχτης έπαιζε στον μικρό αλλά ένδοξο Ηρακλή και το μεγάλο αυτό ταλέντο χάθηκε, χωρίς να λάμψει».

Ο κύριος Σερέτης διασώζει μέχρι και το όνομα του διαιτητή Βασάρα, τον πατέρα, όταν αναφέρει ότι κλήθηκε να ανακρίνει κατοίκους, φιλάθλους από τη Χαλάστρα του Νομού Θεσσαλονίκης, που επιτέθηκαν στο σπίτι του θεωρώντας ότι η διαιτησία του αδίκησε την ομάδα τους.

Όσον αφορά στην καλαθοσφαίριση, το γνωστό μας μπάσκετ, ο συγγραφέας αναφέρεται στον Άρη και στον άνθρωπο που έκανε λαοπρόβλητο και ελκυστικό το άθλημα στην ελληνική νεολαία, το Νίκο Γκάλη, δίχως να ξεχνά τους Φασούλα και Γιαννάκη.

Χάριτες οφείλουμε στον συγγραφέα, διότι αποτύπωσε τη ζωή της ελληνικής υπαίθρου, πριν αυτή υποστεί την αλλοίωση από τον ραγδαίο αστικό τρόπο ζωής, που απήλαυνε ακάθεκτος και σαρωτικός.

Έτσι, στο αφήγημα με τίτλο «Γουρουνοφωλιά», μάς διηγείται το έθιμο την παραμονή των Χριστουγέννων, οι νοικοκυραίοι να σφάζουν το γουρούνι, που εξέτρεφαν καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, και να προσκαλούν συγγενείς, φίλους και γνωστούς, να φάνε τη συκωταριά και να πιουν τσίπουρο και κρασί, ευχόμενοι του οικοδεσπότη «και του χρόνου μεγαλύτερο».

ANAMNHSEIS ENOS ASTYNOMIKOY (EXOFYLLO)

Τοιουτοτρόπως, κι ο κλητήρας της κοινότητας, καλοφαγάς κι αυτός, τηλεφωνώντας στον αστυνόμο και λέγοντας του το συνθηματικό «Γουρουνοφωλιά», τον «παρέσυρε» στην παράβαση της νηστείας των Χριστουγέννων.

Επίσης, θα περιγράψει τις θρησκευτικές πανηγύρεις των όμορων χωριών, όπως αυτή προς τιμήν της «Αγίας Κόρης», που εόρταζε του Αγίου Πνεύματος, παρεκκλήσι της οποίας βρίσκεται σε μία ρεματιά κοντά στο παλιό χωριό της Βροντούς, με το τρικούβερτο γλέντι να αποκορυφώνεται υπό τον ήχο των κλαρίνων, των τσάμικων και τα καλαματιανών.

Στα αφηγήματά του θα αποτυπώσει τη βαθιά θεοσέβεια του ελληνικού λαού, αφού, αυτός, από το υστέρημά του θα προσφέρει αφιερώματα στους αγίους του, τα οποία θα γίνουν, κάποια στιγμή, αντικείμενο κλοπής, την οποία θα κληθεί να διαλευκάνει ο  αστυνόμος.

Όμως, δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του, όταν κάτοικοι του Δίον, κτηνοτρόφοι κατά κύριο λόγο, επιδίδονταν στην αρχαιοκαπηλία, παρότι αμείβονταν για τα εύρετρα, μη αφουγκραζόμενοι το λόγο του Στρατηγού Μακρυγιάννη: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν».

Συνάμα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα «άγια λιθάρια», δηλαδή οι αρχαιολογικοί χώροι, υπενθύμιζαν στους σκλαβωμένους Έλληνες το καθήκον τους για την απελευθέρωση της χειμαζόμενης πατρίδας.

Η σχέση αγαθών και προϊόντων, όπως αυτή, εν προκειμένω, εντοπίζεται στο στοιχείο του νερού, τη διαπραγματεύεται, ως γνωστόν, η επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας.

Μάλιστα, το αντικείμενο αυτό – «Στοιχεία Πολιτικής Οικονομίας» – πρωτοεισήχθη στη Μέση Εκπαίδευση, αυτή που σήμερα ονομάζεται Δευτεροβάθμια, το σχολικό έτος 1982 – 1983, ως ενδοσχολικό εξεταζόμενο μάθημα της 4ης Δέσμης.

Επιπλέον, δεκαετίες τώρα γράφεται ότι οι επόμενοι πόλεμοι θα γίνουν για το νερό, όταν το νερό θα έχει μεταβληθεί, όσον αφορά στην αξία και την τιμή του, σε πετρέλαιο.

