Home > Αρθρα > Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΣΤΗΝ ΠΡΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

 

 

Του Νίκου Γ. Γεωργιάδη

π. Δασκάλου Π.Ε.

NIKOS GEORGIADHS

Με αφορμή το διάλογο, που άνοιξε στην κοινωνία σχετικά με το βιβλίο των θρησκευτικών και τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, ανατρέχουμε στις όποιες αλλαγές (μικρές ή μεγάλες κατά την προσωπική άποψη του γράφοντος), που κατά καιρούς έχουν γίνει στο εκπαιδευτικό σύστημα από συστάσεως του ελληνικού κράτους αλλά και για τη σύνδεση των γεγονότων πριν από την ολοκλήρωσή του, επειδή μεγάλο μέρος του ελληνισμού εξακολουθούσε να βρίσκεται στις μη απελεύθερες περιοχές, που ωστόσο επηρεαζόταν από τις εκπαιδευτικές  εξελίξεις στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Κοινή παραδοχή είναι ότι η εκπαίδευση, ως προετοιμασία των νέων στην ανάγνωση, τη γραφή, την αρίθμηση αλλά και σε άλλα γνωστικά αντικείμενα, λειτουργούσε θεσμοθετημένα σε σχολές πριν την απελευθέρωση και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους σε διάφορα αστικά κέντρα όπου ζούσε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός όπως η Κωνσταντινούπολη με τη Μεγάλη του Γένους Σχολήπου ιδρύθηκε το 1463, η Τραπεζούντα με το διαρκώς εξελισσόμενο Φροντιστήριο που ιδρύθηκε το 1682, η Σμύρνη με το Ομήρειο, η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιο Όρος, ενώ άλλες εξίσου αξιόλογες  σχολές λειτουργούσαν στο Μοναστήρι, στην Αλεξάνδρεια, στο Βουκουρέστι, στο Νόβισαντ, στη Φιλιππούπολη, στις Σέρρες κ.α..

 

Μεταξύ των άλλων σπουδών διάφορες σχολές λειτουργούσαν ως σχολές παραγωγής δασκάλων. Τέτοιες επιγραμματικά αναφέρονται: Η μεγάλη του Γένους Σχολή, η Σχολή της Χάλκης των Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη, η Σχολή του Βουκουρεστίου, της Φιλιππούπολης, η Σχολή Μαρούλη στις Σέρρες, η Σχολή του Σιντζίδερε στην Καππαδοκία,  η Σχολή της Σάμου, η Ευγενίδειος Σχολή στις Κυδωνίες και άλλες.

daskaloi kapadokia - Georgiadis

Μαθητές και δάσκαλοι της Σχολής Σιντζίδερε της Καππαδοκίας

1894-95

 

Η έκρηξη ίδρυσης ελληνικών σχολείων, με την όποια μορφή τους είτε δηλαδή ως Γραμματοδιδασκαλεία ή Αστικές Σχολές ή Σχολαρχεία και Ημιγυμνάσια, που παρατηρήθηκε ιδίως μετά την έκδοση του Χάτι Σερίφ του Γκιουλχανέ (1839) περισσότερο όμως μετά το Χάτι Χουμαγιούν (1856), δύο σουλτανικά διατάγματα που εκδόθηκαν μετά την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, για την ανάγκη παροχής δικαιωμάτων για την όποια φιλελευθεροποίηση του φεουδαλικού οθωμανικού καθεστώτος,  έδωσε την ευχέρεια στους υπόδουλους πληθυσμούς και στις οργανωμένες κοινότητες με τη συμβολή μεμονωμένων ιδιωτών να ιδρύσουν και να λειτουργήσουν σχολεία ακόμη και στους πιο απομακρυσμένους οικισμούς, όπου ζούσε ο ελληνισμός, από το Δυρράχιο μέχρι τις πηγές του Τίγρη και του Ευφράτη και από το Βελιγράδι μέχρι την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο.

