Home > Νέα > Γ. Κ. Χατζόπουλου Η Ελληνίδα Γυναίκα του Πόντου Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τον ανελέητο ξεριζωμό Της κ. Έλσας Γαλανίδου – Μπαλφούσια τ. Λυκειάρχη – Συγγραφέα

Γ. Κ. Χατζόπουλου Η Ελληνίδα Γυναίκα του Πόντου Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τον ανελέητο ξεριζωμό Της κ. Έλσας Γαλανίδου – Μπαλφούσια τ. Λυκειάρχη – Συγγραφέα

Γ. Κ. Χατζόπουλου: Η Ελληνίδα
Γυναίκα του Πόντου – Αφιέρωμα στα 100
χρόνια από τον ανελέητο ξεριζωμό

Της κ. Έλσας Γαλανίδου – Μπαλφούσια, τ. Λυκειάρχη – Συγγραφέα

 

Άλλο ένα βιβλίο προστέθηκε στα έργα του χαλκέντερου, φιλόλογου – Λυκειάρχη Γεωργίου Κ. Χατζόπουλου κοντά στα άλλα υπέροχα βιβλία του, που αναφέρονται στον Πόντο, στις διάφορες προσωπικότητές του, τα ήθη και έθιμά του ως και για τη ζωή και παρουσία του ποντιακού ελληνισμού στη Δράμα κ.ά. Δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθεί και με την επέτειο των 100 χρόνων από τον αμετάκλητο ξεριζωμό μας από τα πάτρια εδάφη και μάλιστα με το τόσο όμορφο, ενδιαφέρον θέμα, που αφορά τη γυναίκα του Πόντου, τη στυλοβάτη του σπιτιού, της οικογένειας, της κοινωνίας και μάλιστα από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι τον ξεριζωμό.

Και με τι δεν έχει ασχοληθεί, η Πόντια γυναίκα είτε ως κοριτσάκι είτε ως κοπέλλα είτε ως νιόνυφη είτε στη μέση ηλικία είτε ως γιαγιά.

Ποια ήταν η θέση της στην κοινωνία, πώς εξελίχθηκε, πώς στάθηκε βράχος ακλόνητος στα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς. Βράχος για τον άντρα της, βράχος, όταν έμεινε μόνη με παιδιά και έγινε γι’ αυτά και μάνα και πατέρας.

Πώς εξέφρασε τα συναισθήματά της μέσα από τα δημοτικά μας τραγούδια, πώς εξέφρασε τον πόνο της και πώς μοιρολόγησε αγαπημένα πρόσωπα, που έχασε στην περίοδο των διωγμών. Πώς υπερασπίστηκε τον άνδρα, τα παιδιά, το σπιτικό της, παίρνοντας τα όπλα κι ακολουθώντας τους αντάρτες, αντάρτισσα κι αυτή.

Η Πόντια γυναίκα, όταν βρέθηκαν όλοι σε κίνδυνο, χρειάστηκε να υπερασπιστεί την πατρίδα της, στο αντάρτικο, να υπερασπιστεί τους άνδρες και όλους, όσοι πολεμούσαν τους Τούρκους. Δεν δίστασε να πνίξει με τα ίδια της τα χέρια τα μικρά της παιδιά, τα σπλάχνα της, για να μη φανερωθεί, να μην προδοθεί ο τόπος, που βρισκόντουσαν οι συναγωνιστές της. Πόσο μεγαλείο, τι υπέρτατη θυσία, πόση δύναμη ψυχής!

Και (τα) κατάφερε, με το όπλο στο χέρι, πλάι στον σύντροφό της υπερασπιζόμενη ό,τι ιερό και όσιο είχε.

Εκείνο, το οποίο, ιδιαίτερα, οφείλω να επισημάνω είναι το εξής: ο συγγραφέας στηριζόμενος στο δημοτικό τραγούδι του Πόντου παραλληλίζει την Ποντία με τις ηρωίδες της αρχαίας ελληνικής ποίησης, τα Ομηρικά Έπη και την αρχαία τραγωδία. Έτσι παρελαύνει η Ιθακήσια Πηνελόπη, του Ομήρου στο δημοτικό τραγούδι «Ο Μάραντον», η Άλκηστη του Ευριπίδη στο δημοτικό τραγούδι «Ο Γιάννες ο Μονόγιαννες» και η Ιφιγένεια του Ευριπίδη στην Αυλίδα στο δημοτικό τραγούδι «Τη Τρίχας το γεφύριν».

Αυτός ο σχετισμός της ηρωίδας γυναίκας του Πόντου με τις ηρωίδες της αρχαίας ελληνικής ποίησης δείχνει το πόσο εμβαθύνει ο συγγραφέας στην αποτύπωση του ψυχικού κόσμου της Ποντίας τονίζοντας ιδιαίτερα, την ελληνική της διαχρονικότητα.

Και ακόμη δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στον ρόλο της στην οικονομική διαχείριση της οικογένειας, την οποία χαρακτηρίζει «Το τσιτάν’ τ’ οσπιτί’», δηλαδή την οικονομική διαχειρίστρια, όπως ο Όμηρος αναφέρεται με σεβασμό στην «αιδοίη ταμίη» (=η σεβαστή οικονόμα του σπιτιού).

Δεν παραλείπει ακόμη μέσα από το πρόσωπο της Ελληνίδας του Πόντου να εξάρει τη διαχρονική ελληνική φιλοξενία, όπως την περιγράφει στην Οδύσσεια ο Όμηρος.

Είναι γενικά ένα μνημειώδες έργο, που προσπερνά την αντίληψη ότι η Ποντία ήταν ένα res στην Ποντιακή οικογένεια, αλλά αντίθετα ο μοχλός της οικογενειακής ισορροπίας.

Με λίγα λόγια το πόνημα είναι ένα έργο, που εμπλουτίζει την Ποντιακή Λαογραφία και επισημαίνει πόσο αυτό, καλύπτει το μέχρι σήμερα κενό που υπάρχει στη μελέτη του λαϊκού βίου των Ποντίων.

Η ευαισθησία του ΔΑΣΚΑΛΟΥ φαίνεται και από την αφιέρωση, που κάνει «Στα παιδιά των παιδιών μου», στα 3 εγγόνια του. Με συγκινεί αφάνταστα, γιατί αυτά μικρά τώρα, όταν θα μεγαλώσουν και θα διαβάσουν την αφιέρωση του παππού, τότε πιστεύω ότι θα νιώσουν υπερηφάνεια και καμάρι για τον υπέροχο παππού τους ΔΑΣΚΑΛΟ και πιστεύω ότι θα τον έχουν πρότυπο σαν μεγαλώσουν: καλόν οικογενειάρχη, καλόν Πόντιο πατριώτη, καλόν ΔΑΣΚΑΛΟΝ και θα είναι υπερήφανοι για τον παππού τους, που δεν ξεχνάει τις ρίζες του, την πατρίδα των γονέων του, τον Πόντο μας.

Εύχομαι να υπάρξουν μιμητές του υπέροχου παππού, φίλου, πατριώτη, γιατί έτσι ο Πόντος μας, η πατρίδα των προγόνων μας, δε θα χαθεί, θα ζει μέσ’ την καρδιά μας.

Σ’ ευχαριστούμε, «ΔΑΣΚΑΛΕ», σ’ ευχαριστούμε για πολλοστή φορά, για το έργο, που μας πρόσφερες και μας προσφέρεις.

«Να ζεις και να έχομέ σε».