Home > Αρθρα > Ο ελληνισμός στην Ανατολική Μακεδονία στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – Γράφει ο Δημήτρης Βασλής

Ο ελληνισμός στην Ανατολική Μακεδονία στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – Γράφει ο Δημήτρης Βασλής

Ο ελληνισμός στην Ανατολική Μακεδονία

στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

 

 

Γράφει ο Δημήτρης Βασλής

Η Ανατολική Μακεδονία βρίσκεται ανάμεσα στα όρη Μπέλλες, Μενοίκιο, Φαλακρό, Παγγαίο, Σύμβολο και περικλείεται από δυο μεγάλα ποτάμια, τον Στρυμόνα και τον Νέστο. Είναι μια από τις ωραιότερες γεωγραφικές γωνιές της Ελλάδος με τρεις πλούσιους κάμπους των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας και της Χρυσούπολης. Γη των αρχαίων Μακεδόνων και νεότερων Ελλήνων  σπλάχνα της Ηδωνίδας γης και των Βυζαντινών, μπορέσαμε να επιβιώσουμε επί 500 και πλέον χρόνια, δίχως να ξεχάσουμε την Ελληνική μας γλώσσα, χάρη στην ορθόδοξη χριστιανική μας πίστη, ενώ ήμασταν υποχρεωμένοι αντικειμενικά να είμαστε τουλάχιστον τρίγλωσσοι, αφού ο τόπος μας κατοικούνταν και από άλλες εθνότητες έως το 1913.

Μετά τους ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ πολέμους Α+Β που απελευθερώθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας μας, όλοι οι Έλληνες πολίτες κλήθηκαν από τη μητέρα πατρίδα να πολιτογραφηθούν στα Δημοτικά Μητρώα και έτσι απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια. Το ίδιο έπραξαν οι Εβραίοι και μερικοί Ρομά, αφού δεν είχαν τότε δικές τους πατρίδες και αισθάνονταν γνήσιοι Έλληνες. Όλες οι υπόλοιπες εθνότητες δεν πολιτογραφήθηκαν. Το 1919, κατόπιν συμφωνίας, αποχώρησαν όλοι οι πολίτες των άλλων εθνοτήτων, πλην των Οθωμανών οι οποίοι αποχώρησαν μετά το 1922 και μετά την ανταλλαγή των Ελληνικών οικογενειών από τις χαμένες τους πατρίδες. Πριν τους Βαλκανικούς πολέμους Α+Β, σε μια απέραντη γεωγραφική έκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οι Έλληνες πολίτες αισθάνονταν την εθνικότητά τους μυστικά και μόνον με την θρησκευτική τους πίστη ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους ομόθρησκους, αφού οι εκκλησιασμοί γινόταν πάντα στην ελληνική γλώσσα, γι’ αυτόν τον λόγο διατηρήσαμε την ελληνική μας γλώσσα ύστερα από 530 χρόνια. 1383-1913.

Πρόσφατα διάβασα στην Δραμινή εφημερίδα «Πρωϊνός Τύπος» στην στήλη «Από την παλιά Δράμα», επιμέλεια Γιάννη Στ. Σταυρίδη, ένα δημοσίευμα με θέμα «Το Δοξάτο Δράμας» που αναφέρεται στην περίοδο 1874-1885, ότι οι κάτοικοι αριθμούσαν στην κωμόπολη του Δοξάτο γύρω στις 4.000 χιλιάδες. Θα προσέθετα την Χωριστή, την Ανδριανή, τον Νικηφόρο, την Προσοτσάνη, τον Ξηροπόταμο, το Νευροκόπι, την Αλιστράτη, την Ελευθερούπολη, το Παλιοχώρι, τη Χρυσούπολη και τη Θάσο, τη Νιγρίτα, το Σιδερόκαστρο, το Ροδολίβος, την Πρώτη και όλα τα χωριά που ήταν στις παρυφές Φαλακρού, Παγγαίου,  Μπέλλες, Μενοίκιου και Σύμβολου. Οι Έλληνες υπερτερούσαν των οθωμανών και των άλλων εθνικοτήτων και οι μουσουλμάνοι φοβόταν να μπούνε στις ελληνικές συνοικίες.

Αυτά που έχουμε διαβάσει και ακούσει σε συνέδρια και από περιηγητές, ότι εκεί ήταν 5 Έλληνες και παραπέρα 100 και πιο πέρα 1.113, είναι από πηγές μη σωστά διασταυρωμένες, αλλά από περιηγητές-περαστικούς που με μεγάλο φόβο διαπίστωναν τα μη αληθινά πληθυσμιακά στοιχεία και τα γραπτά μένουν όπως συνηθίζουμε να το λέμε. Συμπληρώνω ότι οι πολίτες στην οθωμανική εποχή δεν φανέρωναν εύκολα την εθνικότητά τους για να αποφύγουν τις πολλές διώξεις από τους Τούρκους και τους κομιτατζήδες, αλλά και τους μεγάλους φόρους σε γρόσια που επιβάλλονταν από τους επιβολείς. Εύλογο ερώτημα, ποιος μπορούσε να ξέρει πόσοι Έλληνες ήταν στην πόλη της Δράμας, της Καβάλας και των Σερρών, αφού πληθυσμιακά αποτελούσαν ένα σύνολο πληθυσμού από δεκάδες εθνικότητες;

