Home > Αρθρα > Η διαχρονικότητα του εθιμικού μας βίου-Του Γ.Κ. Χατζόπουλου τ. Λυκειάρχη

Η διαχρονικότητα του εθιμικού μας βίου-Του Γ.Κ. Χατζόπουλου τ. Λυκειάρχη

Η διαχρονικότητα

του εθιμικού μας βίου

«Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος»

(= Ζωή χωρίς γιορτές μοιάζει με δρόμο μακρινό χωρίς πανδοχείο) (Θυμόσοφη αρχαία ρήση).

 

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου τ. Λυκειάρχη

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Την πιο πάνω ρήση είχε προφανώς υπ’ όψη του ο θρακιώτης ιστορικός Θουκυδίδης, όταν έβαλε στο στόμα του μεγάλου πολιτικού Περικλή κατά την εκφώνηση του θεμελιώδους εκείνου Επιταφίου του, στον οποίο εξυμνεί τις κορυφαίες ανθρώπινες αρετές: τη φιλοπατρία, τη δικαιοσύνη, την αξιοκρατία, τη διαφανώς αδωρότατη αγάπη προς την πατρίδα: «Και μην και των πόνων πλείστας αναπαύλας τη γνώμη επορισάμεθα, αγώσι μεν γε και θυσίαις νομίζοντες» (= Έχουμε βρει ακόμη και πάρα πολλά μέσα για να ξεκουραζόμαστε πνευματικά, κάνοντας αγώνες και γιορτές όλο το χρόνο κατά τις συνήθειες του τόπου) (Θουκυδίδη, Ιστοριών Β, 38, 15).

Αναδιφώντας το δωδεκάμηνο αττικό ημερολόγιο, διαπιστώνουμε ότι το αποτελούσαν οι ακόλουθοι μήνες: Γαμηλιώνας (αντίστοιχος του δικού μας Ιανουαρίου), Ανθεστηριώνας (αντίστοιχος του δικού μας Φεβρουαρίου), Ελαφηβολιώνας (αντίστοιχος του δικού μας Μαρτίου), Μουνιχιώνας (αντίστοιχος του δικού μας Απριλίου), Θαργηλιώνας (αντίστοιχος του δικού μας Μαΐου), Σκιροφοριώνας (αντίστοιχος του δικού μας Ιουνίου), Εκατομβαιώνας (αντίστοιχος του δικού μας Ιουλίου), ο οποίος ονομαζόταν και Κρονίων, αφιερωμένος στον Κρόνο, πατέρα του Δία και της γυναίκας του Ρέας (ή Κυβέλης), Μεταγειτνιώνας (αντίστοιχος του δικού μας Αυγούστου), Βοηδρομιώνας (αντίστοιχος του δικού μας Σεπτεμβρίου), Πυανεψιώνας (αντίστοιχος του δικού μας Οκτωβρίου), Μαιμακτηριώνας (αντίστοιχος του δικού μας Νοεμβρίου) και Ποσειδεώνας (αντίστοιχος του δικού μας Δεκεμβρίου).

Η επίσημη χρονιά για τους αρχαίους Αθηναίους άρχιζε τον μήνα Ιούλιο, τον Εκατομβαιώνα (ονομάστηκε έτσι από τη θυσία εκατό βοδιών στις γιορτές του). Όμως κάθε μήνας ήταν και μια αρχή της χρονιάς, η οποία ονομαζόταν Νουμηνία (=νέος μήνας). Υπήρχε μάλιστα η συνήθεια στους Αθηναίους, όταν αποκτούσαν, κυρίως με αγορά, νέο δούλο την πρώτη του μηνός να του προσάπτουν και το προσωνύμιο Νουμήνιος. Μια τέτοια περίπτωση συναντάμε και εδώ στη Δράμα από μια επιγραφή χαραγμένη σε σαρκοφάγο, που βρέθηκε πριν από χρόνια κατά τη διάνοιξη της οδού Αγίας Σοφίας, κοντά στην Τουλούμπα, και που φιλοξενείται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Δράμας. Η επιγραφή με την οποία ασχολήθηκε πριν από μερικά χρόνια η ταπεινότητά μου και αποτυπώθηκε σε μελέτη με τίτλο: «Η σαρκοφάγος του Πριμιγενίου» έχει ως εξής: «ΠΡΙΜΙΓΕΝΙΟΣ ΝΟΥΜΗΝΙΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΖΩΝ ΕΑΤΩ ΚΑΙ ΠΡΙΜΙΓΕΝΙΗ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΙ ΑΥΤΟΥ» (=Ο Πριμιγένιος, γιος του Νουμηνίου μετακινούμενος από την τάξη του δούλου σ’ αυτήν του απελεύθερου, όσο ζούσε, κατασκεύασε τη σαρκοφάγο για τον εαυτό του και τη γυναίκα του Πριμιγένια).

