Home > Αρθρα > Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός, Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως(1572-1595) και η συμβολή του στην  ίδρυση Ελληνικών Σχολείων-Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Καρσανίδης   Επίτιμος Σχολικός  Σύμβουλος

Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός, Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως(1572-1595) και η συμβολή του στην  ίδρυση Ελληνικών Σχολείων-Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Καρσανίδης   Επίτιμος Σχολικός  Σύμβουλος

Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός, Οικουμενικός Πατριάρχης

Κωνσταντινουπόλεως(1572-1595) και η συμβολή του

στην  ίδρυση Ελληνικών Σχολείων

 

Γράφει ο Ευάγγελος Γ. Καρσανίδης

   Επίτιμος Σχολικός  Σύμβουλος

 Ο Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός ή κατ’ άλλους Ιερεμίας Β΄ο Μεγαλοπρεπής , οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1572-1595 με μικρές  διακοπές), γεννήθηκε στην  Αγχίαλο το 1536 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1595,  αφήνοντας πλούσιο  συγγραφικό έργο. Ο Ιερεμίας Β΄ είχε φύση  μεγαλοπρεπή  και ήταν υπέρμαχος της ορθοδοξίας. Κατείχε μεγάλη θεολογική μόρφωση και επιχείρησε να αναδείξει μορφωμένους επισκόπους. Πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίας στην αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνισμού. Έγραψε πολλές θεολογικές πραγματείες για την προβολή της  αυθεντικότητας της ορθόδοξης παράδοσης.

Η προσφορά του στην Ορθοδοξία υπήρξε τεράστια. Αλλά και οι υπηρεσίες που προσέφερε στο Έθνος δεν πρέπει να υποτιμηθούν, αν αξιολογηθούν σωστά, και μέσα στα πλαίσια των έντονων αναστατώσεων που επικρατούσαν στην εποχή του. Με τον αναντίρρητο όμως πλούτο των γνώσεών του και  το μεγάλο συγγραφικό  του έργο αναδεικνύεται σε έναν από  τους  σημαντικότερους πατριάρχες της μεταβυζαντινής περιόδου.

Η συμβολή του Ιερεμία Β΄ στην εσωτερική και εξωτερική  ανανέωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μαρτυρείται  από πλήθος ενεργειών: ανακαίνιση ναών, εξωραϊσμός  του  Πατριαρχείου, καταπολέμηση της σιμωνίας, συνεργασία με γνωστούς Έλληνες και ξένους  λόγιους, βελτίωση των οικονομικών, ίδρυση και λειτουργία  Σχολείων κ.ά. Πέτυχε  επίσης ορισμένα προνόμια για  τις  ελληνικές  κοινότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ένα από τα οποία ήταν η ίδρυση και λειτουργία σχολείων. Μέχρι την εποχή του, το μόνο ελληνικό σχολείο στην Αυτοκρατορία ήταν η «Μεγάλη του Γένους Σχολή». Με την  επιρροή του Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ του Τρανού άνοιξαν επτά σχολεία στα τέλη του 16ου αιώνα, σε Αθήνα, Λιβαδειά, Χίο, Σμύρνη, Κυδωνιές, Πάτμο και Ιωάννινα. Στη συνέχεια, άνοιξαν  άλλα 40 σχολεία σε όλη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.

Στο  φθίνοντα 16ο  αιώνα σημειώνεται ένα σπουδαίο γεγονός για την ιστορία του Έθνους . Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός (α΄ 1572-1579, β΄1580-1584 γ΄1586- 1595) κατά την  Τρίτη Πατριαρχία του από το 1586 έως  το 1595 συγκάλεσε πανορθόδοξη Σύνοδο στην  Κωνσταντινούπολη  με κύριο θέμα την  ενίσχυση της εκπαίδευσης που  βρισκόταν, όπως είναι γνωστό, σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Στη Σύνοδο  αυτή  αποφασίστηκε, οι  κατά  τόπους μητροπολίτες και  αρχιεπίσκοποι να φροντίσουν για την ίδρυση σχολείων και για τη διάδοση της Παιδείας, ώστε σ΄αυτά η νεολαία «τα θεία και ιερά γράμματα  δύνασθαι διδάσκεσθαι,  βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένοις». Από την εποχή  πια αυτή γενικεύεται η  ίδρυση σχολείων και η ηγεσία της Εκκλησίας αναλαμβάνει επίσημα την  εποπτεία της εκπαίδευσης του υπόδουλου Ελληνισμού. Η σημαντική  αυτή συνοδική απόφαση έχει ως εξής: «Ώρισεν η Αγία Σύνοδος , έκαστον επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και  δαπάνην την δυναμένην ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι∙ βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και  τοις μαθείν προαιρουμένοις, εάν των επιτηδείων χρείαν έχωσιν».