Μια ανάλογη κατάσταση εκτάκτου πολέμου, αυτή τη φορά μεταξύ ομοεθνών και κοντοχωριανών, κλήθηκε να διαχειριστεί και ο συγγραφέας, όταν γειτονικά χωριά ιδρύοντας σύνδεσμο αρδεύσεως, και με την βοήθεια της νομαρχίας, επιχείρησαν να λύσουν το πρόβλημα της έλλειψης νερού που αντιμετώπιζαν, με την κατασκευή αρδευτικού δικτύου.

Τι κι αν οι χωροφύλακες προέβησαν σε συλλήψεις, τι κι αν απειλήθηκαν  οι εξεγερμένοι κάτοικοι, ότι θα σταλθούν στον εισαγγελέα για αντίσταση κατά της αρχής, η κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη, παρότι στο τέλος οι κάτοικοι του θιγόμενου χωριού πείστηκαν για το κοινωφελές του πράγματος και ενέδωσαν.

Χαρακτηριστικό της αντίστασης των κατοίκων του χωριού Βροντού, – υπάρχουν, επίσης, χωριά Άνω και Κάτω Βροντού στα σύνορα των νομών Δράμας – Σερρών, – ήταν ότι υποδέχτηκαν τα όργανα της τάξης, τους χωροφύλακες, πετροβολώντας τους, μία μακρά τακτική των Ελλήνων.

Ο κύριος Σερέτης πιστός στο όρκο που έδωσε, καθώς και στα λόγια της μάνας του, όταν αποφοίτησε από τη Σχολή Χωροφυλακής,  παρέμεινε εμμονικός στο καθήκον, όταν στις διαμαρτυρίες της συζύγου του, θα της πει ότι αν ήθελε να έχει τον άντρα της κάθε βράδυ στο σπίτι, τότε θα έπρεπε να είχε παντρευτεί ένα παντοπώλη κι όχι έναν αστυνόμο.

Εντούτοις, θα έχει ενοχές που δεν αφιέρωνε αρκετό χρόνο στη σύζυγο και στα δύο παιδιά τους, εφόσον και τη Λαμπρή προείχε η υπηρεσία και έπονταν η οικογένεια.

Συνάμα, κατά την εκτέλεση του καθήκοντος δεν θα κάνει διακρίσεις.

Μάλιστα, στην περίπτωση που ως μοναδικός ανακριτικός υπάλληλος διεξήγαγε ανακρίσεις, για την κλοπή των αναθημάτων από το παρεκκλήσι της «Αγίας Κόρης», κάλεσε σε ανάκριση ακόμα και τον εφημέριο του χωριού, εφαρμόζοντας την αρχή ότι «όλοι είναι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου».

Ο κύριος Σερέτης ως καλός ανατόμος, περιγράφει τα παλαιά ήθη της επαρχίας, αλλά και της πόλης, που βαθμιαία θα παραχωρούν τη θέση τους  στα νέα κατακλυσμιαία αστικά ήθη.

Η αγράμματη κυρία που θα διώξει τον σύζυγό της, για να παντρευτεί γιατρό, εμφανιζόμενη μάλιστα δημοσίως σε πανήγυρη και χορεύοντας τρισευτυχισμένη ταγκό με το ταίρι της, είναι μία πτυχή του παραπάνω ζητήματος.

Βέβαια, ήταν περιττό να της υποδείξουν χαιρέκακα τη θέση της, διότι αφενός η διεκδίκησή της κερδήθηκε με τα πληθωρικά θέλγητρά της αφετέρου με τη σκέψη της, η οποία εκφράστηκε στην αποστομωτική απάντησή της: «Τον άντρα μου τον χώρισα, για να παντρευτώ όχι όποιον όποιον αλλά γιατρό».

Εντύπωση, προκαλεί η αντιμετώπιση των μοιχαλίδων, πρόκειται για περιστατικό που αντιμετώπισε ως συγγραφέας ως αξιωματικός υπηρεσίας στο Β΄ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης,  διότι η περίπτωση των μοιχών που συλλαμβανόταν ήταν σπάνια στα χρονικά, λες και οι γυναίκες μόνες τους συνευρίσκονταν, την εποχή εκείνη.

Αφού την μοιχαλίδα τήν συνελάμβαναν, εφόσον ο σύζυγος ενωρίτερα είχε μισθώσει ιδιωτικό ντετέκτιβ, και ως Εύα τυλιγμένη με σεντόνι, οδηγούνταν με το περιπολικό στο αστυνομικό τμήμα και από εκεί σχηματιζόταν δικογραφία, για να αποσταλεί στον εισαγγελία.

