Home > Νέα > Βιβλιοκριτική Η συλλογή διηγημάτων του Δραμινού Μουράτη Κοροσιάδη με τίτλο «Ήμερες ημέρες»

Βιβλιοκριτική Η συλλογή διηγημάτων του Δραμινού Μουράτη Κοροσιάδη με τίτλο «Ήμερες ημέρες»

Βιβλιοκριτική

Η συλλογή διηγημάτων του Δραμινού

Μουράτη Κοροσιάδη με τίτλο «Ήμερες ημέρες»

 

 

Μια ανάγνωση

Μέσα στην πληθώρα των εκδόσεων λίγα βιβλία ξεχωρίζουν και αξίζουν πραγματικά την προσοχή μας, τον έπαινο, τη δεύτερη και τρίτη ανάγνωση. Τύχη καλή η πρόταση πριν από τρία χρόνια αγαπητής συναδέλφου από τη Δράμα που μου σύστησε τον συμπολίτη της και έξοχο πεζογράφο Μουράτη Κοροσιάδη. Κι αν η πρώτη συλλογή διηγημάτων του «ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ» (εκδ. Γκοβόστη) με είχε εντυπωσιάσει ευχάριστα, η πρόσφατη, με τον τίτλο «ήμερες ημέρες» (εκδ. Βακχικόν), με καθήλωσε με τα πολλά χαρίσματα της: με τη δύναμη των εικόνων της, με τη δουλεμένη γλώσσα της, με το ανάγλυφο των χαρακτήρων  και την διεισδυτική ματιά στον ψυχισμό τους που θα τη ζήλευε κάθε ψυχαναλυτής, με την ικανότητα της γραφής να αποτυπώνει στην ατομική ιστορία τη συλλογική μας περιπέτεια και να της δίνει οικουμενικές διαστάσεις, αφού τα θέματα των διηγημάτων ξεπερνούν τον τοπικό ή εθνικό χαρακτήρα, αποκτούν πανανθρώπινες διαστάσεις κι άνετα μπορούν να διαβαστούν από κάθε Ευρωπαίο πολίτη ή πολίτη του κόσμου, από κάθε φιλαναγνώστη. Αυτή είναι η εμβέλεια της καλής λογοτεχνίας, να μετατρέπει το ατομικό σε καθολικό, να διαρρηγνύει τα σύνορα, να μετακινεί τη συνείδηση χαρίζοντας ταυτόχρονα την αναγνωστική απόλαυση.

Η συλλογή περιλαμβάνει δεκαπέντε διηγήματα, εκτενή τα περισσότερα, κάποια μάλιστα, όπως αυτό που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, αγγίζουν στην έκταση και στη δομή τους τα όρια της νουβέλας.

Τα θέματά τους είναι διαχρονικά αλλά αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα στην κοινωνία των τελευταίων χρόνων, μια κοινωνία που είδε τα θεμέλια της να συντρίβονται από την οικονομική κρίση, τους θεσμούς να αποσυντίθενται,  τα μέλη της να χάνουν την αξιοπρέπεια τους, το βιοτικό τους επίπεδο να επιστρέφει σε προπολεμικούς δείκτες και την  ψυχική τους ισορροπία να τραυματίζεται δραματικά.

ΚΟΡΟΣΙΑΔΗΣ (ΗΜΕΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ)

Με μια εκπληκτική δεινότητα στην αφήγηση, στις σελίδες του βιβλίου αποτυπώνεται το βάσανο της μοναξιάς (όχι της μοναχικότητας), της αγωνιώδους ανάγκης του ανθρώπου για επικοινωνία, της ανεργίας, της απομάκρυνσης από το κουκούλι της οικογένειας, της διάλυσης των σχέσεων, συντροφικών, οικογενειακών, κοινωνικών, της χαμένης αθωότητας, της πτώσης, της αναζήτησης ταυτότητας σε ένα κόσμο ρευστό και διαρκώς μεταβαλλόμενο. Από το πρώτο διήγημα «ΤΟ ΕΝΥΔΡΕΙΟ» στο οποίο ο πρωταγωνιστής σαν Καρυωτακικό πρόσωπο ρίχνει επαναλαμβανόμενα αποτυχημένα το μπουκάλι με το μήνυμα στη θάλασσα, τίθεται από τον συγγραφέα το ερώτημα « Κι εσύ; Τι τρέχει μ’ εσένα και ρίχνεις μπουκάλια στη θάλασσα; Σε ποιους στέλνεις μηνύματα;»

