Home > νέα > Τι έγραφε η εφημερίδα της Δράμας «Θάρρος» το 1931 για την απελευθέρωση την 1η Ιουλίου το 1913

Τι έγραφε η εφημερίδα της Δράμας «Θάρρος» το 1931 για την απελευθέρωση την 1η Ιουλίου το 1913

Τι έγραφε η εφημερίδα της Δράμας

«Θάρρος» το 1931 για την απελευθέρωση

την 1η Ιουλίου το 1913

 

Στο φύλλο της 1ης Ιουλίου 1931, η καθημερινή εφημερίδα της Δράμας «ΘΑΡΡΟΣ», με ιδιοκτήτη τον Μιχ. Βεζιρτζόγλου και διευθυντή – υπεύθυνο, τον ιδρυτή της εφημερίδας μας (ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ) Νίκο Καραθάνο, δημοσιεύεται στο πρωτοσέλιδο της επετειακό ιστορικό σημείωμα για τις τραγικές ημέρες του 1913 που οδήγησαν στην απόλυτη καταστροφή του Δοξάτου, αλλά και στην απελευθέρωση της πόλης της Δράμας από τον Ελληνικό Στρατό.

Η τραγική είδηση του ολοκαυτώματος του Δοξάτου, έφερε το πένθος στη Δράμα και έσβησε τις τελευταίες ελπίδες σωτηρίας. Το τέλος έφθανε και για τη Δράμα και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σημείωμα: «Τα λεπτά μετρούνται… μητέρες απελπιστικά σφικταγκαλιάζουν αγαπημένα παιδιά, νέοι και γέροι δίνουν τον τελευταίο ασπασμό…».

Περνά μια μαρτυρική, ατελείωτη νύκτα προς αναμονή του τέλους. Το φως της 1ης Ιουλίου φθάνει και η ελπίδα επιστρέφει και πάλι στις ψυχές των Δραμινών μαζί με την ανεπιβεβαίωτη είδηση ότι ο ελληνικός στρατός πλησιάζει.

Τότε ο σεβασμιώτατος Αγαθάγγελος, πατέρας και προστάτης όλων των Δραμινών αποφασίζει να εξέλθει της μητροπόλεως για να αντικρύσει την αλήθεια· την είσοδο του ελληνικού στρατού και τότε «Ανοίγουν οι πύλες του ιερού ναού και το πλήθος ξεχύνεται έξαλλον στους δρόμους πανηγυρίζον. Χαράς ευαγγέλιο!…»

«Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ/ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ/ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ/ ΩΡΑΙ ΦΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑΣ – Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΟΞΑΤΟΥ – ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ…- ΑΙ ΠΡΩΤΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΙ/ ΧΑΡΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, Η ΔΡΑΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ! – Η φρικτή είδησις περί καταστροφής του Δοξάτου είχε φθάσει…

Θύσανοι καπνών εσκίασαν τον ουρανό και σε λίγο έφθασαν όλαι αι λεπτομέρειαι της απίστευτης εις φρίκην και ανατριχιασμόν καταστροφής.

Γέροντες, παιδιά, γυναίκες, άνδρες στη φωτιά, στη λόγχη και την ατίμωση.

Δεν έμεινε πια τίποτε καμμία ελπίδα κανένας από μηχανής Θεός. Μάταια ο σεβασμός και θαρραλέος ποιμενάρχης ετραύλιζε τας λέξεις «θάρρος-ελπίδα στο Θεό».