Στόχος η διαπόμπευση και εν τέλει το γρήγορο και ανέξοδο διαζύγιο.

Ιστορικά ιδωμένο η εντολή «ου μοιχεύσεις», η έκτη εντολή, ως απαγόρευση μόνιμα παραβαίνονταν.

Συνάμα, εδώ τίθονταν και μείζων ζήτημα αξιοπρέπειας και ελευθερίας.

Ένα άλλο περιστατικό που αναφέρει ο κύριος Σερέτης, είναι η περίπτωση κτηνοβασίας.

Το τέλος του κτηνοβάτη, αφού ενός κακού μύρια έπονται, ήταν ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο.

Σήμερα, όμως, η παρακμή όχι μόνο νομιμοποιείται, αλλά επιχειρείται και να θεωρηθεί φυσιολογική και λογική.

Καταφανέστατα, ο νόμος αντιτίθεται στη φύση και στη λογική, με ολέθρια αποτελέσματα για το ανθρώπινο γένος.

Αρκεί να θυμηθεί κανείς, από την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης, τα Σόδομα και τα Γόμορρα και εν τέλει τη Στήλη Άλατος, που αναμένει όσους επιμένουν απλά και μόνο να θυμούνται.

Μέσα από την αφήγηση ο συγγραφέας αποτυπώνει και το τότε τηλεοπτικό τοπίο, με τους δύο δημόσιους Τηλεοπτικούς Σταθμούς, την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ.

Έτσι, η τηλεοπτική  σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», με τη μεγάλη τηλεθέαση, του Νίκου Καζαντζάκη, θα καταδείξει την καταλυτική δύναμη και επίδραση της εικόνας στις παραστάσεις και συνειδήσεις των ανθρώπων, εφόσον οι κάτοικοι της Κονταριώτισσας, με ντόπιο πληθυσμό, θα αποκαλούν το χωριό τους «Λυκόβρυση», τον ιερέα τους, τον παπα – Γρηγόρη,  θα τον παρομοιάζουν με τον αντίστοιχο ιερέα του μυθιστορήματος, δηλαδή ψηλό και ξερακιανό, ενώ τον οικισμό των προσφύγων από τη Χιλή – Νέα Χιλή υπάρχει και στα περίχωρα της Αλεξανδρούπολης – της Μικράς Ασίας που κατέφθασαν πρόσφυγες το 1922, «Σαρακίνα», ενώ θα παρομοιάζουν τον ιερέα τους, τον παπα – Φώτη, των προσφύγων, όπως τον περιγράφει ο Κρητικός συγγραφέας, δηλαδή ευτραφή.

Μερικά κοινωνιολογικοπολιτικά στοιχεία που δίνονται είναι άκρως ενδιαφέροντα, όπως αυτό της «εκτόπισης».

Γνωρίζουμε ότι στη νεοελληνική ιστορία η εκτόπιση ήταν μέρος της πολιτικής πρακτικής και χρησιμοποιούνταν ευρέως, π.χ. με την επικράτηση των Βενιζελικών, εν μέσω του Εθνικού Διχασμού, εκτοπίστηκε ο Ίων Δραγούμης, αρχικά στην Σαρδηνία και αργότερα στην Σκόπελο.

Ο συγγραφέας μάς λέει ότι και κάποιοι συλληφθέντες ζωοκλέφτες, που εμπλέκονταν μάλιστα σε ένα «Ερωτικό τετράγωνο» εκτοπίστηκαν, για δύο χρόνια μακριά από το χωριό τους.

Και οι σχέσεις, αντιπαλότητες, ντόπιων και προσφύγων σκιαγραφούνται αδρά στα αφηγήματα.

Ο συγγραφέας παραθέτει την καταγωγή των κατοίκων των χωριών που ανήκαν στο Σταθμό Χωροφυλακής Κονταριώτισσας: οι κάτοικοι της Καρίτσας ήταν Βλάχοι, της Βροντούς ντόπιοι, της Νέας Εφέσου και ενός οικισμού της  Κονταριώτισσας πρόσφυγες από την Έφεσο και τη Χιλή της Μικράς Ασίας, οι κάτοικοι του οικισμού Πλατανάκια Πόντιοι.

Ο πληθυσμός, λοιπόν, Βλάχοι, Σαρακατσάνοι και πρόσφυγες περιγράφονται ως «ατίθασος», γεγονός που συνιστούσε σοβαρό λόγο, αφενός να μην επιθυμεί κανείς να αναλάβει ως αστυνόμος την διεύθυνση του Σταθμού Χωροφυλακής Κονταριώτισσας αφετέρου να αντικαταστήσει κάποιος άλλος αυτοπροαίρετα τον συγγραφέα, μετά την πολύχρονη παραμονή του σε αυτόν.