Η πληθώρα των θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, που τελούνταν κάθε μήνα στην Αθήνα είχε την εξήγησή της στο γεγονός ότι οι Αθηναίοι ήθελαν να ξεκουράσουν τους δούλους και τους μέτοικους από την κόπωση. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το πλήθος των εργασιών, χειρωνακτικών και άλλων, ήταν σχεδόν αποκλειστική υπόθεση των δούλων, ενώ έργο των ελεύθερων Αθηναίων ήταν η ενασχόληση, κυρίως με την πολιτική, αλλά και το κουτσομπολιό. Είναι χαρακτηριστική η φράση του ρήτορα Λυσία σ’ έναν από τους λόγους του: «Ο καθένας από εμάς (τους ελεύθερους) συχνάζει σε κάποιο κουρείο ή στην αγορά ζητώντας να μάθει κάτι νέο (λέγεται τι καινόν;), που συνέβη στην Αθήνα την προηγούμενη ημέρα». Δηλαδή, όλο το ενδιαφέρον του ήταν να κουτσομπολέψει, να σχολιάσει, να κατηγορήσει ή και να οδηγήσει ως ψευδομάρτυρας ή ψευτοκατήγορος στο δικαστήριο συμπολίτες του με τη δήθεν κατηγορία ότι ασέβησε στο όνομα κάποιου θεού η θεάς. Σκοπός του βέβαια ήταν ο εκβιασμός για την απόσπαση χρημάτων (περίπτωση δίκης Σωκράτη). Συνήθιζε βέβαια να συχνάζει στις παλαίστρες και γενικά στα γυμναστήρια ή να μετέχει στους πολιτικούς σχηματισμούς και να ακούει ατέλειωτες ώρες τους επαγγελματίες πολιτικούς στα θέατρα ή την Πνύκα να εκφωνούν μύδρους κατά των αντιπάλων τους. (Εκτενέστερα για το πώς περνούσε την ημέρα του ο γνήσιος Αθηναίος πολίτης θα μιλήσουμε σε άλλο άρθρο μας).

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ας ξαναγυρίσουμε στις γιορτές κάθε μήνα.

Γενικός κανόνας ήταν το θρησκευτικό χρώμα των εορτών. Όχι γιατί ήταν και πολύ θρησκευόμενοι οι Αθηναίοι. Αν θα έλεγα θρησκόληπτοι, νομίζω ότι δεν θα έπεφτα και έξω. Κυριαρχούνταν κυρίως από τον φόβο της εκδικητικότητας των θεών τους, τους οποίους φρόντιζαν να καλοπιάνουν με πλουσιοπάροχες θυσίες, αιματηρές και αναίμακτες. Γνωστές από το Όμηρο είναι οι εκατόμβες.

Πέρα από το θρησκευτικό τους χρώμα οι γιορτές είχαν και πολιτιστικό – εθιμικό, χωρίς να λείπουν και οι προσφορές συμποσίων, όπως συνέβαινε στη Ρώμη κατά τον εορτασμό των Σατουρναλίων (των Κρονίων της Αθήνας).

Αναφερθήκαμε σε γενικές γραμμές στο αρχαίο αττικό εορτολόγιο. Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με όσα συνέβαιναν στην Αττική κατά τον μήνα Πυανεψιώνα (τον σημερινό Οκτώβριο), τον μήνα με τις περισσότερες γιορτές. Στο πρώτο δεκαήμερό του γιόρταζαν προς τιμήν του θεού Απόλλωνα τα Πυανέψια, που ήταν γιορτή για τα σπαρτά. Από τις κορυφαίες γιορτές, αφού η γη ήταν και είναι η γαλαντόμα τροφοδότρα του ανθρώπου.