Από ώρας μετρούνται…μητέρες απελπιστικά σφικταγκαλιάζουν αγαπημένα παιδιά, νέοι και γέροι δίνουν τον τελευταίο ασπασμό…

Η νύχτα πλησιάζει, ο ήλιος αρχίζει να κρύβεται πίσω τα στεφανωμένα με σύννεφα Μακεδονικά βουνά και μαζί με το κρύφιμό του να σβύση κάθε ελπίδα ζωής…

Ο ρόλος της νύχτας σε τέτοιες περιστάσεις είναι κάτι περισσότερο από θλιβερός. Η νύχτα ήλθε σε λίγο. Το άγνωστο, το μυστικό, το απροσδιόριστο, το αδιόρατο εσκέπασε τα πάντα…

Ένας κρότος, ένας ψίθυρος, ένας μικροθόρυβος και πάντα ήσαν πλέον έτοιμα…λιγποψυχίσματα δάκρυα τελευταίοι αποχαιρετισμοί…

Η αγωνία των ωρών είχε αλλοιώση όλα πρόσωπα πράγματα, φωνή, λογισμό και λογική.

Από στιγμής εις στιγμήν επεριμένετο η μοιραία στιγμή, και πολλοί την είδαν στο ολιγόλεπτο γέρμα του κεφαλιού των στον ερχομό του ύπνου.

Η ζωή τη νύχτα αυτή ήταν μαρτύριο αληθινό. Δεν ήταν ζωή ήταν στ’ αληθινά ένας θάνατος πιο φρικτός από τον πραγματικό.

Πίσω από τα σκοτεινά παράθυρα σκιές φανταχτερές, τρομασμένες, και σκελετωμένες από φόβο, στηλώνουν βαθειά τα μάτια για να διακρίνουν κάθε κίνηση για να μεταδώσουν την αρχή της τραγωδίας!… Παρακολουθούν με επιμονή αγωνία, φόβο, τρόμο. Κι όσο περνούν οι ώρες τόσο και η μορφή του θανάτου που είναι ζωγραφιστή στα πρόσωπα τους παίρνει αδρά τα χαρακτηριστικά…

Το άγνωστο τους τρομάζει…Δεν βλέπουν τίποτε κι όμως δεν πιστεύουν. Αρχίζουν οι φωχτίτσες της χαραυγής να παίζουν στων ακανθρών τα άκρα κι όμως τους φαίνεται όνειρο…

Ξημέρωσε; Είν’ αλήθεια; Όνειρο ή ψέμμα; Ζούμε ακόμα;

Το φως που δυναμώνει άπαντα καταφατικά.

ΠΡΩΤΗ ΙΟΥΛΙΟΥ

Η νύχτα της αγωνίας που άφησε ρυτίδες στην καρδιά έσβυσε πλέον. Ο ήλιος της 1ης Ιουλίου πρόβαλλε μ’ όλη τη μεγαλοπρέπεια σαν κάπως πιο φωτεινός, πιο δυνατός, σαν κάπως με όψι κατακτητού…

Κάποια μυστικά ελπίδα με τις πρώτες του ακτίνες ήρχισε να φωτίζη τα σκοτεινά βάθη των απελπισμένων ψυχών. Ένα αόρατο χέρι άρχισε να δίνη δυνάμεις στις μισοπεθαμένες ψυχές…

Ένα αίσθημα που δεν μπορεί να εκφραστή με λόγια, που δεν μεταφράζεται, μια αίσθησι που δεν επιδέχεται ανάλυσι κυρίεψε τις ψυχές όλων με τις πρώτες πληροφορίες για τις «νίκες των Ελλήνων» και τις έκτακτες κινήσεις των βουλγαρικών αρχών της πόλεως.

Με καταπληκτική ταχύτητα μεταδίδονται παρ’ όλας τας προφυλάξεις όλαι αι πληροφορίαι. Αι αρχαί εγκατέλειψαν τα δημόσια καταστήματα και ο στρατός είναι έτοιμος προς φυγήν. Είναι ώρα 1.30 μ.μ. καμμιά κίνησι δεν παρατηρείτα. Κανένα δεν τολμά να βγη έξω για να πληροφορηθή θετικά τι συμβαίνει. Μα τα πράγματα αρχίζουν να μιλούν…Αι βεβιασμένες κινήσεις και αι σύντομοι ενέργεια προδίδουν κάτι έκτακτον που προσεγγίζει με την απίστευτη φήμη ότι ο ελληνικός στρατός φθάνει..