Ενώ στις κωμοπόλεις, τα κεφαλοχώρια και τα μικρά χωριά γνώριζε ο ένας τον άλλον και ιδιαίτερα στις προσελεύσεις των εκκλησιών. Παράδειγμα στο Μοναστηράκι-Δράνοβα Δράμας απ’ όπου κατάγομαι, με πληθυσμό 700 ατόμων την εποχή του 1885 οι Ελληνογενείς ήταν 500 πολίτες και οι οθωμανοί 185, και  διάφοροι 15. Οι μουσουλμάνοι είχαν το δικό τους τζαμί και οι Έλληνες την δική τους εκκλησία που κτίστηκε το 1842 το οστεοφυλάκιο 1777, άρα υπήρχε προγενέστερη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Επίσης το χωριό μου είχε ελληνικό σχολείο από το 1885, απ’ όπου αποφοίτησε και ο πατέρας μου Ιωάννης Βασλής, εκ των υστέρων κτίστηκε το νέο μας σχολείο.

Συμπερασματικά, από τις εκκλησίες, τα σχολεία, τις εικονογραφήσεις στα ελληνικά και τα μοναστήρια Εικοσιφοίνισσας, Αγίου Προδρόμου Σερρών και άλλα στοιχεία, όπως τα αρχαιολογικά ευρήματα, μαρτυρούν ότι η Ανατολική Μακεδονία κατοικήθηκε ανέκαθεν από επίγονους Μακεδόνες και αργότερα από τους Βυζαντινούς και τους νεοέλληνες. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα νομίσματα και τους τάφους που είναι διασκορπισμένοι σε όλη τη Μακεδονία μέχρι σήμερα. Στο χωριό μου βρέθηκαν αρχαία και βυζαντινά ευρήματα τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας. Τα οποία εκχώρησα από την οικογενειακή μας συλλογή και από ανασκαφές της αρμόδιας Υπηρεσίας στους αγρούς μας. Σ’ αυτόν τον ωραίο τόπο που κληρονομήσαμε από τους αρχαίους προγόνους μας εμείς οι γηγενείς, δεν σταυρώσαμε τα χέρια μας, δεν μείναμε άπρακτοι, αλλά κτίσαμε τους ναούς μας, τα σχολεία μας, τα παρθεναγωγεία, τα διδασκαλεία, τα μουσεία, τις φιλαρμονικές, τους πολιτιστικούς Συλλόγους κ.ά. και συμμετείχαμε εθελοντικά σε όλους τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Γι’ αυτόν τον λόγο έγιναν οι Βαλκανικοί πόλεμοι Α+Β, για να απελευθερωθούν οι Μακεδόνες που αποτελούσαν το 43% όλων των άλλων εθνοτήτων και ο πληθυσμός της Ελλάδος σχεδόν διπλασιάστηκε και από 2.631.952 και έκταση 64.697 τ.χ. Αυξήθηκε ο πληθυσμός σε 5.050.000 και έκταση 125.193 τ.χ.

Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφερθώ στα εξής γεγονότα. Η Γη των Μακεδόνων είναι κι αυτή ποτισμένη από αίμα. Συμμετείχαν εθελοντικά το 1821, με τον Εμμανουήλ Παπά, εκατοντάδες μαχητές απ’ όλη την Ανατολική Μακεδονία, βοήθησαν την επανάσταση των νότιων Ελλήνων. Στο ολοκαύτωμα της Νάουσας τον Απρίλιο του 1822, οι οθωμανοί έκαψαν όλη την πόλη, τα θύματα ήταν 2.200 και οι Ναουσιώτισσες αυτοκτόνησαν πηδώντας στον γκρεμό της Αραπίτσας για να μην καταλήξουν στα σκλαβοπάζαρα.

Ο ιπποκόμος του Δράμαλη ήταν από το Μοναστηράκι-Δράνοβα, λεγόταν Τουλούμης, νομίζω, Δημήτριος, ακολούθησε τον Δράμαλη μέχρι την καταστροφή του πασά των Ιωαννίνων, όταν όμως ξεκίνησε νότια προς τα επαναστατημένα μέρη λιποτάκτησε αρνούμενος να του προσφέρει υπηρεσία. Συνελήφθη στη Νέα Ζίχνη Σερρών από τους Τούρκους και εκτελέστηκε, προηγουμένως έδωσε πολλά στοιχεία για την εκστρατεία του Δράμαλη, που τον ακολούθησε μέχρι τα Γιάννενα και την Λάρισα απ’ όπου λιποτάκτησε.

Στις 30 Ιουνίου του 1913 οι Βούλγαροι εξαφάνισαν εκ θεμελίων το Δοξάτο Δράμας και όποιος βρέθηκε μπροστά τους τον ξεκοιλιάσανε με τις ξιφολόγχες, ακόμα και μητέρες με τα βρέφη στην αγκαλιά τους, ενώ ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σχεδόν στην Αγγίστα.

