Home > Αρθρα > Τα Σχολεία στο Πανόραμα (παλαιό Καλαπότι) του Νομού Δράμας- Ευάγγελος Γ. Καρσανίδης – Συμβολή στην έρευνα της εκπαιδευτικής ιστορίας

Τα Σχολεία στο Πανόραμα (παλαιό Καλαπότι) του Νομού Δράμας- Ευάγγελος Γ. Καρσανίδης – Συμβολή στην έρευνα της εκπαιδευτικής ιστορίας

Συμβολή στην έρευνα  της εκπαιδευτικής  ιστορίας

Τα Σχολεία στο Πανόραμα (παλαιό Καλαπότι) του Νομού Δράμας

Ευάγγελος Γ. Καρσανίδης

Σχολικός Σύμβουλος επί τιμή

 

Το Καλαπόδι ή Καλαπότι είναι το σημερινό Πανόραμα του νομού Δράμας. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ανήκε διοικητικά στον καζά (επαρχία) Ζίχνης του σαντζακίου (νομού) Σερρών  και εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της ενιαίας τότε Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών. Η πρώτη γνωστή  αναφορά του οικισμού σε γραπτή πηγή, όπου αναφέρεται ως Καλοπόδι ή Καλαπότι, είναι σε χειρόγραφο (Βρέβιον) της Μονής  της Παναγίας Αχειροποιήτου (Εικοσιφοίνισσας ή Κοσίνιτσας) του  Παγγαίου (D 309-Σόφια), το οποίο χρονολογείται στο 17ο -18ο αιώνα. Σε οθωμανικές πηγές  του τέλους   15ου αιώνα  αναφέρεται  με 54 κατοίκους  χριστιανούς ή με 15 μουσουλμάνους και 99 χριστιανούς  κατοίκους, στοιχεία  που συνηγορούν  για την προΰπαρξή του  ως οικισμού και κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Η επόμενη γραπτή αναφορά του είναι σε  οθωμανικό κατάστιχο του 1569/70, όπου επίσης  καταγράφεται ως οικισμός με χριστιανικό και μουσουλμανικό πληθυσμό (Μ. Παρχαρίδου- Αναγνώστου, Χειρόγραφη Πρόθεση του 18ου αιώνα…, Θεσσαλονίκη 2009). Κατά το 1885, σε  στατιστικό εκπαιδευτικό  πίνακα που υπέβαλε  στο Υπουργείο Εξωτερικών ο υποπρόξενός μας στην Καβάλα Α. Τσιμπουράκης, αναφέρεται με 1.550 χριστιανούς ορθόδοξους. Ο Έλληνας υποπρόξενος της Καβάλας στην εμπιστευτική έκθεσή του προς το Υπουργείο των  Εξωτερικών αναφέρει  ακόμη  ότι το χωριό διατηρούσε ένα σχολείο  με «ολικόν αριθμόν των μαθητών ,  μαθητριών  και νηπίων Ελλήνων ή φοιτώντων εις Ελληνικόν σχολείον 35». Στην  έκθεσή του ο υποπρόξενος αναφέρει ακόμη ότι  «Εν τη επαρχία Ζίχνης ουδείς σχισματικός υπάρχει  επιστρεψάντων των τοιούτων  επί των ημερών του νυν Μητροπολίτου Δράμας κ.Γερμανού Μιχαηλίδου» (Α.Υ.Ε., φάκ.  1885/ΑΒΕ, 1, έγγρ. αρ. 436/30.12.1885 του υποπροξενείου Καβάλας). Ένα χρόνο αργότερα, το 1886, σύμφωνα με τον  Ν. Σχινά, το χωριό είχε  120 χριστιανικές οικογένειες που χρησιμοποιούσαν μια εκκλησία. Ο Ν. Σχινάς,  που  επισκέφθηκε το χωριό, γράφει ανάμεσα σε άλλα , και τα εξής: «Εντεύθεν- εννοεί από την Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια)- οδός ομαλώς βαίνουσα επί 2½ ώρας,  διαβαίνει  ρεύματά τινα και  παρερχομένη  δέκα συνοικιών οθωμανών Γιουρούκιδων (ήτοι οθωμανών ομιλούντων βουλγαριστί)  ασχολουμένων εις την κατασκευήν τσουραπίων, ανέρχεται επί ½ έτι  ώραν  έδαφος  δύσβατον  και  πετρώδες  και φέρει εις το χωρίον κείμενον εντός  κλεισωρείας  και  οικούμενον   υπό 120 οικογενειών χριστιανικών βουλγαροφώνων, έχον δε  και εκκλησίαν» (Νικολάου Θ. Σχινά, Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας…, τ.Β΄, Εν Αθήναις 1886).