Το σημαντικό τούτο κείμενο είναι του 1593: Εκατόν σαράντα  χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η πνευματική ηγεσία, η πνευματική κοινωνία, του υπόδουλου  Ελληνισμού έχει επαρκώς συγκροτηθεί, σε βαθμό  ώστε να μπορεί να σχεδιάσει ένα τέτοιο μεγαλόπνοο πρόγραμμα: σύσταση σχολείων, εξασφάλιση μισθών για τους διδασκάλους, υποτροφιών για τους μαθητές. Η συνοδική αυτή Πράξη πρέπει  να θεωρείται σταθμός στην ιστορία της νέας ελληνικής Παιδείας για το  δυναμισμό ο οποίος  την ενέπνευσε. Η απόφαση δε του πατριάρχη Ιερεμία Β΄  αποτελεί τον πιο σημαντικό σταθμό στην ιστορία της νεολληνικής εκπαίδευσης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Από την εποχή πια αυτή γενικεύεται η ίδρυση σχολείων. Το οικουμενικό  Πατριαρχείο και γενικότερα η Εκκλησία γίνεται από το 1593 ο κύριος πνευματικός  καθοδηγητής και το μόνο νομικά συντεταγμένο σώμα του ελληνορθόδοξου κόσμου και αναλαμβάνει επίσημα την  εποπτεία της εκπαίδευσης του υπόδουλου Ελληνισμού με κύριο στόχο την πνευματική  αφύπνιση του δεινά χειμαζόμενου ελληνικού λαού και την  αντιμετώπιση της καθολικής προπαγάνδας. Ανέλαβε την πρωτοβουλία  για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων σε κάθε   μητρόπολη και αρχιεπισκοπή της δικαιοδοσίας της. Δίνεται, έτσι, κάποια ώθηση με τη δημιουργία  σχολείων στα τέλη του 16ου και  αρχές του 17ου αιώνα,  ενώ όσο  προχωρεί ο 18ος αιώνας , αυξάνει ο ρυθμός ίδρυσης  και λειτουργίας σχολείων.

Θα ήταν, βέβαια, εξωπραγματικό να υποθέσει κανείς ότι τον ίδιο κιόλας χρόνο άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια κοινά σχολεία στον Ελλαδικό χώρο και  στις πολυάριθμες παροικίες του Ελληνισμού. Τέτοια μεγαλεπίβολα για την εποχή  εκείνη σχέδια χρειάζονται χρόνο και χρήμα να υλοποιηθούν. Η περίοδος κυοφορίας τους πρέπει πάντως να ολοκληρώθηκε εντός του  17ου αιώνα. Έχουμε δε την πεποίθηση ότι η απόφαση της Συνόδου έδωσε το έναυσμα της πρώτης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αναγέννησης της Παιδείας. Εξακολουθούμε  μάλιστα να έχουμε κατά  τρόπο περισσότερο συγκεκριμένο, στο μακεδονικό πνευματικό χώρο, ένα « λυκαυγές πνευματικής κινήσεως».

Πολλοί Μακεδόνες μετανάστες αναδείχθηκαν, μαζί με τους Ηπειρώτες σε μαικήνες, σε πλούσιους προστάτες των γραμμάτων και των τεχνών με κληροδοτήματα υπέρ εκπαιδευτικών  έργων όχι μόνο στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά και σ’ άλλες ελληνικές πόλεις. Έτσι, σύμφωνα με τη σημερινή κατάσταση της έρευνας, μετά τη συνοδική  εγκύκλιο του 1593, ιδρύθηκαν πολλά σχολεία  στη Μακεδονία.