Η παγανιστική αυτή γιορτή κληρονομήθηκε και από τους χριστιανούς γεωργούς, που στις 3 Νοεμβρίου, εποχή της σποράς και του φυτρώματος του σιταριού, αλλά και του ανοίγματος των πυθαριών (βαρελιών) γιορτάζουν τον Άγιο Γεώργιο, τον Σποριάρη ή Μεθυστή.

Την ημέρα αυτή, 7 Οκτωβρίου, οι αρχαίοι Αθηναίοι πρόσφεραν στον θεό Απόλλωνα ένα πιάτο με κουκιά, που τα λέγανε πύανους ή κυάμους. Από την προσφορά αυτή των πυάνων ονομάστηκε ο μήνας Πυανεψιώνας. Κάποια εποχή οι Αθηναίοι χρησιμοποιήσαν τα κουκιά (κυάμους) ως ψηφοδέλτια. Από τη χρήση αυτή των κυάμων καθιερώθηκε η αποτρεπτική ρήση των αρχαίων «κυάμων απέχεσθαι», δηλαδή μακριά από τα κουκιά, και εννοούσαν την ενασχόληση με την πολιτική, η οποία από τότε είχε τα τρωτά της. Τα κουκιά τα ανακάτευαν με διάφορα χόρτα, αλεύρι και σιτάρι. Ακολουθούσε πομπή από έφηβους αμφιθαλείς (= παιδιά των οποίων ζούσαν και οι δυο γονείς), (Αριστοφάνη, Νεφέλαι, στίχ. 60-65), οι οποίοι ήταν ντυμένοι με γυναικεία ενδυμασία και κρατούσαν κλαδί ελιάς, που το στολίζανε με μαλλί και απαρχές (= πρώτοι καρποί) της γης και το περιέφεραν στα σπίτια τραγουδώντας το πιο κάτω τραγούδι, ενώ το κρεμούσαν στις πόρτες των σπιτιών, όπως κάνουμε εμείς σήμερα με το στεφάνι της πρωτομαγιάς, τον Μάη.

Το έθιμο αυτό το ονομάζανε Ειρεσιώνη. Την ονομασία του το έθιμο την οφείλει στη λέξη είρος, έρος, έριον (=μαλλί).

Με την ονομασία Ειρεσιώνη ονομάζονταν επαιτικά ομηρικά επιγράμματα.

Το τραγούδι των εφήβων μας το διασώζει ο Γάλλος κλασικός φιλόλογος Robert Flaceliere και είναι το ακόλουθο:

«Η Ειρεσιώνη σου φέρνει σύκα και αφράτα ψωμιά. Σου φέρνει και μέλι μέσα στο ποτήρι και λάδι για να ψήσεις και γεμάτη κανάτα για να μεθύσεις και να πέσεις για ύπνο» (Πλουτάρχου, Βίος Θησέως, 22).

Τα αγαθά, τα οποία περιλαμβάνει το άσμα, είναι όλα αγαθά της γης (σύκα, ψωμί, λάδι, κρασί), αναγκαία πολύ για την υγιεινή διατροφή του ανθρώπου.

Παρόμοιους επαιτικούς αγερμούς συναντάμε και σε πολλά δημοτικά μας τραγούδια, τα οποία πριν από μερικά χρόνια ακούγονταν τα απογεύματα και προς το βράδυ από τους καλανδιστές την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, και σπάνια των Θεοφανίων, έξω από τις πόρτες των σπιτικών. Είναι χαρακτηριστική η ακροτελεύτια απαιτητική φράση των καλανδιστών προς τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά: «Δώσε μας το μπαξίσι μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα».