Σε συνάφεια με το όλο  θέμα των  σλαβόφωνων ή βουλγαρόφωνων  πληθυσμών και με το πρόβλημα ποια  ήταν η εθνική συνείδησή τους τοποθετείται και η από  30 Δεκεμβρίου 1876 έκθεση του   Έλληνα Γενικού Προξένου Θεσσαλονίκης  Κ. Βατικιώτη, ο οποίος τόνιζε, ανάμεσα σε  άλλα,  και τα εξής : «Οι βουλγαρόφωνοι  ούτοι ελληνίζουσι επί  τοσούτον  ώστε και εν τη Εκκλησία και εν τω σχολείω και ως γραφομένην γλώσσαν έχουσι την ελληνικήν και  πιστοί  ενέμειναν εις το Πατριαρχείον και τον Ελληνισμόν μεθ’ού  έχουσι κοινά τα  ήθη και τα εξωτερκά γνωρίσματα  και κρατερώς απέκρουσαν την  Εξαρχίαν» (Α.Υ.Ε., φάκ. 1876/α.α.κ. /30 Δεκεμβρίου 1876). Να σημειώσουμε εδώ ότι οι «βουλγαρόφωνοι» αυτοί δεν είχαν καμία σχέση ούτε με τους Βουλγάρους, ούτε με τη βουλγαρική γλώσσα∙ πρόκειται απλά για Έλληνες που χρησιμοποιούσαν ένα ιδίωμα σλαβικό, αλλά με πολλές ελληνικές λέξεις, θα έλεγε κανείς  κατά το παράδειγμα της χρησιμοποίησης της τουρκικής από τους Έλληνες Καραμανλήδες της Μικρασίας.

Η έκθεση  Βατικιώτη, την οποία μνημονεύσαμε ήδη, γραμμένη το 1876, αλλά και μια άλλη, γραμμένη αυτή τριάντα  χρόνια αργότερα, του Γ.Τζορμπατζόγλου,  είναι  χαρακτηριστικές και επισημαίνουν  λεπτομέρειες, τις οποίες αγνοούν ή θέλουν να αγνοούν όσοι πιστεύουν στην αντίθετη άποψη. Ο Γ. Τζορμπατζόγλου, επιτετραμμένος της ελληνικής πρεσβείας της Κωνσταντινουπόλεως, με άρτια  νομική παιδεία, επιφορτισμένος από τον υπουργό Εξωτερικών Α. Ρωμάνο, περιόδευσε στις αρχές του 1904 στην Κεντρική και Βόρεια Μακεδονία και συνέταξε 14 εκθέσεις που καλύπτουν  238 σελίδες αναφορικά με την  επικρατούσα κατάσταση. Ο ίδιος  διεπίστωσε μάλιστα ότι  το σλαβόφωνο γλωσσικό ιδίωμα που  μιλούσαν ορισμένοι κάτοικοι  της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης  της Μακεδονίας δεν ήταν  βουλγαρικά, αλλά ένα κράμα  ελληνικών, σλαβικών, τουρκικών και λατινικών λέξεων.

Θυμίζουμε, λοιπόν, ότι  και στις δυο παραπάνω  εκθέσεις δηλ. του Κ. Βατικιώτη (1876) και του  Γ. Τζορμπατζόγλου (1904) θα συναντήσουμε να αναφέρονται βουλγαρόφωνες  πατριαρχικές  οικογένειες. Να θυμίσουμε ξανά εδώ ότι αυτοί οι  βουλγαρόφωνοι των δύο προξενικών  εκθέσεων, κατά την άποψή μας, ταιριάζει καλύτερα σλαβόφωνοι, ήταν γνήσιοι Έλληνες  και ότι  η γλώσσα που  μιλούσαν κακώς απετέλεσε  για μερικούς  κριτήριο για την  εθνικότητά τους.

Την  περίοδο που συνετάγη η πρώτη έκθεση (1876) που  μνημονεύσαμε,  ξέρουμε ότι σε όλα σχεδόν τα χωριά του καζά Ζίχνης λειτουργούσαν «κοινά» σχολεία («γραμματοδιδασκαλεία»),  καθώς και αλληλοδιδακτικά σχολεία, που  σιγά σιγά  αναπτύχθηκαν και  δυνάμωσαν. Στο Καλαπότι (Πανόραμα) μόλις  το σχολικό έτος 1894-1895, αναφέρουν οι πηγές μας, ότι  λειτουργούσε  εκεί 1 δημοτική ή  αστική σχολή  με 100 μαθητές  και 1 δάσκαλο.  Η ετήσια δαπάνη  συντήρησης του σχολείου τη χρονιά αυτή ανερχόταν  στο ποσό των 690 γαλλικών  φράγκων. Η  καθυστέρηση λειτουργίας  του σχολείου  οφείλεται στις γνωστές τρομοκρατικές  συνθήκες που δημιούργησε το βουλγαρικό κομιτάτο προκειμένου να εξαναγκάσουν τους κατοίκους  του χωριού να προσχωρήσουν στην Εξαρχία.

Σημειωτέον  ότι  κατά τη δεκαετία του 1890, το εξαρχικό φαινόμενο εμφανίστηκε σε τρία χωριά. Στην  Αγριανή (Κλεπούσνα)  το 1890, στο  Βώλακα το 1899 και στο  Πανόραμα (Καλαπότι) το 1899.Τη χρονιά αυτή (1899), σύμφωνα με τη στατική της Εξαρχίας το χωριό κατοικούνταν από 432 οικογένειες, ενώ κατά τη στατιστική του  Προξενείου Σερρών από 360 οικογένειες.

