Home > Αρθρα > Τί συμβαίνει πραγματικά με τα παιδιά μας ; Γράφει η Παπαδοπούλου Χριστίνα

Τί συμβαίνει πραγματικά με τα παιδιά μας ; Γράφει η Παπαδοπούλου Χριστίνα

Τί συμβαίνει πραγματικά

με τα παιδιά μας;

 

Γράφει η Παπαδοπούλου Χριστίνα*

Πλέον, αποτελεί καθημερινή είδηση η βία μεταξύ παιδιών, η παραβατικότητα μεταξύ ανηλίκων, οι εγκληματικές ενέργειες παιδιών εις βάρος άλλων παιδιών, ο εκφοβισμός, ο εξευτελισμός μα[1]θητών από άλλους μαθητές και μέσα σε όλα αυτά, ήρθαν να προστεθούν πριν λίγο καιρό και οι χαμηλές επιδόσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς αξιολόγησης μαθητών.

Συνδέονται άραγε όλα αυτά μεταξύ τους; Ίσως πολύ, ίσως και πάρα πολύ…

Σύμφωνα με τα τελευταία αποτελέσματα της PISA 2022 οι Έλληνες μαθητές, είχαν τις χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών που συμμετείχαν στα τεστ αξιολόγησης και τις χειρότερες επιδόσεις τους σε σχέση με τις υπόλοιπες χρονιές. Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία της ΕΛ.ΛΑΣ δείχνουν έξαρση της εγκληματικότητας στους ανήλικους κατά 27,5% μέσα σε έναν χρόνο(2020-21), ενώ σκεφτείτε ότι μόνο τον περασμένο Σεπτέμβριο είχαμε 1.353 συλλήψεις ανηλίκων. Την αποτύπωση των παραπάνω στοιχείων επιβεβαιώνουν και οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με παραβατικές συμπεριφορές, βίαιους και ευερέθιστους μαθητές, δυσκολίες στην συγκέντρωση, αδυναμία συμμόρφωσης σε κανόνες και χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα.

Κάποιος εύλογα μπορεί να πει: «Καλά αυτά γίνονταν και παλιότερα, απλά τώρα αρχίσαμε να τα προσέχουμε».

Όχι. Δεν γίνονταν παλαιότερα ούτε σε τέτοιο βαθμό ούτε και σε τέτοια μορφή. Ποιος από μας για παράδειγμα θα μπορούσε να φανταστεί πριν 10 χρόνια ότι ανήλικοι μαθητές θα βίαζαν συμμαθητή τους και θα αναρτούσαν το βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Κανένας μας νομίζω. Η αύξηση της βίας και της εγκληματικότητας μεταξύ ανηλίκων είναι ένα φαινόμενο που στην Ελλάδα άρχισε να δείχνει ανοδικές τάσεις τα τελευταία 5 περί[1]που χρόνια.

Τι έχει συμβεί όμως στ’ αλήθεια με τα ελληνόπουλα; Καταρχήν θα ήταν μια επιπόλαιη και επιφανειακή σκέψη να πούμε ότι το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε στα χρόνια του κορονοϊού και ότι για όλη αυτή την βία γύρω μας αλλά και τις χαμηλές σχολικές επιδόσεις των μαθητών ευθύνεται μονάχα ο εγκλεισμός.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά και ας γυρίσουμε τον χρόνο 15 χρόνια πίσω. Πώς ήταν η Ελλάδα για τους σημερινούς 15χρονους και 16χρονους εφήβους τότε; Αρχικά, ήταν μια χώρα με μεγάλη οικονομική κρίση, περικοπές μισθών, απολύσεις εργαζομένων, κλείσιμο επιχειρήσεων, μειώσεις στους προϋπολογισμούς του κράτους σε παιδεία και υγεία, κοινωνικές αναταραχές, με άλλα λόγια μια χώρα σε παρακμή. Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε και το κερασάκι στην τούρτα, η πανδημία του κορονοϊού. Η σημερινή γενιά λοιπόν παιδιών μεταξύ 8 και 18 ετών γεννήθηκε και μεγάλωσε σε περιόδους βαθιάς οικονομικής και υγειονομικής κρίσης. Σκεφτείτε μόνο ότι οι γονείς αυτών των παιδιών είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται ή ακόμα και να χάνεται, πολλοί απολύθηκαν από τις δουλείες τους, άλλοι απουσίαζαν πολλές ώρες από το σπίτι για να μπορέσουν να αναπληρώσουν με 2 και 3 δουλειές τους χαμένους μισθούς, ενώ κάποιοι αναγκάστηκαν να ζουν με δανεικά. Επιπλέον, έζησαν λόγω της πανδημίας 3 ολόκληρα χρόνια κλεισμένοι στα σπίτια τους, τρομοκρατημένοι, με έναν καθημερινό βομβαρδισμό δυσοίωνων προβλέψεων, με τα παιδιά αποκλεισμένα λόγω συνθηκών από κάθε είδους κοινωνική συναναστροφή, με απουσία ουσιαστικής εκ[1]παίδευσης καθώς και με ατελείωτες ώρες μπροστά σε κινητά και υπολογιστές. Όπως ήταν φυσικό, αυτές οι πρωτόγνωρες συν[1]θήκες ανέχειας, φόβου και εγκλεισμού, ήταν αδύνατον να μην επηρεάσουν και να μην διαταράξουν το μυαλό και την ψυχή των παιδιών.