Πρώτος σε χρονική σειρά  έρχεται ο Μανολάκης ο Καστοριανός, προϊστάμενος της συντεχνίας των γουνοποιών στην Κωνσταντινούπολη. Το  εκλεκτό αυτό  τέκνο της Καστοριάς βοήθησε οικονομικά στη λειτουργία του πρώτου σχολείου της Μακεδονίας που ιδρύθηκε στην  Καστοριά πριν από το 1614. Ο Μανολάκης  ο Καστοριανός βοήθησε οικονομικά επίσης τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1663)  και  ίδρυσε σχολεία στη Χίο (1661), στην Άρτα (1666) στην Πάτμο (1669). Οι Καστοριανοί Δημήτριος Κυρίτσης, έμπορος  στη Βενετία,   κατέθεσε το 1697 κεφάλαιο 5.000 δουκάτων  για το σχολείο της πατρίδας του   και ο  Γεώργιος Κυρίτσης άφησε με τη διαθήκη του 10.792 δουκάτα για τη συντήρηση και δεύτερου σχολείου στην Καστοριά (1708).

Από τα μέσα του 17ου αιώνα και αργότερα  αναφέρονται σχολεία στα Βελεσά, στα Γιανιτσά, στα Σέρβια, στις  Σέρρες ενώ στη Βέροια το πρώτο σχολείο ιδρύθηκε γύρω στα 1650 από τον Καλλίνικο Μάνιο ή Μανιό.  Στην Κοζάνη  ιδρύθηκε επίσης την  ίδια  εποχή  σχολείο, στο οποίο   σχολάρχησαν οι γνωστοί   λόγιοι Γρηγόριος Κονταρής, από το 1668 ως το 1673 και ο Γεώργιος Παρακείμενος, από το 1694 ως το 1707. Οι Θεσσαλονικείς συνέχισαν  την  εκπαιδευτική  προσπάθεια που είχαν  αρχίσει παλαιότερα από τους Έλληνες της Μακεδονίας: από τα μέσα του 17ου έως το 18ου  αιώνα αναφέρεται  εκεί η «Ελληνική Σχολή» με διδάσκαλο τον Ιωάννη Θεσσαλονικέα, γνώστη και της λατινικής.

Κατά το 18ο αιώνα λειτούργησαν στη Μακεδονία πολύ  περισσότερα σχολεία. Στις  Σέρρες λειτούργησε  σχολείο από το 1696 ως το 1730 και από το 1742 και εξής, με διακοπές.  Η Έδεσσα και η Βελβενδός απέκτησαν από δύο  σχολεία, όλα με δωρεές αποδήμων. Στην Έδεσσα που  ιδρύθηκε το 1764, δίδαξαν  ο Αμφιλόχιος Παρασκευάς και ο μοναχός Κωνσταντίνος,   μαθητής του Ευγένιου Βούλγαρη∙ το δεύτερο, ιδρύθηκε το 1782 και ονομάσθηκε «Ελληνομουσείον». Στη Βελβενδό δίδαξαν ο Ιωνάς Σπαρμιώτης (1780-1790) και ο  Αμφιλόχιος Παρασκευάς (1797 – 1798). Σχολεία υπήρχαν στη  Σιάτιστα, στη Νάουσα, στην Αχρίδα, στην Κλεισούρα, στη Νιγρίτα, στην Καβάλα, στο Μελένικο. Στα παραπάνω σχολεία  προστέθηκαν και άλλα. Έτσι, ανάμεσα στα 1800 και 1821 υπήρξαν  στη Θεσσαλονίκη, στην Αλιστράτη, στα Γρεβενά, στην  Έδεσσα, στην Καστοριά, στη Νάουσα, στον Πολύγυρο, στη Σιάτιστα, στο Σταυρό, στο Σωχό, στο Τσοτύλι κ.α.  Στο Άγιο  Όρος κατά τα έτη 1753-1758 λειτουργεί η Αθωνιάδα  Ακαδημία στην οποία δίδαξε ο Ευγένιος Βούλγαρης με  μισθό 1.000 γρόσια  το χρόνο.