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Φορτωμένος και με άλλες εκδηλώσεις ήταν ο Πυανεψιώνας. Και ενώ δεν είχε σβήσει ακόμη ο απόηχος της Ειρεσιώνης, σειρά έπαιρναν τα Οσχοφόρια, γιορτή προς τιμήν του θεού της χαράς και της αισιοδοξίας, το θεού του κρασιού κι ας τον αποκαλούσε στην κωμωδία του «Βάτραχοι» ο Αριστοφάνης «τιποτένιο και φανφαρόνο». Δυστυχώς ο μεγάλος κωμικός του αρχαίου θεάτρου και όλων των εποχών Αριστοφάνης επιβεβαίωσε την ανεξίτηλη ρήση «Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος». Και τούτο, γιατί αν ο ελληνικός λαός δεν έπλαθε με τον δημιουργικό του νου τον Διμήτορα θεό Διόνυσο, που μολονότι δεν αξιώθηκε να ανεβεί στην κλειστή θεϊκή ομάδα του Ολύμπου, όμως όχι μόνο εμφυτεύτηκε βαθιά στην ψυχή του λαού και υπήρξε ο εμπνευστής και δημιουργός του ανυπέρβλητου θείου κλασικού λόγου, ο Αριστοφάνης δε θα ήταν ούτε στα αζήτητα. Έτσι είναι η ζωή. Το φορτίο της ευεργεσίας είναι πολύ βαρύ και όχι μόνο δεν μπορούν να το σηκώσουν οι ευεργετηθέντες, αλλά στρέφονται και μερικές φορές εναντίον των ευεργετών τους.

Στη γιορτή προς τιμήν του Διονύσου, στα Οσχοφόρια, έπαιρνε μέρος ομάδα από νέους, που την οδηγούσαν δυο αγόρια αμφιθαλή κρατώντας κλαδιά από αμπέλι φορτωμένα με τσαμπιά διαλεγμένα. Ακολουθούσε η θυσία στο βωμό του θεού, που τη συνόδευε η κραυγή ελελεύ, ιού, ιού. Μετά τη θυσία γίνονταν χοροί και αγώνες δρόμου.

Η ονομασία της διονυσιακής αυτής γιορτής Οσχοφόρια είναι παράγωγη της σύνθεσης των λέξεων όσχος και φέρω. Ο όσχος ήταν νέο κλαδί αμπέλου με τσαμπιά σταφυλιού.

Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Αχαρνείς» (997) αναφερόμενος στον όσχο γράφει: «Αθήνησιν αγώνα επιτελείσθαι των εφήβων δρόμου. Τρέχειν δε αυτούς έχοντες αμπέλου κλάδον κατάκαρπον, τον καλούμενον όσχον» (= Στην Αθήνα διεξαγόταν αγώνας δρόμου εφήβων, που κρατούσαν κλαδί αμπέλου, γεμάτο καρπούς (τσαμπιά), που το ονόμαζαν όσχο».

Οι έφηβοι φορούσαν γυναικεία ρούχα και κατέληγαν στον ναό του Διονύσου, που ονομαζόταν οσχοφόριον, ιερό της Σκιράδας Αθηνάς και βρισκόταν στο Φάληρο Αττικής (Φιλόχορος, 44, Πλουτάρχου, Θησεύς 22, Αθήναιος 495 F, Αλκίφρων 1,4, Ησύχιος, Α.Β., 318).

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Στα μέσα του ίδιου μήνα γιόρταζαν οι Αθηναίοι τα Θεσμοφόρια, τη γιορτή της Δήμητρας – Θεσμοφόρου, που φρόντιζε για τα σπαρτά της γης και για τη γονιμότητα των γυναικών.

Στα πλαίσια αυτής της γιορτής είχαν τη Νηστεία. Οι γυναίκες δεν έτρωγαν τίποτε. Αυτή η ενέργεια μας θυμίζει το έθιμο των Ποντίων γυναικών που στη γιορτή των Αγίων Θεοδώρων όχι μόνο δεν έτρωγαν τίποτε, αλλά ούτε και έπιναν νερό για τρεις ημέρες. Κι ύστερα πηγαίνανε και κοινωνούσαν. Αυτό το έθιμο το έλεγαν Θοδώρισμαν.

Η γιορτή των Θεσμοφορίων κρατούσε τρεις ημέρες. Την τρίτη ημέρα, που την ονόμαζαν Καλλιγένεια (= Καλή γέννα) πρόσφεραν στη Δήμητρα διάφορα φρούτα, χυμούς, τυρί, έλεγαν πιπεράτα αστεία, έφτιαχναν αγάλματα από ζυμάρι, τα οποία παρίσταναν το γυναικείο όργανο, έτρωγαν σπόρους ροδιού και μαστιγώνονταν με χλωρά κλαδιά. Οι τελευταίες ενέργειες είχαν ως στόχο την επίτευξη γονιμότητας.