Λίγα χρόνια  αργότερα, στις αρχές του 20ου  αιώνα, και  συγκεκριμένα το 1905, σύμφωνα με έναν   Εθνογραφικό χάρτη πληθυσμού  στους καζάδες Δράμας, Σερρών, Μελενίκου  και Ελευθερουπόλεως, που  υποβλήθηκε από το υποπροξενείο Καβάλας προς το Υπουργείο Εξωτερικών το Καλαπότι (Πανόραμα)  είχε : 360 οικίες  με 1.910 κατοίκους σχισματικούς.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι κάτοικοι των καζάδων Δράμας και Ζιχνών είχαν την τύχη να έχουν  αρχηγό τους  τον μητροπολίτη Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902-1910), τον μετέπειτα εθνομάρτυρα  μητροπολίτη Σμύρνης, ηγέτη φωτισμένο και θαρραλέο, που πρόσφερε πολλά στο ποίμνιό του. Χάρη στις άοκνες φροντίδες του τόσο η Δράμα όσο  και η περιοχή  της παρουσιάζουν μια ανθηρή εικόνα παιδείας. Πρωτεργάτης σε κάθε  εκπαιδευτική και προοδευτική  κίνηση της επαρχίας ήταν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, που ταυτόχρονα  ήταν  και πρωτοπόρος  στον αγώνα  εναντίον της  βουλγαρικής  προπαγάνδας.

Με τις συχνές  επισκέψεις και τις περιοδείες του  σε  ολόκληρη την επαρχία ο μητροπολίτης Χρυσόστομος  δεν περιόριζε την εθνική του  εργασία μόνο στο Θείο Κήρυγμα, αλλά προέβαινε σε  αποφασιστικές και ουσιαστικές, αποτελεσματικές  ενέργειες. Με κατάλληλες  εθνικοθρησκευτικές  ομιλίες , κατόρθωσε να επαναφέρει πολλούς  παραπλανημένους  κατοίκους της  επαρχίας του στην  ελληνική Ορθοδοξία. Στα χωριά όπως η Προσοτσάνη,  ο Γρανίτης (Γιουρουτζούκ), το Πανόραμα (Καλαπότι), τα Κοκκινόγεια (Κουμπάλιστα) κ.ά. «παρ’ ότι υπήρχαν εξαρχικές   κοινότητες, το  κοινοτικό  σύστημα λειτουργεί ελλειπώς  και παραμένουν ακέφαλα,  χωρίς  εκκλησιαστικούς και  σχολικούς  εφόρους   και μουχτάρη».  Αυτό  οφείλεται, αποφαίνεται στην  ετήσια έκθεσή του ο Εξαρχικός  Αρχιμανδρίτης Παϊσιος, «στις συχνές επισκέψεις και  τις  περιοδείες  του Πατριαρχικού Μητροπολίτη Χρυσοστόμου εις  ολόκληρη την  επαρχία…». Για το λόγο αυτό, συνεχίζει στην έκθεσή του ο Παΐσιος «οπωσδήποτε  η  Εξαρχία να ζητήσει  από τις  Τουρκικές αρχές  να  Του  απαγορεύσουν τις περιοδείες, διότι συνοδευόμενος από  κρυφούς  ένοπλους αντάρτες, εργάζεται με φανατισμό για  την Ελληνική υπόθεση». (Κρατικό  Ιστορικό Αρχείο, Ενότης Εξαρχία Φ 246,1).

Αλλά και άλλα χωριά από τα  οποία μεγάλος αριθμός  των κατοίκων  ή εξ ολοκλήρου που είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία  «μετά την άφιξη   στη  Δράμα του μητροπολίτη Χρυσοστόμου, επανήλθαν  στον  έλεγχο  της Πατριαρχικής παράταξης». (Το Αρχείον του  Χρυσοστόμου, τ. Α΄, Αθήνα 2000).  Έτσι  ο Χρυσόστομος με  την πολυσχιδή  εθνική του  δράση  στην περιοχή , γρήγορα αναδεικνύεται  ως κυρίαρχη φυσιογνωμία, γεγονός που  είχε ως συνέπεια την επιστροφή όλων  των Σχισματικών  στους  κόλπους του Πατριαρχείου. Στο Καλαπότι (Πανόραμα), μολονότι υπήρχε  εξαρχική  κοινότητα,  καθοριστική ήταν η  συμβολή  του στην ανάπτυξη δικτύου  διάδοσης των   ελληνικών γραμμάτων και του πολιτισμού με  την επαναλειτουργία του ελληνικού σχολείου και το διορισμό Έλληνα δασκάλου σε αυτό. Αξιοπρόσεκτη είναι   επίσης και  η συμβολή της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας που είχε αναλάβει τη  συντήρηση του σχολείου καλύπτοντας και το μισθό του.