Απ’  όλα όσα  εκτέθηκαν παραπάνω προκύπτει ότι κατά την πρώτη αυτή περίοδο της Τουρκοκρατίας, που οριοθετείται από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1453 ως το 1593, η εκπαιδευτική  δραστηριότητα στους κόλπους του υπόδουλου Ελληνισμού υπήρξε  αρκετά περιορισμένη  και κυμάνθηκε, εκτός από σπάνιες  περιπτώσεις, σε χαμηλό γενικά επίπεδο.   Αν τώρα θελήσουμε να  επισημάνουμε τα κύρια στοιχεία των προσπαθειών που έγιναν στον τομέα της εκπαίδευσης  σ’ αυτήν  την περίοδο θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα  ότι τον πιο  σημαντικό  σταθμό  στην  ιστορία της εκπαίδευσης  αποτέλεσε   αναμφίβολα η απόφαση της τοπικής  Συνόδου. Ο πρώτος που πήρε μια τέτοια  απόφαση ώστε τα θεία και ιερά γράμματα να γίνουν η βάση  της Αναγέννησης της Παιδείας των  υπόδουλων Ελλήνων είναι ο δραστήριος Οικουμενικός Πατριάρχης  Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός στα 1593.  Σε δική του πρωτοβουλία οφείλεται, όπως  αναφέραμε παραπάνω, η σύγκλιση της τοπικής  Συνόδου του 1593 που αποφάσισε την ίδρυση σχολείων με ευθύνη των κατά τόπους μητροπολιτών.

Έτσι, πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου  ότι μετά το 1593 το  Οικουμενικό Πατριαρχείο και γενικότερα η Εκκλησία γίνεται η ανώτατη πολιτική και θρησκευτική  αρχή όλων των υπόδουλων ορθοδόξων. Ανέλαβε με δική της πρωτοβουλία και με την ανοχή της ηγεσίας της Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας  το δύσκολο έργο  της οργάνωσης της εκπαίδευσης, επιδιώκοντας την ανάπτυξη και διάδοση της Παιδείας, μια και η Εκκλησία θεωρούσε τον εαυτό της ως το μοναδικό νόμιμο κληρονόμο  της πνευματικής  παράδοσης του Ελληνισμού.

Τέλος,  θα πρέπει να τονιστεί ότι η πρώτη αυτή  περίοδος , ενώ αρχίζει με τους  χειρότερους οιωνούς (κάθετη πτώση του πνευματικού επιπέδου των υποδούλων, κλείσιμο όλων  των  ως τότε  σημαντικών σχολών και διακοπή κάθε σχεδόν  εκπαιδευτικής  δραστηριότητας),  τελειώνει στις  αρχές  του 17ου αιώνα με την εμφάνιση των πρώτων ευοίωνων  σημείων προόδου, που προοιωνίζουν την ανάκαμψη  που  παρατηρείται κατά το 17ο  και την πνευματική   άνθιση του 18ου αιώνα.

Αυτό που αξίζει  να σημειωθεί εδώ είναι ότι μετά από εκατόν σαράντα χρόνια  από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), ο Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός αποδείχθηκε ότι είναι  ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης που πήρε μια τέτοια ιστορική απόφαση το 1593 και  συνέβαλε στην καλύτερη γνώση της εκπαίδευσης του υπόδουλου  Ελληνισμού. Οι λαμπρές σπουδές του και οι αναμφισβήτητες  ικανότητές του  συνέβαλαν στο να αναγνωρισθεί ένας λαμπρός Οικουμενικός Πατριάρχης. Από τις  αρχειακές πηγές προκύπτει  ακόμη ότι ο Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της Ορθοδοξίας στο  διάλογο με την Καθολική  Εκκλησία   και τους Διαμαρτυρόμενους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στα θέματα  της Εκπαίδευσης, που  ιδιαίτερα μας ενδιαφέρουν, έπαιξε ως ένα βαθμό το  ρόλο του σημερινού Υπουργού Παιδείας.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη μεγάλη αυτή  προσφορά  της Εκκλησίας και  τη συμβολή της στην ίδρυση και λειτουργία σχολείων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Εκκλησία και Παιδεία γίνονται οι δύο μεγάλες  δυνάμεις, οι οποίες θα στηρίξουν   το Ελληνικό Έθνος , ώστε  να αγωνισθεί εναντίον της προσπάθειας του εξισλαμισμού και της εθνικής  αποσύνθεσης  των  Ελλήνων  Χριστιανών.

                                      

         Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός, Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

      (1572-1595 με μικρές διακοπές)