Η παράσταση ανατομικών μελών του σώματος, ιδιαίτερα των γυναικών, είναι φαινόμενο, που το συναντάμε από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια. Και γενικά οι άσεμνες εκφράσεις, που η εκστόμισή τους έφτασε μέχρι τα νεώτερα χρόνια, αποβλέπανε ουσιαστικά στη γονιμότητα της γης, αλλά και των ανθρώπων, ενώ το ρόδι δεν έχασε ποτέ τη σημασία της ευτυχίας, κατά την αντίληψη του λαού μας.

Ο μήνας Πυανεψιώνας ήταν πλούσιος και σ’ άλλες γιορτές. Ίσως ο πλουσιότερος της χρονιάς. Έτσι γιορτάζονταν τα Απατούρια, πολιτική γιορτή των φατριών, η Αθηνά Εργάνη (= εργάτρια), γιορτή κατ’ εξοχήν των εργατών, προσέφεραν στη θεά τους πρώτους ώριμους καρπούς της κοπιαστικής ασχολίας τους. Ήταν τα δώρα προς τη θεά για την προσφορά της. Ήταν τα ακροθίνια ή οι απαρχές, με τα οποία ασχολήθηκε εκτενώς η ταπεινότητά μου. Πρόκειται για έθιμο, που τελείται και στις ημέρες μας.

Οι αμπελουργοί μας προσφέρουν τα πρώτα ώριμα σταφύλια στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου και τα οποία σταφύλια μοιράζονται δίκην αντιδώρου στους πιστούς. Αποτελούν ασφαλώς δείγμα ευσεβούς ευχαριστίας προς τον Κύριο, που συνέβαλε στη γόνιμη καρποφορία, η οποία συντείνει στην επιβίωση του ανθρώπινου Γένους. Είναι τελικά μια έμπρακτη έκφραση της λατινικής ρήσης: do ut des.

Δε θα επιμηκύνουμε την αναφορά μας στα Πυανόψια, την κορυφαία αυτή γιορτή της αθηναϊκής κοινωνίας, πολλά στοιχεία της οποίας, κατανικώντας την επέλαση του πανδαμάτορα χρόνου, επιβίωσαν μέχρι τις ημέρες μας, εντασσόμενα στην νεοελληνική εθιμική ζωή.

Σε επόμενες αναφορές μας θα ασχοληθούμε και με τις γιορτές των υπόλοιπων μηνών του αττικού ημερολογίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Θουκυδίδου, Ιστοριών Β’, 38, 15, έκδοση ΟΧΟΝΙΙ.
  2. Robert Flaceliere, ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 2007.
  3. Ι. Πανταζίδου, Λεξικόν Ομηρικόν, Αθήνα χ.χ.
  4. Liddell – Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης.
  5. Botsford – Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αθήνα 1979.
  6. Α. Α. Παπαδοπούλου, Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, Αθήνα 2016.
  7. Γεωργίου Α. Μέγα, Ελληνικαί Εορταί και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας, Αθήναι 1956.
  8. Martin Nilson, Ελληνική Λαϊκή Θρησκεία.
  9. Γ. Κ. Χατζοπούλου, Η σαρκοφάγος του Πριμιγενίου.
  10. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτη.
  11. Αριστοφάνη, Νεφέλαι, 60-65.
  12. Πλουτάρχου, Βίος Θησέως, 22.
  13. Γ. Κ. Χατζοπούλου, Η εμβρυακή μορφή του θεάτρου και η λατρεία του Διονύσου στη χώρα των Ηδωνών, 2006.
  14. Του Ιδίου, Άμπελος, Οίνος, Διόνυσος (εισήγηση σε συνέδριο).
  15. Του Ιδίου, Λαογραφικά Κρυονέρου Ανατολικής Θράκης, τόμ. Α’.
  16. Αριστοφάνη, Αχαρνείς, 997.
  17. Φιλόχορος, 44.
  18. Αθήναιος 495
  19. Αλκίφρων 1,4.
  20. Ησύχιος, Α.Β., 318.
  21. Γ. Κ. Χατζοπούλου, Η γενετήσια ορμή στα δρώμενα της Δράμας.
  22. Γ. Κ. Χατζοπούλου, Τα νεολιθικά Ειδώλια του νομού Δράμας.
  23. Αριστοφάνη, Βάτραχοι.