Οι παραπάνω διχοστασίες συνεπικουρούνταν και από τα κατάλοιπα και πάθη του Εμφυλίου Πολέμου που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια του στην περιοχή.

Μάλιστα, ο αστυνόμος εμφανίζεται ανεξίκακος, ανεκτικός και δίκαιος, σε βαθμό να του καταμαρτυρούν ότι έκανε για ιερέας κι όχι για αστυνομικός, όταν απομακρύνει το ενδεχόμενο κάποιοι πολιτικά προσκείμενοι στη Δεξιά να θέλουν να του προσφέρουν εκδουλεύσεις, εν μέσω μάλιστα του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, πολύ δε περισσότερο όταν ο ίδιος μεγάλωσε ορφανός, διότι Ελασίτες σκότωσαν τον πατέρα του στον Εμφύλιο Πόλεμο.

Την ίδια στιγμή διεμήνυσε στους Αριστερούς, ότι εφόσον ήταν νομοταγείς δεν είχαν να φοβηθούν το παραμικρό.

Επίσης, απομάκρυνε από κοντά του όσους επιχειρούσαν να φανούν «φίλοι» με τον αστυνόμο, για να ικανοποιήσουν μικροφιλοδοξίες και άνομα σχέδια.

Η στάση του τού στοίχησε την κατηγορία του συνοδοιπόρου και αργότερα, μετά το αντικίνημα του Δεκεμβρίου του 1967 από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, του φιλοβασιλικού.

Πολιτευόμενος, λοιπόν, με δικαιοσύνη, πνεύμα συνδιαλλαγής και ανεκτικότητα, συνέβαλε τα μέγιστα στην προσπάθεια  εθνικής συμφιλίωσης, αλλά και εισέπραξε τα δικαιολογημένα παράπονα των δικηγόρων της Κατερίνης, οι οποίοι αστειευόμενοι του παραπονούνταν για την υφαρπαγή των μελλοντικών πελατών τους.

Δεν υποβίβαζε όμως το ζήτημα των πληροφοριοδοτών, όταν, εννοείται, οι πληροφορίες ήταν αξιόπιστες και σημαντικές, διότι έτσι η αστυνομία και η πολιτεία μπορεί να προστατέψει αφενός τους πολίτες από τους παρανόμους αφετέρου να θωρακίσει την εθνική ακεραιότητα.

Επιπλέον, κατανοώντας την ανάγκη των ανθρώπων να μεταβούν στον εξωτερικό προς εργασία – ήταν η αποχή της μεγάλης μετανάστευσης στη Δυτική Ευρώπη – και παρόλα τα κωλύματα,  εμπόδια και τις απαγορεύσεις, που έθετε το καθεστώς της Χούντας στους εν δυνάμει αντικαθεστωτικούς, αυτός με κίνδυνο να τιμωρηθεί, διευκόλυνε την μετάβαση των πολιτών στο εξωτερικό.

Παράλληλα, γνωρίζοντας κάτι απλό, που οι πολιτικοί προπαγανδιστές αγνοούσαν προκλητικά, ότι πολύ περισσότερο,  ο οικονομικός μετανάστης δεν επιθυμεί να προλεταριοποιηθεί και να εγκολπωθεί την αντίστοιχη ιδεολογία, αλλά να αστικοποιηθεί, άρα μοιραία θα προσεγγίσει την ιδεολογία των καθεστώτων που βασίζονται στο κεφάλαιο και τον ανταγωνισμό.

Συνάμα, ο ταξιδιώτης, ο τουρίστας, ο οπαδός του υπαρκτού σοσιαλισμού,  σκεφτόταν ο αστυνόμος, ότι μόνο μέσω της γνωριμίας, και της επακολουθήσασας σύγκρισης των καθεστώτων της Δυτικής Ευρώπης, δηλαδή του προηγμένου καπιταλιστικού κόσμου, με τα καθεστώτα του Ανατολικού Μπλοκ, θα έκρουε πρύμνα.

Άρα, έπρεπε να του δοθεί η δυνατότητα να ταξιδέψει εκεί όπου επιθυμούσε, για να γνωρίσει βαθύτερα κι όχι επιφανειακά την ιδεολογική Μέκκα της αρεσκείας του.