Στα πρόσωπα ζωγραφίζεται μια αγωνία που συνηφασμένη με την κρύφια χαρά δίνει την όψι ενός ανθρώπου που κοντεύει να εγγίση την μεγαλύτερη ευτυχία…που την βλέπει και τείνει να την κατακτήση.

Η Εκκλησία της Μητροπόλεως το καταφύγιο των αδυνάτων από τις πρώτες απογευματινές ώρες ήταν γιομάτο.

Πρόκειτοι, γυναίκες, παιδιά, γέροντες, νέοι, όλοι εκεί περιμένουν με αγωνία το όνειρο που δεν μπορούν να πιστεύουν την πραγματικότητα που δεν μπορούν να διακρίνουν.

Σε μια στιγμή μεταδίδεται αστραπιαίως «ο στρατός μας φθάνει». Το τι γίνεται δεν μπορεί να το καταλάβει κανείς παρά μονάχα εάν παρακολουθήση την έκφρασιν των προσώπων γιατί το μίλημα είναι ακόμα…επικίνδυνον και απαγορεύεται. Ακούονται εν των μεταξύ πυροβολισμοί και σε λίγο φθάνει αγγελιοφόρος δια να ειδοποιήση τους προσευχομένους κεκλεισμένων των θυρών εντός του ναού περί της αφίξεως των Ελλήνων. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Φιλήματα, ενθουσιασμοί, ζητωκραυγαί, χαιρετισμοί, Χριστός Ανέστη!…

Παρ’ όλες τις επιβεβαιώσεις η είδησις δεν γίνεται πιστευτή…

Ο ελληνικός στρατός στη Δράμα; Όνειρο ή πραγματικότης;

Δια να βεβαιωθή πλήρως η μεγάλη είδησις εξέρχεται ο μητροπολίτης δια να πεισθή ιδίοις όμμασιν. Φεύγει με κάποιο δυσταγμό και κάποια αβεβαιότητα, και όαν συναντά την πραγματικότητα όαν αντικρύζη τον Ελληνικόν στρατόν τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις από συγκίνησιν. Διατάσσει να αρχίσωσιν οι κωδωνοκρουσίαι…

Ανοίγουν οι πύλες του ιερού ναοί και το πλήθος ξεχύνεται έξαλλον στους δρόμους πανηγυρίζον.

Χαράς ευαγγέλιο!…

Η υποδοχή του νικητού στρατού υπήρξε φρενητιώδης. Άνδρες και γυναίκες έκλεγαν από συγκίνησιν. Οι κώδωνες μετάλλινες γλώσσες μετέδιδαν την χαρμόσυνο αγγελία παντού υψώνοντες θυσάνους ήχων.

Αιζητωκραυγαί και αι ζωηραί εκδηλώσεις υπερ των στρατιωτών είναι συγκοινητικαί. Γυναίκες και παιδιά στεφάνωναν τους στρατιώτας με λουλούδια ποτισμένα με πικρό δάκρυ της σκλαβιάς.

Γέροντες και παιδιά έψαλλον κι από χαράν ζητωκραύγαζαν συνεχώς! Ζήτω η ελευθερία! Ζήτω ο στρατός!

Οι στρατιώται βλέποντες τις εκδηλώσεις του λαού έκλαιγαν και αυτοί.

Μαζύ με το ελληνικόν στοιχείον πανηγύριζεν και το μουσουλμανικόν.

Όταν ενύχτωσε πολλοί εδυσπίστουν. Όνειρον ή πραγματικότης; Αλήθεια ή φαντασία; όταν όμως άρχισαν να περνάν οι ώρες και αγωνίες δεν έσφιγγαν πια την καρδιά επίστευσαν!…

Ήταν πραγματικότης.

Η Δράμα ελληνική.

Ο ΠΑΛΗΟΣ»