Η απάντηση δίνεται, νομίζω σε όλα τα διηγήματα, οι αποδέκτες των μηνυμάτων είμαστε εμείς οι αναγνώστες. Μένει να βουτήξουμε στη θάλασσα, να καταδυθούμε ίσως, να διαβάσουμε το χαρτάκι, εν προκειμένω να ανοίξουμε θαρραλέα τις λέξεις που μας προτείνει σε κάθε ιστορία ο Μ. Κοροσιάδης, να δούμε τα σκίτσα της ζωής με γενναιότητα αλλά και τα πρόσωπα της με την τρυφερότητα, με την έγνοια, με την τελική αισιόδοξη ματιά, αυτήν που επιλέγει ο διηγηματογράφος.

Γνώριμα τα τοπία , τα πρόσωπα, οι σκέψεις τους, οι καταστάσεις που βιώνουν. Αν δεν είναι ταυτόσημα με τα βιώματα μας, είναι όμως των διπλανών μας. Η γεροντική άνοια του κυρίου Ευτύχη στο συγκλονιστικό ομότιτλο της συλλογής «ΉΜΕΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ» και η ελάχιστη παρηγοριά της φθίνουσας μνήμης που χαϊδεύει τις πληγές και ξυπνάει σε οράματα το παρελθόν που γλίστρησε μέσα απ’ τα χέρια του.

Η ερωτική απογοήτευση στο «ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ»  που είναι απότοκη των λανθασμένων επιλογών και των διαδοχικών απορρίψεων  « Διάβασε λάθος χάρτες, ανοίχτηκε σε άγνωστες θάλασσες. Σε κάθε ταξίδι έχανε και από έναν εαυτό. Στο τέλος απέμεινε μόνος. Πώς να κυβερνηθεί έτσι ένα καράβι; Σ΄ ένα ναυάγιο χάθηκε ο παρατηρητής. Αυτός που ήταν υπεύθυνος για να αποφεύγονται τα βράχια. Στο άλλο, ο μηχανικός. Τώρα τον ταξιδεύουνε τα ρεύματα κατά πού θέλουν…». Ανοίγει όμως την πανοπλία του φόβου, αφήνεται και πάλι στο νηολόγιο του έρωτα, γιατί  «ο έρωτας , όμως, είναι όπως η πίστη. Δεν ζητά αποδείξεις. Ούτε θέλει πανοπλίες. Μόνο άφημα. Στη δίνη του. Αλλά και στην οδύνη του. Πάθει, μάθος»

Στο διήγημα «ΤΟ ΟΝΟΜΑ», οι εμμονές του περίεργου ήρωα τον οδηγούν σε μια πρωτόφαντη πρόταση που απευθύνεται στους έκπληκτους φίλους του καφενείου: την συχνή αλλαγή του βαφτιστικού ονόματος σαν διέξοδο στην αποτελματωμένη ζωή τους, σαν απόδειξη εσωτερικών αλλαγών που συντελέστηκαν και δεν έχουν άλλο τρόπο να εκφραστούν. Η χλεύη κι ο σαρκασμός των φίλων, κατά τον Καβαφικό στίχο «ως είναι το συνήθειό τους , οι απαίσιοι» τον οδηγούν ξανά στο καταφύγιο του σπιτιού του, όπου με συνταρακτικά ποιητικό λόγο ο Κοροσιάδης ξεδιπλώνει την ερημία της ζωής του. Και μεις,  στις νύχτες του «Σαμψών»  βλέπουμε τα ερείπια πολλών μοναχικών υπάρξεων του περίγυρου μας. «Κάθε φορά που σκούπιζε ή ξαράχνιαζε, όλο και κάτι έβρισκε. Λόγια. Γέλια. Αγγίγματα. Ξεχασμένα σε σκοτεινές γωνίες. Οι παιδικές φωνές  έγιναν αντρικές. Και πέταξαν από τ΄ ανοιχτά παράθυρα, εδώ και χρόνια. Προς άγνωστη κατεύθυνση. Πήγε στην κουζίνα. Εκεί του άρεσε να κάθεται. Εκεί που μαζευόταν όλη η οικογένεια»