Το προσωπικό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων προσλαμβάνονταν από τις Εφοροεπιτροπές της Δημογεροντίας, τα προσόντα των οποίων εγκρίνονταν την τρίτη αυτή περίοδο της οθωμανοκρατίας από τον τοπικό Μητροπολίτη, ύστερα από τις σχετικές οδηγίες του Πατριαρχείου, το οποίο με την Κεντρική Πατριαρχική Επιτροπή λειτουργούσε ουσιαστικά ως το Υπουργείο Παιδείας και με τους Γενικούς Εθνικούς Κανονισμούς έδωσε οδηγίες για τη σύνταξη κανονισμών των κατά τόπους εκπαιδευτικών συλλόγων σε όλη την επικράτειά του. Τέτοιοι εκδόθηκαν στην περιοχή μας ήταν ο «Κανονισμός της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας «Η ΗΩΣ» Προσοτσάνης» του 1873, ο «Κανονισμός της Συντηρητικής Αδελφότητας «Αμφίπολις» της Αλιστράτης»,  ο «Κανονισμός της Δημογεροντίας Δράμας» το 1902.

 

Η μισθοδοσία του προσωπικού βάρυνε την κοινότητα και γινόταν είτε σε χρήμα με ετήσια συμφωνία είτε μέρος της και σε είδος (οκάδες βούτυρου ή οκάδες καπνού). Μεγάλος αριθμός δασκάλων με σπουδές στο ελεύθερο  ελληνικό κράτος εργάζονταν στα σχολεία του μη ελευθέρου ελληνισμού. Οι δάσκαλοι αυτοί λάμβαναν σχεδόν διπλάσιο μισθό σε χρήμα σε σχέση με τους δασκάλους που εργάζονταν στο ελληνικό κράτος, αλλά και έναντι αυτών με σπουδές σε σχολές που λειτουργούσαν στην οθωμανική επικράτεια, όπως προαναφέρθηκε.

Στον «Κώδικα της Ιεράς Εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου Προσσωτσιάννης» καταχωρούνται ως έξοδα για την αμοιβή των δασκάλων ποσά με μεγάλες διαφορές που καταδεικνύουν τα παραπάνω. Συγκεκριμένα το 1897 καταχωρείται ως ετήσιος μισθός δασκάλου με 4644 γρόσια, άλλος 3240 και για τη δασκάλα 2700. Το έτος 1898 4320 γρόσια, 3132, ενώ για τη δασκάλα 1944. Σε νεότερη δε καταχώρηση ο μισθός του Διευθυντή ανέρχεται σε 6480 γρόσια, των δασκάλων σε 3240, 2641, ενώ των διδασκαλισσών σε 2093 και 2052 αντίστοιχα.

 

Την περίοδο αυτή ως εκπαιδευτικά μέσα δεν χρησιμοποιούταν πλέον η Οκτάηχος  και το Ψαλτήρι ούτε τα όποια «Αλφαβητάρια»

 

και «Αναγνωσματάρια», που χρησιμοποιούνταν  στην προαπελευθερωτική περίοδο στο ελλαδικό κράτος. Τα βιβλία έρχονται από την Ελλάδα αγορασμένα με κοινοτικούς πόρους που προέρχονται από εράνους στην εκκλησία, με την απόδοση των παγκαρίων, την περιφορά δίσκων στα καφενεία για το σκοπό αυτό, δωρεές ονομαστηρίων εορτών, τον φόρο επί των δεμάτων καπνού (μόνο για τα μαξούλια) που αποφασίζονταν σε Γενικές Συνελεύσεις συνήθως παρουσία του Μητροπολίτη ή του Αρχιερατικοί Επιτρόπου που επιβεβαίωνε τις αποφάσεις, όπως διαπιστώνεται στον Κώδικα της Τσιατάλτζας αλλά και σε αυτόν της Προσσωτσιάνης.

 

Τα βιβλία αυτά αποτελούσαν εθνικά κειμήλια και μεταφέρονταν από μαθητή σε μαθητή, φυλασσόμενα με ιδιαίτερη προσοχή, έως ευλάβεια ως κοινοτική περιουσία.

Άραγε συμβαίνει το ίδιο σήμερα; Καλλιεργείται ο σεβασμός και η προστασία της κοινοτικής περιουσίας; Ή ότι είναι κρατικό (κοινή, δηλαδή, περιουσία) μας είναι αδιάφορο και είτε το καταστρέφουμε οι ίδιοι είτε αδιαφορούμε για την κατάχρησή του;