Σε αντίθεση όμως με την οικονομική και υγειονομική κρίση που υπήρξε στη χώρα μας την δεκαετία που μας πέρασε, είχαμε από την άλλη μεριά την άνθιση της τεχνολογίας. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο έγινε καθολική, ενώ τα smartphones και τα social media μπήκαν δυναμικά στη ζωή μας έτοιμα να εξυπηρετήσουν κάθε μας ανάγκη. Ξαφνικά όμως άρχισαν να δημιουργούνται αχρείαστες «ανάγκες» που πι[1]στέψαμε ότι μας ήταν απαραίτητες όπως το να σερφάρει ένα 4χρονο παιδί στο YouTube ή το να παίζει ένας 7χρονος ακατάλληλα για την ηλικία του διαδικτυακά παιχνίδια βίας με αγνώστους ή να έχει ένα 8χρονο κορίτσι λογαριασμό στο Instagram ενώ το ηλικιακό όριο είναι τα 12+ .

Και κάπου εδώ είναι που άρχισε να χάνε[1]ται ο έλεγχος. Κάπου ανάμεσα στα προ[1]βλήματα της καθημερινότητας που μας είχαν καθηλώσει και στις καταιγιστικές εξελίξεις της τεχνολογίας, τα γεγονότα μας προσπέρασαν. Υιοθετήσαμε με ελαφρά την καρδία και περίσσια άγνοια κινδύνου το «Έλα μωρέ παιδιά είναι» και έτσι, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο αφήσαμε τα παιδιά μας να μπουν χωρίς όρια και κανόνες σε έναν διαδικτυακό κόσμο γεμάτο κινδύνους και προκλήσεις που δεν ήμασταν και δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε. Επιτρέψαμε στις συσκευές να αντικαταστήσουν την παρουσία μας, δώσαμε την άδεια στα social media να «κοινωνικοποιήσουν» τα παιδιά ότι η αξία τους εξαρτάται από τα likes και τους followers. Αφήσαμε τα βιντεοπαιχνίδια να τα ψυχαγωγήσουν ενώ στην ουσία τα απευαισθητοποίησαν και τα έκαναν ανεκτικά σε κάθε είδους βία. Δώσαμε στα παιδιά ελεύθερη πρόσβαση στα site πορνογραφικού περιεχομένου για να τα διδάξουν πως στις σχέσεις και στον έρωτα το συναίσθημα περισσεύει. Σήμερα πλέον, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου το 2019 το ποσοστό των παιδιών ηλικίας 4 έως 8 ετών που σερφάρουν στο διαδίκτυο αγγίζει το 61%, ενώ το 2020 η έρευνα έδειξε ότι το 59% των μαθητών Δημοτικού και το 94% των μαθητών Γυμνασίου/Λυκείου έχει τουλάχιστον έναν λογαριασμό στα social media.

Μέσα σε μόλις 10 χρόνια περάσαμε από την ανυπαρξία των smartphones και των social media στις ζωές των παιδιών, στην πλήρη εξάρτηση και ανάγκη να υπάρχουν και να καθορίζουν τις ζωές τους. Όλες όμως οι κοσμογονικές αλλαγές χρειάζονται χρόνο. Χρειάζεται χρόνος για να αποδεχτούμε μια νέα κατάσταση, χρειάζεται χρόνος για να ενημερωθούμε, χρειάζεται χρόνος για να προετοιμαστούμε, χρειάζεται χρόνος για να κατανοήσουμε. Στην συγκεκριμένη περίπτωση πόσο χρόνο αφήσαμε να περάσει μέχρι να αγοράσουμε το πρώτο smartphone στο παιδί μας; Πόσο χρόνο αφιερώσαμε στην ενημέρωσή μας για τις επιπτώσεις των social media στην ψυχική υγεία των παιδιών; Πόσο χρόνο ασχοληθήκαμε με την προ[1]ετοιμασία για την είσοδό τους στον αχανή κόσμο του διαδικτύου;

Δεν αφιερώσαμε ούτε λεπτό.

Τώρα θα μου πείτε: «Μα αφού όλοι έχουν, γίνεται να μην έχει το δικό μου;» Γίνεται.