Το 1916-1918, με τη βοήθεια των Γερμανών, οι Βούλγαροι δεν άφησαν τίποτα όρθιο, εξόρισαν χιλιάδες ανατολικομακεδόνες στα καταναγκαστικά έργα και κατέσχεσαν όλη την περιουσία των Ελλήνων. Βλέπετε τα βιβλία «Τετράδια Βουλγαρικής Κατοχής 1916-1918» επιμέλειας του αείμνηστου Νικολάου Ρουδομέτωφ.

Η τρίτη φάση, πάλι με τη βοήθεια των Γερμανών, οι Βουλγάροι στις 29 Σεπτεμβρίου του 1941 εκτέλεσαν χιλιάδες αθώα θύματα με την κατηγορία ότι γεννήθηκαν και ήταν Έλληνες.

Η Μακεδονία δέχτηκε και αγκάλιασε τους αδελφούς μας πρόσφυγες – όσοι μπόρεσαν να διασωθούν από τον τουρκικό στρατό, τις Τσέτες και τον άναρχο Τοπάλ Οσμάν – φτάσανε στη μητέρα πατρίδα με πολύ μεγάλες δυσκολίες, αλλά ήταν ελεύθεροι πλέον και γρήγορα ξανάφτιαξαν τα νοικοκυριά τους. Οι πρόσφυγες προερχόμενοι από τις χαμένες πατρίδες, από 1.221.849 στη Μακεδονία, εγκαταστάθηκαν 638.253 χιλιάδες. Η Μακεδονία τους πρόσφερε γη και ύδωρ και όλοι μαζί θωράκισαν την εθνική μας άμυνα. Γι’ αυτό θα πρέπει να αισθανόμαστε Έλληνες Μακεδόνες, πέραν της καταγωγής μας, αφού για να απελευθερωθεί η Μακεδονία θυσιάστηκαν 4.800 στρατιώτες, 33.000 ήταν οι τραυματίες και μαζί με τις παράπλευρες απώλειες ξεπέρασαν τις 53.000 κ.τ.λ. σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, δίχως να υπολογίζονται τα θύματα του Μακεδονικού Αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων και Τούρκων.

Συμπέρασμα, οι Έλληνες Μακεδόνες στα χρόνια τους Τουρκοκρατίας δεν ήταν ένας, δεν ήταν δύο, αλλά ξεπερνούσαν το ένα εκατομμύριο, γι’ αυτό και η απελευθέρωσή της, όχι μόνο γιατί ήταν η γη των προγόνων Μακεδόνων και των Βυζαντινών, αλλά επειδή οι νεοέλληνες επί 530 χρόνια άντεξαν τους οργανωμένους βαρβάρους και παρέμειναν Έλληνες διατηρώντας τα ήθη και τα έθιμα, τον πολιτισμό και τη γλώσσα μας.

Κατά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Νομός Δράμας αριθμούσε 91.874 κατοίκους. Στο τέλος 1916-1918 ο πληθυσμός μειώθηκε αρκετά αφού 6.000 πέθαναν και 5.738 αμιγώς Ελληνογενείς εξορίστηκαν σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημάρχου Δράμας Μιχαήλ Φέσσα, το 1919 ο πληθυσμός της πόλης της Δράμας ανήλθε σε 25.000, από τους οποίους 10.000 ήταν μουσουλμάνοι. Αυτό συνέβη διότι από τα 194 χωριά του Νομού Δράμας μετανάστευσαν στην πόλη της Δράμας για να αποφύγουν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, τον αρχηγό τους Πανίτσα και τους φορομπίκτες μουσουλμάνους. Τέλος, στη γειτονική Καβάλα από τον αποκλεισμό της πόλης από τους Βούλγαρους πέθαναν 15 χιλιάδες Καβαλιώτες από την πείνα και 1.000 παιδιά μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία.

Στα Σέρρας έκαψαν την πόλη και δεν άφησαν όρθιο ό,τι θύμιζε ελληνικό, κατέκλεψαν το Μοναστήρι του Αγίου Προδρόμου καθώς και την Εικοσιφοίνισσα του Παγγαίου και μέχρι σήμερα δεν μας τα επέστρεψαν οι γείτονές μας τα ιερά κειμήλια!

Το 1919 οι Ανατολικομακεδόνες συμμετείχαν στον πόλεμο κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία, δυστυχώς πολλοί απ’ αυτούς δεν επέστρεψαν στις οικογένειές τους και με το αίμα τους τιμούν τη γη των Αρχαίων Ελλήνων προγόνων της Ανατολής.

Τα στοιχεία που παραθέτω στο δημοσίευμά μου είναι από τα βιβλία:

  • «Ιστορία των Ελλήνων» 12ος τόμος, σελίδα 71, Στρατιωτικές πηγές, Βαλκανικοί πόλεμοι, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, και
  • «Τετράδια Βουλγαρικής Κατοχής» επιμέλειας του Νικολάου Ρουδομέτωφ,
  • Δημοσιεύματα στήλης «Παλιά Δράμα», εφημερίδα «Πρωινός Τύπος» Δράμας, επιμέλεια Γιάννη Σταυρίδη.