Ο συγγραφέας ακολουθεί τα βήματα του πρωταγωνιστών του, τους βλέπει από μια μικρή απόσταση στην τριτοπρόσωπη αφήγησή του, τους αφήνει ν’ αναπνέουν, να κάνουν τις επιλογές τους, να γονατίζουν, να απελπίζονται, να επιθυμούν την αποχώρηση από τη «σκηνή» και στην κρίσιμη στιγμή τους αγκαλιάζει με τις λέξεις του, τους στηρίζει συμπονετικά, τους ενθαρρύνει. Τους δίνει άλλη μια ευκαιρία  θυμίζοντάς μας διαρκώς μία από τις υπέρτατες αξίες, την τόσο αναγκαία στις μέρες μας: αλληλεγγύη στον πάσχοντα, στον καταφρονεμένο, στον αποσυνάγωγο, στον μοναχικό και βασανισμένο  συνάνθρωπό μας. Στο τέλος κάθε ιστορίας, η συνειδητοποίηση της αξίας κάθε ύπαρξης ανοίγει τη χαραμάδα απ΄ όπου θα εισβάλλει το φως, η καταξίωση της  ζωής, της συνέχειας, της αποδοχής του πόνου. Στο διήγημα «Η ΑΓΚΥΡΑ» ο πρωταγωνιστής επιστρέφει από το λιμάνι του, κατά την φαντασία του, ανυψωμένου καραβιού, ρίχνει την άγκυρα με πάταγο στο νερό και μονολογεί εσωτερικά. «Θυμήθηκα πως πλησίαζαν και οι γιορτές. Είχα πράγματα να τακτοποιήσω. Τόσα αμπάρια είχα κι εγώ να γεμίσω. Σκούπισα με το μανίκι τα νερά απ’ το τραπέζι και σηκώθηκα. Έπρεπε να πάω σπίτι»

Στο «ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ» ο θάνατος κι η κηδεία της μάνας γίνεται αφορμή να βγάλει από τα σωθικά του ο γιος τον βαθύ πόνο της απόρριψης, του βίαιου απογαλακτισμού, της στέρησης της μητρικής αγάπης. Το διήγημα περιέχει μία από τις συγκλονιστικότερες σκηνές που έχουμε διαβάσει πρόσφατα στη νεοελληνική λογοτεχνία. Οι λέξεις μεταμορφώνονται σε κινηματογραφική κάμερα και οι αναγνώστες παρακολουθούμε τη συντριβή του γιου που θηλάζει το στήθος της νεκρής μάνας. «Γέρασα και ποτέ σου δεν με αναγνώρισες με το δίκιο του μαστού. Μόνο με το δίκιο του κουτιού με αναγνώρισες. Όμως, τέρμα ο πολιτισμός. Μέχρι εδώ ήταν. Τώρα έχει αυτοδικία, ανταπόδοση»

Το μοτίβο του στήθους που συναντήσαμε στην πρώτη συλλογή του συγγραφέα και κοσμούσε το σκίτσο του το εξώφυλλο (ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ, εκδ. Γκοβόστης 2019) επανέρχεται και σ΄ αυτό το βιβλίο, άλλοτε σαν κατεξοχήν ερωτικό σύμβολο του γυναικείου σώματος κι άλλοτε σαν πηγή δυστυχίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, διακρίνεται η αγάπη του συγγραφέα στη γυναίκα, η ενσυναίσθηση της ιδιαίτερης θέσης της και των προβλημάτων που προκύπτουν από την μεταχείριση της στην κοινωνία μας. Ακόμα και για τη Μήδεια μάνα επιφυλάσσει ένα βλέμμα κατανόησης και τελικής συγχώρεσης. Κι είναι μια γυναίκα πάλι, η θεία Ελευθερία που αγκαλιάζει τον γιο που θρηνεί και βυζαίνει το νεκρό σώμα της μάνας, γιατί είναι οι γυναίκες που κρατάνε τις απώλειες βαθιά φυλαγμένες στην καρδιά τους και ξέρουν καλά τους ζωντανούς νεκρούς του Επάνω κόσμου.

Σε κάθε ιστορία της συλλογής, με αποκορύφωμα την τελευταία «ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΩΝ», σε όλες τις πτώσεις των πρωταγωνιστών του, πάντα εμφανίζεται ένα χέρι βοηθείας, πάντα ανοίγεται μια αγκαλιά, πάντα ένας  λόγος παραμυθητικός, ιαματικός,  έρχεται να ρίξει φάρμακο στις πληγές, να τις επουλώσει πριν γίνουν βάραθρα του χαμού. «Θα ξαναβάλουμε την άμμο μέσα  στην κλεψύδρα. Να ξεκινήσει , ξανά , ο καιρός των ανθρώπων».

Τα διηγήματα του Μουράτη Κοροσιάδη αυτό πετυχαίνουν, μας βάζουν ξανά στον καιρό των ανθρώπων σε μια εποχή που μασκοφορεμένοι αναζητούμε τον Άνθρωπο. Αυτή είναι και η αποστολή της λογοτεχνίας -αν δεχόμαστε ότι έχει αποστολή- να μας κάνεις καλύτερους, ανθρωπινότερους, συμπάσχοντες, αλληλέγγυους στον Άλλον. «Πάντα υπάρχει καιρός για τους ανθρώπους».

Οι ιστορίες του ανασυνθέτουν την ανθρωπιά μας. Εικόνες ολοζώντανες γύρω μας αποκτούν άλλη διάσταση, εισχωρούν μέσα μας, πλάθουν εσωτερικά τοπία, άλλοτε ποιητικά ζωγραφισμένα, άλλοτε σχεδιασμένα με την ωμή ασπρόμαυρη γλώσσα της ζοφερής πραγματικότητα, χωρίς, όμως, πομπώδεις μελοδραματικές εκφράσεις, χωρίς εξωραϊσμούς.

Εξαιρετικοί στοχασμοί εναλλάσσονται με ζωντανούς διαλόγους προσδίδοντας έτσι συγχρονικά στα διηγήματα θεατρικότητα, κινηματογραφική γραφή και ύφος φιλοσοφικού-ψυχαναλυτικού δοκιμίου: «Η κατάληξη των ρημάτων είναι σταθερή για κάθε πρόσωπο. Και των ουσιαστικών, επίσης. Για κάθε πτώση. Των ανθρώπων, όμως, η κατάληξη πάντοτε ασταθής. Και η ορθογραφία της αβέβαιη. Τερατώδης η ανορθογραφία της ζωής. Ανορθόγραφοι περνάμε από πρόσωπο σε πρόσωπο. Και από πτώση σε πτώση. Την εξαντλούμε, ώσπου να μάθουμε τους βασικούς κανόνες και τους νόμους της. Τόσο της ζωής όσο και της πτώσης».

Στις πτώσεις των μοναχικών, των άστεγων, των βασανισμένων πρωταγωνιστών του βιβλίου  ξαναβρίσκουμε τον πυρήνα της ύπαρξης μας, την ανόρθωση  του ανθρώπου και την κατάφαση της ζωής.

Στις «ήμερες ημέρες» διαβάζουμε το Δελτίο Καιρού των Ανθρώπων και της Ανθρωπιάς, Δελτίο ελευθερίας και φιλοξενίας όλων μας!

 

 Αθηνά Παπανικολάου