Γίνεται αρκεί να είμαστε διατεθειμένοι να εξηγήσουμε το πώς και το γιατί στο παιδί μας και παράλληλα να είμαστε αποφασισμένοι να πορευτούμε σύμφωνα με τις αξίες μας και όχι με το τι κάνουν οι άλλοι. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο. Ξέρω ότι θα συναντήσουμε ισχυρές αντιστάσεις τόσο από τα ίδια τα παιδιά όσο και από τον περίγυρό μας. Εάν καταφέρουμε όμως να μείνουμε σταθεροί στις απόψεις μας και μπορέσουμε να εισάγουμε το παιδί στον κόσμο της τεχνολογίας ομαλά, με σωστή ενημέρωση, καθοδήγηση και οριοθέτηση, τότε θα δούμε διαφορές σε πολλά επίπεδα της ζωής του.

Δεν χρειάζεται ούτε να δαιμονοποιήσουμε τις συσκευές και τις εφαρμογές τους ούτε όμως και να τις θεοποιήσουμε δίνοντας άνευ όρων πρόσβαση σε αυτές. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ως γονείς, άσχετα με την ηλικία του παιδιού, είναι το κατά πόσο είναι σε θέση να τις χρησιμοποιήσει σωστά. Και για να μάθει ένα παιδί να χρησιμοποιεί σωστά μια συσκευή θα πρέπει κάποιος να του δείξει τον τρόπο. Εδώ είναι που παίζει καθοριστικό ρόλο η δική μας ενημέρωση σε θέματα Ασφάλειας στο Διαδίκτυο, η οριοθέτηση και η σωστή καθοδήγηση όχι με απαγορεύσεις και απειλές αλλά με ουσιαστική επικοινωνία. Με ανοιχτές συζητήσεις για όλα τα θέματα και περνώντας παράλληλα όλο και περισσότερο ποιοτικό χρόνο μαζί τους. Έτσι, θα καταφέρουμε να χτίσουμε μια υγιή σχέση με το παιδί μας και θα καλλιεργήσουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα μας, βάζοντας τις βάσεις για έναν δυνατό και ισορροπημένο ενήλικα στο μέλλον. Το κλειδί λοιπόν για όλα αυτά κρύβεται στην επικοινωνία. Είναι αυτή που έχουμε χάσει εδώ και αρκετό καιρό με τα παιδιά μας. Νομίζουμε ότι ζούμε μαζί αλλά στην ουσία είμαστε χώρια. Ο καθένας στη συσκευή του και στα προβλήματά του. Συν[1]δεθήκαμε τόσο πολύ με τις οθόνες μας και αφήσαμε στην άκρη την σύνδεση μεταξύ μας. Ανταλλάσσουμε κάποιες τυπικές κουβέντες και το βαφτίζουμε επικοινωνία, σκρολάρουμε με τις ώρες στα social media και το θεωρούμε κοινωνικοποίηση, παίζουμε με τις ώρες στις κονσόλες και το ονομάζουμε ψυχαγωγία. Οι λέξεις έχουν χάσει πια τη σημασία τους. Είναι καιρός όμως να τις επαναπροσδιορίσουμε, να τις βάλουμε στη σωστή τους βάση, θέτοντας από την αρχή ξεκάθαρα όρια στη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών για όλα τα μέλη της οικογένειας.

Σε αυτή την προσπάθεια όμως επιβάλλεται να πρωτοστατήσει και το ελληνικό σχολείο όχι με παρεμβάσεις και μέτρα που θυμίζουν «παυσίπονα» αλλά με μια εθνική στρατηγική ενημέρωσης, πρόληψης, στήριξης και ευαισθητοποίησης παιδιών, γονέων και εκπαιδευτικών. Με δράσεις εντός και εκτός σχολείου που θα προάγουν τον σεβασμό, την ενσυναίσθηση, το νοιάξιμο και την ενδυνάμωση των σχέσεων μέσα σε μια κοινότητα. Με ένα σχολείο που θα εκ[1]παιδεύσει σωστούς ψηφιακούς πολίτες για μια ψηφιακή εποχή που είναι ήδη εδώ και εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς. Η πρόκληση είναι μεγάλη και οι δυσκολίες πολλές. Είμαστε όμως στην αυγή μια νέας εποχής που θα φέρει κοσμογονικές αλλαγές τις οποίες αυτή την στιγμή δεν μπορεί κανένας μας ούτε καν να τις φανταστεί. Έχουμε λοιπόν χρέος και ευθύνη όχι μόνο να προστατέψουμε αλλά και να παρέχουμε στα παιδιά όλα εκείνα τα εφόδια που θα είναι απαραίτητα για την μελλοντική τους εξέλιξη και ευημερία.

* Εκπαιδευτικός MSc στις Νέες Τεχνολογίες στην Εκπαίδευση