Καθώς αφηγείται το χαρτοπαίγνιο, το οποίο ήταν διαδεδομένο, συνάμα δε απαγορευμένο, όπως επίσης τους ασυλλόγιστους και αδιόρθωτους χαρτοπαίχτες, ο νους μας πηγαίνει στο «Παίχτη» του Ντοστογιέφσκι.

Ειρήσθω εν παρόδω, ο συγγραφέας αναφέρεται στη σύζυγό του, η οποία άλλοτε σιωπηλή θα του έφερνε τη λεκάνη με το ζεστό αλατόνερο, για ν’ ανακουφίσει τα πόδια του από τη πολύωρη ορθοστασία, το κρύο ή τη βροχή, όταν συμμετείχε στα «μέτρα τάξεως γηπέδων».

Ο συγγραφέας διηγείται ευτράπελα γεγονότα, όπως αυτό με την τρελή ∙ που ντύθηκε την ελληνική σημαία, για να πέσει ηρωικώς, όπως είπε, και τον μεθυσμένο, για να επιβεβαιώσει την παροιμία «ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε».

Το βιβλίο βρίθει από χιουμοριστικές σελίδες, όπως όταν σχιζοφρενής θα ανακράξει το σύνθημα, από την εποχή της στράτευσή του, «Πλατιά σύνορα, μεγάλη Ελλάδα», με το οποίο ανυψώνονταν  το ηθικό του στρατεύματος.

Αν και η ακτινοβολία και η επιρροή της Ελλάδας, δηλαδή η μείζονα πνευματική της πρόταση που θα κόμιζε στον κόσμο, όπως ιστορικά τούτο είναι επιβεβαιωμένο, δεν απαιτούσε ως αναγκαίο και επαρκή όρο να συνοδεύεται από διασταλμένες γεωγραφικές διαστάσεις.

Το δε διαχωρισμό ανδρών και γυναικών, ο κύριος Σερέτης, τον καταγράφει έμμεσα, όταν αφηγείται ότι οι άνδρες Βλάχοι κάτοικοι του χωριού Καρίτσας κυκλοφορούσαν στα καφενεία, τις ταβέρνες και την πλατεία και κατ’ εξαίρεση μόνον την ήμερα του πανηγυριού επιτρεπόταν και στις γυναίκες, συζύγους και θυγατέρες, να παρουσιαστούν μαζί.

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το ζήτημα της «πολιτικής επιστράτευσης» που θίγει ο συγγραφέας, εν προκειμένω στην καταστρεπτική φωτιά που προέκυψε στον Όλυμπο και κατέκαιε επί βδομάδες τα δάση του.

Στη δικαιοδοσία του αστυνόμου επαφιόταν να επιστρατεύσει τους άνδρες των χωριών, για την αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης, ενώ σήμερα κάτι τέτοιο είναι απόφαση της εκλεγμένης κυβέρνησης και τούτο συμβαίνει υπό όρους δημοσίου συμφέροντος.

Κάνω τη σκέψη ότι το ζήτημα της «πολιτικής επιστράτευσης» σήμερα, τεχνηέντως έχει αντικατασταθεί από την προαγωγή του εθελοντισμού, δηλαδή η εκ των άνω επιβουλή από την εκ των κάτω προθυμοποίηση, η υποχρεωτικότητα από την χειραφέτηση, εν τέλει αντικαταστάθηκε η προτεραιότητα του κράτους από την προαγωγή της κοινωνίας.

Αν και πρέπει, επίσης, να παρατηρήσω, ότι Σύλλογοι, Μη κερδοσκοπικές Εταιρίες και με την Νέα Τάξη Πραγμάτων Μ.Κ.Ο., ενώ κατά το πλείστον συνδέονται, με τις εντελώς νόμιμα, φυσικά και λογικά, κρατικές επιχορηγήσεις, αποκαλύπτεται όμως ότι χρηματοδοτούνται και από υπόγειες, ύποπτες και ανεξερεύνητες πηγές, οπότε και δεν αντλούν τα χρηματικά μέσα, παρά την προσφορά ενέργειας και χρόνου από τα μέλη τους, από ιδίους πόρους των πολιτών.

Εν τέλει, αποφεύγοντας το ερώτημα για τη ματαιότητα ή την αιωνιότητα τού δημιουργού ενός έργου τέχνης, όπως αυτό που σήμερα παρουσίασα, δηλαδή τις «Αναμνήσεις ενός αστυνόμου»,  μπορεί κάποιος να παρομοιάσει, τηρουμένων των αναλογιών, το βιβλίο του κυρίου Σερέτη με το μυθιστόρημα «Όταν ήμουν δάσκαλος» του Ιωάννη Κονδυλάκη ή με σενάριο, σκηνές από ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα».